Η παλιαδερφή. Ο μαλάκας ομοφυλόφιλος. Ο μαλάκας, γενικώς.
Και γύρισε και μου είπε να μην τον ξαναενοχλήσω! Αν είναι δυνατόν να μου την πει κι από πάνω, η σκατίπουστα...
Η παλιαδερφή. Ο μαλάκας ομοφυλόφιλος. Ο μαλάκας, γενικώς.
Και γύρισε και μου είπε να μην τον ξαναενοχλήσω! Αν είναι δυνατόν να μου την πει κι από πάνω, η σκατίπουστα...
Got a better definition? Add it!
Η προκλητικότατη γυναίκα.
Η Κατερίνα είναι απίστευτη πουτσανάφτρα!
Βλ. και ανάφτρα
Got a better definition? Add it!
Όρος που τα καλύπτει όλα: η καπάτσα στο σεξ, που δεν κωλώνει σε τίποτα. Με ειδικότητα, προφανώς, στο στοματικό.
- Καλό κοριτσάκι η Ελένη, ε;
- Ποια ρε, αυτή η ψωλορουφήχτρα;
Got a better definition? Add it!
Γυναίκα ή άνδρας που είναι πιο λέρα και από χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Ίδια σημασία με την λέξη μουνόπανο, μόνο που είναι ακόμα πιο υποτιμητική.
- Την παλιοσερβιέτα, πού να άκουγες τι μου είπε!
Got a better definition? Add it!
Η αδερφή που δεν το κρύβει.
-Είχα καιρό να δω τον Σάκη.
-Είδες, σκέτη σφυρίχτρα έγινε ο Σάκης μας...
Got a better definition? Add it!
Όρος που χρησιμοποείται όταν είμαστε οργισμένοι. Σα να λέμε μαλάκας, κττ.
Όμως λέγεται και όταν είμαστε σε καλή διάθεση, όπως στην περίπτωση που η λέξη αντικαταστάθηκε από το περίφημο «τιμημένο» και έτσι μπόρεσαν όλοι να πουν τη λέξη άφοβα... (βλ. παράδειγμα 3)
- Είδες;
- Ναι, τον γαμημένο, τά 'χω πάρει άσχημα τώρα.
Το γαμημένο, δεν ανοίγει με τίποτα.
(εν χορώ) Σήκωσέ το, το τιμημένο!
Παθητική μετοχή του γαμιέμαι. Δες και ναι το γαμημένο.
Got a better definition? Add it!
Η γκόμενα της μιας νύχτας.
Μια χαρά πουτσομεζές είναι το κορίτσι.
βλ. και ψωλομεζές
Got a better definition? Add it!
Αυτός που δεν έχει τσίπα, ο αναίσχυντος, ο άτιμος. Η λέξη προέρχεται από το Ατσιπόπουλο, προάστιο του Ρεθύμνου όπου κατοικούν πολλοί από τους σπουδαίους διανοούμενους καθηγητές του πανεπιστημίου του Ρεθύμνου, το οποίο βρίσκεται επίσης εκεί κοντά.
Got a better definition? Add it!
Υποτιμητικά, προσβλητικά: το αιδοίο.
περιττό
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Προέρχεται από τήν αγγλική λέξη creature, για να υποδηλώσει ότι κάποιος /-α είναι πολύ άσχημος /-η.
Επίσης αναφέρεται και σε ζωύφια ή έντομα όταν δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους ονομασία.
Πω, πω, είδες τη φάτσα της, σκέτος κρίτσουρας...
Πετάχτηκε ένας κρίτσουρας και μπήκε μέσα στον καφέ μου.
Got a better definition? Add it!