Αυτός για τον οποίο κάθε προσπάθεια πάει χαμένη, ο άχρηστος, ο ανάξιος, αυτός που δεν αξίζει τίποτα απ' όσα του προσφέρονται.
Τόσα του έδωσαν οι φίλοι του, του στάθηκαν τόσο πολύ κι αυτός τίποτα… χαραμίας απ’ τους λίγους!
Αυτός για τον οποίο κάθε προσπάθεια πάει χαμένη, ο άχρηστος, ο ανάξιος, αυτός που δεν αξίζει τίποτα απ' όσα του προσφέρονται.
Τόσα του έδωσαν οι φίλοι του, του στάθηκαν τόσο πολύ κι αυτός τίποτα… χαραμίας απ’ τους λίγους!
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Αντισημιτικός χαρακτηρισμός για τους Εβραίους ως περιτμημένους.
Οι ΗΠΑ δεν έχουν καμία δουλειά να αναμιγνύονται σαν ηλίθιοι μπράβοι των κοψοπουτσηδων στους πολέμους που τους έχει σύρει από το 2001 και μετεπειτα το κράτος των εκλεκτών. (Φβ).
Got a better definition? Add it!
Ο τοξικοεξαρτημένος που είναι εθισμένος με τη δόση του. Κατά την περίοδο της πανδημίας Covid-19 χρησιμοποιήθηκε από αντιεμβολιαστές για να σατιρίσουν όσους λάμβαναν πολλαπλές δόσεις εμβολίων κατά του κορονοϊού. Είχε προηγηθεί χρήση του για τους εξαρτημένους Έλληνες από την εκταμίευση των δόσεων που συνδέονταν με τα μνημόνια. Βλ. και DOSάκιας / ντοσάκιας.
Ήμουν άρχοντας κι έγινα δοσάκιας Ευρωπαϊκός κι όλη μέρα στο μυαλό μου τρέχει ο πανικός.
Μηχανή ήμουν τόσα χρόνια μου χαλάσατε όμως το σασμάν. Μη μου δίνετε κανόνια θα σας γίνω ταλιμπάν.
Ήμουν άρχοντας κι έγινα δοσάκιας Ευρωπαϊκός κι όλη μέρα στο μυαλό μου τρέχει ο πανικός.
Τι μου δίνετε αλήθεια τρώω μάλλον κάποιο ψεκασμό. Μου πουλάτε παραμύθια που θολώνουν το μυαλό.
Ήμουν άρχοντας κι έγινα δοσάκιας Ευρωπαϊκός κι όλη μέρα στο μυαλό μου τρέχει ο πανικός.
Got a better definition? Add it!
Σλανγιωτατισμός για τον τοξικομανή που παίρνει ουσίες.
Ασχολείται με τα ουσιώδη. (Δες).
Got a better definition? Add it!
Ο τοξικοεξαρτημένος μυτάκιας. (Δες).
Στο μεταξύ οι ασπρομύτηδες της Δύσης παραμιλάνε μέσα στις παραισθήσεις.
Got a better definition? Add it!
Ο τοξικομανής μυτάκιας.
Το έχει κάψει τελείως από την κόκα ο αλευρομύτης.
Got a better definition? Add it!
'Ετσι χαρακτηρίζονται οι ρομαντικοί που παίζουν για τη φανέλα, χωρίς κρυφή ατζέντα, οικονομικά και πρoσωπικά οφέλη. Δεν λέγεται στον ενικό, πχ “ο Μήτσος είναι φανελάκης ρε, στηρίζει τη φάση χρόνια τώρα”. Aλλά θα πούμε, "Είναι από τους φανελάκιδες ο Μητσάρας ρε". Δεν είναι το ίδιο με το "την ιδρώνει τη φανέλα" που μπορεί να είναι δείγμα καλού επαγγελματία ή υπονοούμενο για ομοφυλόφιλες καταστάσεις (πουστοαστείο).
Ο Μητσάρας στηρίζει τη φάση χρόνια τώρα ρε, έχει βοηθήσει πολύ κόσμο, είναι από τους φανελάκιδες.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από την τουρκική λέξη koz, σημαίνει στην κρητική ποικιλία αυτόν που έχει κύρος και αξία. Στην εποχή του ΟΠΕΚΕΠΕ έχει μετατοπιστεί η σημασία προς κάτι πιο συγκεκριμένο.
Οι σχέσεις πατρωνίας στην Κρήτη έχουν κάποια σταθερά χαρακτηριστικά, αλλά πολλά έχουν αλλάξει: «Διακρίνω τρεις ιστορικές φάσεις στις πελατειακές σχέσεις. Αρχικά υπήρχε ο κοζαλής, έτσι λέγεται ο άνδρας που είχε κύρος και δίκτυα σχέσεων. Υστερα με την ΕΟΚ ήρθαν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί που φτιάχτηκαν μαζί με τις επιδοτήσεις και έγιναν και συλλογικοί κομματικοί μηχανισμοί. Το ενδιαφέρον είναι πως με την κατάργηση των τελευταίων δημιουργήθηκαν εταιρείες αγροτικών συμβούλων που ήρθαν να πατάξουν τη διαφθορά, αλλά δεν έγινε αυτό. Πολλοί νόμιζαν ότι το ιδιωτικό θα φέρει τη διαφάνεια. Το ίδιο έγινε και με την ψηφιοποίηση. Ατελείωτα κλικ χωρίς διασταύρωση στοιχείων στις ψηφιακές αιτήσεις. Μέσα σε αυτούς τους μετασχηματισμούς οι σχέσεις συγγένειας και πατρωνίας, όπως και το πανωγράψιμο, συνεχίζουν να υπάρχουν», εξηγεί ο κ. Παπαγεωργίου, που μιλάει και για τους πραγματικούς χαμένους της υπόθεσης. Είναι βοσκοί και αγρότες που βλέπουν να εμπορευματοποιείται το αντικείμενο της εργασίας τους και να νέμονται πόρους κάποιοι που δεν έχουν καμιά σχέση με τη γη και τον μόχθο. Είναι οι άνθρωποι που βλέπουν τα παιδιά τους να μην πηγαίνουν σχολείο, για να δηλωθούν από μικροί βοσκοί και να βγάζουν χρήματα χωρίς να μαθαίνουν γράμματα επειδή θα παίρνουν επιδοτήσεις. (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Αυτός που έχει μικρό πέος, ο μικροτσούτσουνος.
- Γιατί χωρίσατε με τον Γιάννη;
- Με είχε πρήξει! Άσε που ήταν και μαριδοψώλης, για κατούρημα πήγαινε και τον έψαχνε στο σώβρακο.
Got a better definition? Add it!