Πρήζω κάποιον ... :)
Ήμαρτον ρε αγόρι μου ... Μας έχεις γκαγκανιάσει το κεφάλι !
Πρήζω κάποιον ... :)
Ήμαρτον ρε αγόρι μου ... Μας έχεις γκαγκανιάσει το κεφάλι !
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πρόκειται για ακρίδα που κυριολεκτικά εντομολογείται από το θέμα αγριμ- (εκ του αρχαίου επιθέτου ἀγριμαῖος) και την κατάληξη -ουδα, η οποία μας δίνει το αγριμούδα που μέσω τσιτακισμού μετατρέπεται σε αγριμούτσα (βλ. εδώ -και εδώ, όπου παρουσιάζεται ως ιδιωματισμός της Δυτικής Κρήτης-, πρβλ. και τη λέξη αγρίμι).
Το σλανγκικό ενδιαφέρον της έγκειται στην έκφραση πετάγομαι σαν αγριμούτσα που ενώ σημαίνει πετάγομαι σαν πηδηχταρού άγρια ακρίδα, λόγω της τσιτακισμένης κατάληξης -ουτσα φέρνει στο νου και τη συνώνυμη έκφραση πετάγομαι σαν πούτσα. Επομένως, αφενός η έκφραση σημαίνει πετάγομαι από το ένα θέμα στο άλλο ατάκτως, χωρίς να έχουν ευπαρακολούθητο ειρμό αυτά που λέω, και αφετέρου μπορεί να λάβει και τις συνδηλώσεις του πετάγομαι σαν πούτσα δηλαδή κατά τον ορισμό του Gatzman «το λέμε για κάποιον που πετάγεται και μας διακόπτει συνεχώς την κουβέντα, όπως το πέος πετάγεται όταν το μάτι αντιληφθεί παρουσία θηλυκού στα πέριξ, ανεξαρτήτως λοιπών συνθηκών». Προσφάτως η αγριμούτσα έγινε διάσημη από την σχετική ένσταση που απηύθυνε με κρητική διάθεση ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καμπουράκης στον βουλευτή των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Παναγιώτη Μελά.
Πάσα (Δ.Π.): tsimpatone.
«Δε μπορώ να σε παρακολουθήσω γιατρέ μου, δηλαδή... where is my mind», «πετάει ο νου σου σαν την αγριμούτσα». (Ο δημοσιογράφος Δημήτρης Καμπουράκης προς τον βουλευτή των Ανεξαρτήτων Ελλήνων Παναγιώτη Μελά εδώ)
Got a better definition? Add it!
Χαρακτηρισμός μιας άκρως βαρετής καταστάσης, πληκτικής και κοψοφλεβίτικης φάσης, που λίγο πολύ έχουμε όλοι μας συναντήσει. Θα μπορούσε να χαρακτηρίσει και μια κακή ταινία.
Ξενερουά ματ: δίνουμε έμφαση στην ξενέρα, όταν μάλιστα ακολουθείται από απανωτά και όχι τόσο ευχάριστα γεγονότα!
Κόντεψε να με πάρει ο ύπνος στο σινεμά, ξενερουά ματ η ταινία, άσε που μετά με τραβολογούσαν από τις καφετέριες στα μπαράκια.
Η συνάντηση παλιών συμμαθητών ήταν ότι πιο ξενερουά, ήμασταν ό,τι να 'ναι, σαν άγνωστοι, σαν χαμένοι συγγενείς. Βαρέθηκα τη ζωή μου!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Πολιτικό μπινελίκι σε βάρος αναρχικών, αυτόνομων αριστερών και αντιφάδων. Εκφέρεται κυρίως από χρυσαύγουλα, εθνίκια και πάσης φύσεως ακροδεξιούς.
Ανήκει στην μεγάλη συνομοταξία λεξιπλασιώνε και λολοπαιγνίωνε πουστηρίζονται στο γαμοσλανγκοτέτοιο -αρχίδι, παραπέμποντας εις τα υποκοριστικά της αρχής μας (βλ. δειγματοληπτικά: κλαψαρχίδι, ξυσαρχίδι, πρηξαρχίδι, σπαμαρχίδι, σπασαρχίδι, [σπουδαρχίδι][1] και ταλιμπάν).
Άλλες σλανγκιές και μπινελίκια για τον συγκεκριμένο χώρο: άπλυτος, γκαζάκιας, κουκούλια, μπαχαλάκης, μπαχαλάκιας, μπάχαλος, σπασιματίας, συλλαλητήριος και λοιπές δημοκρατικές δυνάμεις.
Got a better definition? Add it!
Η ανύπαντρη στα καλιαρντά, -με αντώνυμο το πεντηκοστή που είναι η παντρεμένη-, ή ευρύτερα ο/η κάτοικος στην αγαμήτου και απάρτου γωνία. Ο Ηλίας Πετρόπουλος στα Καλιαρντά το θεωρεί γενικότερα λαϊκό και όχι αποκλειστικά καλιαρντό.
Προφ είναι χριστιανοσλάνγκ προέλευσης με την έννοια ότι την Σαρακοστή νηστεύουμε τα αρτύσιμα, απέχοντας από την κρεωφαγία, την ιχθυοφαγία, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, ή ακόμα και τα λαδερά, περιοριζόμενοι σε κάποια μαλάκια που επιτρέπονται, ενώ την Πεντηκοστή αρτυόμαστε. Η σλανγκική σημασία της Σαρακοστής έχει αναλυθεί ενδελεχώς από τον Γκατσάνδρα στο λήμμα σαρακοστιανός-σαρακοστιανή, στο οποίο και παραπέμπουμε για την περαιτέρω ανάλυση, καταγράφοντας εδώ απλώς την πάλαι ποτέ αντίστιξη παντρεμένης-ανύπαντρης διά του διπόλου πεντηκοστή-σαρακοστή.
Πού να παντρευτεί ο καψερός; Με μια αδελφή σαρακοστή που δεν βλεπόταν με τίποτα στα αζήτητα, έμεινε στο ράφι κι αυτός.
Got a better definition? Add it!
Αυτός που χρηματίζεται, λαδώνεται, και το λαδοτύρι (αυτός που λαδώνει).
- Ααα, κοίτα τον πουλημένο τον διαιτητή, ταπαιρνίδης..
- Τον ξέρεις;
- Δεν είναι επίθετο, λαδώνεται.
- Ααα τον ξεφτίλα.
(Και παρομοίως για τον ταχωνίδη...)
Δες ακόμη: τα χώνω, σχήμα γνωστού αγνώστου και -ίδης.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Δες και την τρίζει την όπισθεν.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Κοζανίτικα: ζγιαζ' απ' τ'ς κουνιστές: φέρνει προς γκέι, γκεουλίζει.
Τούτος ζγιάζ απ' τ'ς κουνιστές, να τον προσέχεις.. και να τον στρώσεις.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η σεξουλιάρα... Κοπέλα για τον μπέο, με την κυριολεκτική σημασία της έκφρασης.
Τι ψωλοπορνη είναι αυτή ρε δεν έχει αφήσει αρσενικό για αρσενικό...
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άνωθεν όρος προσδιορίζει τον κλασσικό πούστη, που προσπαθεί να μην εκδηλώνεται μπινελικώνοντας ασύστολα.. Αναφέρεται και στον καιρό κατά περίσταση.
Ο καιρός είναι γαμωκαντηλοπουστάρας, ΤΕΛΟΣ.
(Δεν μου έρχεται παράδειγμα για το λήμμα αυτό :p)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified