Further tags

Λέξη που χρησιμοποιούσαν οι αρχιερείς των στημένων αγώνων στην Ελλάδα για να προσδιορίζουν τους Ασιάτες bookmakers, που τους έδιναν τις καλύτερες αποδόσεις ενώ παράλληλα τους επέτρεπαν και τα μεγαλύτερα δυνατά πονταρίσματα.

- Έλα αγορίνα. Πόσα έβαλες στον Κινέζο;
- 100.000 ευρώ κύριε Μάκη.
- Μπράβο αγορίνα, τα λέμε, φιλάκια.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λεχρίτισσα, η βρωμιάρα, η παρακμιακή.

Με αυτές τις λεχρόλες που έβγαινε, πώς δεν το είχε τσιμπήσει το αφροδίσιο νωρίτερα θαύμα είναι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η γυναίκα που γυρίζει συνέχεια στους δρόμους -εξού και το σοκάκι- και παρατάει στο σπίτι τα παιδιά και τον άντρα της.

Αυτό είναι το πάθος της και το κάνει χωρίς να το θέλει, όσο κι αν της βάζει χέρι ο σύζυγος. Δεν παραπέμπει σε ερωτοδουλειές, γιατί συνήθως χρησιμοποιείται με χαριτωμένη διάθεση.

- Που ήσουνα ρε γυναίκα; - Γυρνούσα στα μαγαζιά μαναράκι μου.
- Α ρε γυναίκα, εντελώς σοκακιάρα έχεις γίνει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γηπεδόβιος φίλαθλος που ασχολείται όλη την ώρα με τη μπάλα.

Μια ζωή αποδυτηριάκιας ήταν. Αποκλείεται να τον έβρισκες σπίτι την Κυριακή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας από τους πιο κλασικούς -όβιους, πρόκειται βέβαια για αυτόν που έχει τέτοιο πάθος με τις μηχανές, ώστε κυριολεκτικά διάγει όλον τον βίο του πάνω τους.

  1. Ο πρώην «Μηχανόβιος» και νυν Μοναχός πατήρ Σωφρόνιος ζούσε την τρέλα της νεότητός του με μοτοσυκλέτα πολλών κυβικών και από ταχύτητα μέγιστη 150 χιλιόμετρα ανά ώρα πού ήταν ρυθμισμένη, μετά από μεταποίηση της μηχανής, έφτασε να τρέχει με 230 χιλιόμετρα ανά ώρα. Επιδιδόταν δε και σε αυτοσχέδιους συναγωνισμούς με άλλους παρομοίους του με μεγάλα χρηματικά στοιχήματα 400 και 500 χιλιάδες δραχμές. (Εδώ).

  2. Αστυνομικός - «μηχανόβιος» έκλεβε εξατμίσεις από μοτοσικλέτες. Χειροπέδες σε συνάδελφό τους πέρασαν οι άνδρες της ΕΛ.ΑΣ. Στην περιοχή της Λάρισας, καθώς, ο 27χρονος αστυφύλακας συνελήφθη για κλοπή δύο εξατμίσεων από μοτοσικλέτα. (Εδώ).

  3. Τι μπορεί να συμβεί αν συναντήσει ένας μηχανόβιος ένα κριάρι; (Εδώ)

  4. Σε αλλαγές στον ορισμό της λέξης «μηχανόβιος» προχωρά το γνωστό λεξικό του πανεπιστημίου της Οξφόρδης, μετά από παράπονα μοτοσικλετών που βρήκαν τον ορισμό ανακριβή και προσβλητικό! [...]
    Μέχρι πρότινος στο αγγλικό λεξικό της Οξφόρδης ο μηχανόβιος οριζόταν ως: «Ο μοτοσικλετιστής, ειδικά εκείνος που είναι μέλος μιας συμμορίας: ένας μηχανόβιος με μακριά μαλλιά και βρώμικα denims». [...]
    Αντιθέτως, η έρευνα της βρετανικής ασφαλιστικής, περιέγραφε τον μέσο μοντέρνο μοτοσικλετιστή ως ένα άτομο «πιθανώς άνω των 35 ετών, που ανήκει στη μεσαία τάξη, εργάζεται για μια εταιρία πληροφορικής ή τηλεπικοινωνιών και κατά πάσα πιθανότητα οδηγεί Honda». Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, πλέον, μόνο ένας στους δέκα μοτοσικλετιστές έχουν μακριά μαλλιά. (εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρτσούμπαλος, ο χαχόλος, ο που κινείται και συμπεριφέρεται άκομψα, ο διαρκώς ζημιάρης (παληά γκραβαρίτικη ἐκφραση.)

- Πού πας ρε αλάνταβε;» (όταν κάποιος πάει αλλού για αλλού, ή, όταν τα παίρνει όλα σβάρνα.)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάποια κλικ πιο λούζερ από τον καλημεράκια εκεί έξω στην πραγματική ζωή, ο οποίος τουλάστιχον γνωρίζει το αντικείμενο της καλημέρας του, -ακόμη κι αν όχι με την ζητούμενη βιβλική έννοια-, και το συναναστρέφεται, είναι ο διαδικτυακός καλημεράκιας.

Δύο μεγάλες κατηγορίες:

  1. Στο Facebook, ο θαυμαστής χρήστριας που της στέλνει κάθε πρωί καλημέρα με πιμί και την στοκάρει. Μπορεί για διάφορους λόγους (απόσταση, έλλειψη οικειότητας, χυλόπιτα) να μην είναι δυνατή η λάιβ συναναστροφή, οπότε συχνά παγιώνεται μία στάνταρ σχέση καλημεράκια και αντικειμένου του πόθου του (σπανιότερα και μεταξύ γυναίκας καλημεράκια και άντρα, μεταξύ γκέι, κρυπτογκέι, απλώς φίλων κ.ο.κ.). Ο τοιούτος καλημεράκιας συχνά γίνεται και καλησπεράκιας και νεο-καληνυχτάκιας.

  2. Στο Facebook, σε μέσα κοινωνικής δικτύωσης, αλλά και σε φόρα, αυτός που ανοίγει μια μέρα με καλημέρες ακολουθούμενες συχνά από πολλά θαυμαστικά/ αποσιωπητικά. Σε ένα φόρουμ λ.χ., αυτό μπορεί να γίνει εντός ενός θρεντ που το παρακολουθεί λίγο πολύ το ίδιο γνωστό διαδικτυακώς παρεάκι. Στο Φέισμπουκ απλώς με αναρτήσεις στο πάλαι ποτέ ντουβάρι και νυν χρονολόγιο, που θα τις δουν όλοι. Ο καλημεράκιας συνήθως είναι κουλ τύπος, δεν ενοχλεί και κανέναν με αυτό που κάνει, μερικές φορές υπέρ το δέον ρομαντικός, και για αυτό άξιος καγχασμού. Ειδικά αν συνοδεύει την καλημέρα με ψυχανάλατα μήδια.

Γενικότερα, σε κενωνίες, όπως η ελληνική, όπου η ευγένεια θεωρείται αδυναμία, το να λες πολλές καλημέρες δίνει λαβή να σε θεωρήσουν για λούζερ, αφού δείχνεις ότι εσύ έχεις ανάγκη την παρέα των άλλων αντί για το αντίστροφο, ότι είσαι τύπος «παίξτε με κι εμένα» ή τύπα «οι άντρες με περνούν μαμά». Ασφαλώς, έπαιξαν τον ρόλο τους και οι πρακτικές διαδικτυακών καλημεράκηδων που μετέφεραν στο Φεϊσμπούκ τα κατορθώματα των ιν ρήαλ λάηφ καλημεροκαληνυχτάκηδων. Για τους παρόμοιους έχουν βγει και ορισμένες κανείς δεν γάμησε θυμοσοφίες νέας κοπής, όπως:

- Με καλημέρες κανείς δεν γάμησε
- Με like κανείς δεν γάμησε.
- Με «σε ευχαριστώ για την αποδοχή κούκλα» κανείς δεν γάμησε.
- Με πόουκ κανείς δεν γάμησε (σ.ς.: ακόμη κι αν ἐζμπρωξε).

Η μεγαλύτερη ξευτίλα βέβαια είναι όταν ο καλημεράκιας διαπομπεύεται από την καλή του δημοσίως, πράγμα που αποτελεί όχι σπάνια κατάληξη.

Πάσα: Vardar.

  1. Εγώ καλημερακιας δεν είμαι. Καλησπέρα. (Από φόρουμ).

  2. Πες όχι στα ναρκωτικά.Γίνε κι εσύ καλημεράκιας. Μπορείς!

  1. Τελικα θα γινω ο καλημερακιας του forum! Εχω 4/5 τις τελευταιες ημερες..... Καλημερα σε ολους λοιπον!!!! (Από φόρουμ).
  1. Μη μου αρχίσεις καλημερακια τα « καλό Σ/Κ» κ « τι ωραία που είναι Παρασκευή» γιατί έχω ήδη επιζήσει από σεισμό Θεσσαλονίκη κ η μπουκλα μαραζώνει από το ψιλόβροχο. (Χρήστρια του Φέισμπουκ διαλέγεται με τον καλημεράκια της εις επήκοον όλων).

  2. Ανέλαβα επικοινωνιακά τον «καλημερακια» κ από «παγκόσμια ειρήνη, όλα ροζ, όλα δεξιά» τον έκαμα άντρα πολλά βαρύ «μεραααα». (Χρήστρια του Φέισμπουκ δίνει στεγνά τον καλημεράκια της).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι επιεικείς δικαστές:

  • Με την καλή / ιστορικά ακριβή έννοια: όσοι αδέκαστοι δικαστές ξελασπώνουν εξόφθαλμα αθώα θύματα σκευωριών, αψηφώντας άνωθεν πιέσεις και συχνά βάζοντας το κεφάλι στον τορβά (βλ. παράδειγμα 1).
  • Με την κακή / κυνική έννοια: Όσοι δικαστές ξελασπώνουν εξόφθαλμα λαμόγια λόγω αναβλητικότητας ή / και ανικανότητας ή / και χρηματισμού (βλ. παραδείγματα 2,3).

    Κρεψινισμός εκ του ονόματος του αγωνιστή τση Επαναστάσεως και μετέπειτα δικαστικού Γεώργιου Τερτσέτη, ο οποίος αρνήθηκε να υπογράψει την απόφαση αποκεφαλισμού για εσχάτη προδοσία των Κολοκοτρώνη, Πλαπούτα κ.ά. Την απόφασή του αυτή πλήρωσε με απόλυση, φυλάκιση και άγρια κακοποίηση.

3.
Ελπίζω γρήγορα να τελειώσει για όλους μας αυτή η δύσκολη οικονομική περίοδος. Εγώ είμαι από τους αισιόδοξους που πιστεύουν ότι θα περάσει, οπότε νομίζω ότι θα γευτούμε όλοι μας και πρώτοι εσείς τα αγαθά που θα προκύψουν από τη νέα εποχή. Σας εύχομαι ακόμα μία φορά καλή δύναμη και Τερτσέτηδες να είστε και να αντιμετωπίσετε όλα τα δύσκολα (Καρόλος Παπούλιας)

2.
ΕΝ ΤΩΝ ΜΕΣΩ ΤΗΣ ΝΥΧΤΟΣ «ΤΕΡΤΣΕΤΗΔΕΣ» ΑΠΗΛΛΑΞΑΝ ΤΟΝ ΚΟΥΒΕΛΟ ΑΠΟ ΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΗΜΑ ΓΙΑ ΤΟ 1 ΕΚ $

3.
Την τιμητική τους έχουν οι συνήθεις «τερτσέτηδες», οι γενναίοι εισαγγελείς που διατηρούν στα συρτάρια τους τρία χρόνια υποθέσεις που στηρίζονται σε «πολιτικές καταγγελίες», χωρίς να περιέχουν αποδεικτικά στοιχεία εμπλοκής των «κατηγορουμένων»

Γεώργιος Τερτσέτης (από σφυρίζων, 14/10/13)

Got a better definition? Add it!

Published

Ο βρυκόλακας του βούρκου, η επαίσχυντη μορφή βρυκόλακα, πώς λέμε μουνί της λάσπης.

Άτιμη Κενωνία...Έχει γεμίσει ο κόσμος αρπάχτρες, φαταούληδες, βουρκόλακες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παίκτης που δεν παίζει, αλλά είναι παγκίτης, κι ακόμα χειρότερα, καθώς κάθεται στα αποδυτήρια.

Τι το ήθελε να πάει στη Ρεάλ; Όλη τη χρονιά αποδυτηριάκιας την έβγαλε.

Got a better definition? Add it!

Published