Further tags

Αναφέρεται και στον γαμώντα αριστοτεχνικά (βλ. Peter North).

- Καλά ρε; Και την Πόπη και τη Μαρία και την Ελευθερία αυτήν την εβδομάδα ο φιλαράκος μας;
- Ε... αφού είναι γαμίστας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά είναι αυτός που μεταμφιέζεται στις απόκριες. Αυτός που χρησιμοποιώντας μάσκα και αμφίεση (μασκαριλίκια) αποκρύπτει ή μεταβάλλει την πραγματική του ταυτότητα για να σατιρίσει πρόσωπα και καταστάσεις, να προκαλέσει γέλιο ή απλά να συμβαδίσει με τα έθιμα των ημερών.

Μεταφορικά χρησιμοποιείται για τον γελοίο στην εμφάνιση αλλά κυρίως στη συμπεριφορά. Στη δεύτερη περίπτωση αποτελεί ύβρη για άνθρωπο (;) αναξιόπιστο, απατεώνα, λαμόγιο. Για κάποιον που είτε με φαρισαϊκά σχήματα ή με πουστιές προσπαθεί να αποσπάσει εμμέσως τα επιδιωκόμενα και να οδηγήσει τις καταστάσεις προς όφελός του, υποβιβάζοντας τη νοημοσύνη των άλλων.

Η βρισιά είναι κλασική και από τις προσφιλέστερες που πολύ εύστοχα χρησιμοποιεί ο λαός για να αποκαλεί ή να χαρακτηρίζει τους πολιτικούς που ο ίδιος επιλέγει (έτερον εκάτερον) να τον εκπροσωπούν και να τον κυβερνούν.

  1. Από στίχους των Active Member:

Και να σου πάλι η αφεντιά σου στο βήμα και είναι κρίμα
επαναστάτης να μην τα λέει όλα χύμα
με το κοινό από κάτω να γελάει ευχαριστημένο
να ακούει αυτά που θέλει από κομπάρσο πουλημένο
μασκαρά, φουκαρά, ποπολάρο, ξεχασμένο,
αναγεννημένο, με υποβολέα κρυμμένο
που 'χει μπερδέψει χαρτιά από σενάριο πειραγμένο,
μα δεν γαμιέται, άλλο ένα παιχνίδι στημένο.

  1. Οι στίχοι του «Γκρέκο Μασκαρά» από τον Γιάννη Μηλιώκα:

Τσίρκο, παράγκα, φίρμα γκρέκα
τέμπο, μουργέλα, αγγαρεία
γκράντε μαέστρο καλαμπόρτζο
ράτσα μπαρούφα, ομελέτα, ιστορία
γκράντε μαέστρο καλαμπόρτζο
ράτσα μπαρούφα, ομελέτα, ιστορία

Μασκαρά, γκρέκο μασκαρά
μασκαρά, γκρέκο μασκαρά

Μάτσο αμάκα καπιτάλε
σκάρτο, τανάλια, πολιτσία
φράγκο, ρεζέρβα, φαλιμέντο
περκέ μαντζάρε σοσιαλίστε κομπανία
φράγκο, ρεζέρβα, φαλιμέντο
περκέ μαντζάρε σοσιαλίστε κομπανία

Μασκαρά, γκρέκο μασκαρά...

Σβέλτα, μαντόνα, μανιβέλα
φρένο, στραπάτσο, αραμπόλα
μόδα, καβάλα, ντόλτσε βίτα
τρόμπα, φιγούρα, σαχλαμάρα κι άρπα-κόλλα

  1. Στίχοι από «Της αμύνης τα Παιδιά»

Μια μέρα θα το γράψει η ιστορία
που έδιωξε απ' την Αθήνα τα θηρία
που έδιωξε βασιλείς και βουλευτάδες
τους ψευταράδες και τους μασκαράδες

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με αυτόν τον τρόπο αποκαλείται κοροϊδευτικά: η κοκαλιάρα, η σκελετωμένη, μια γυναίκα που ο δείκτης μάζας της είναι teenager (13-19) και κατ' ευρύτερη έννοια, η υπερβολικά αδύνατη.

Θα μπορούσαμε να την αποκαλέσουμε και ως τσίρο ή τσιροπούλι.

Ο όρος προέρχεται από τη σαμαροπαΐδα του σαμαριού. Οι σαμαροπαΐδες (βλ. φωτογραφία), είναι ξύλινες μικρές σανίδες που τοποθετούνται στην εξωτερική επιφάνεια του σαμαριού και ως εκ τούτου, διακρίνονται. Υπάρχουν τρεις στην αριστερή, άλλες τρεις στη δεξιά πλευρά και δύο στην πάνω πλευρά του σαμαριού. Αυτές συνδέουν το πίσω με το μπρος τοξοειδές στέλεχος του σαμαριού και αποτελούν το σκελετό του σαμαριού. Αποτελούν δηλαδή το βασικό πλαίσιο στήριξης του σαμαριού και λόγω αυτού του ρόλου τους, παρομοιάζονται με τα οστά του ανθρώπινου σκελετού που αποτελούν το πλαίσιο στήριξης του ανθρώπινου σώματος.

- Που λες ο Νώντας, τα 'χει μπλέξει με μια σαμαροπαΐδα, άλλο να σου λέω κι άλλο να τη βλέπεις. Μιλάμε... κάνεις ανατομία πάνω της. Απ' τα κόκαλα βγαλμένη, που λέει κι ο ποιητής.
- Ε... ε... ε... είναι βιτσιόζο το άτομο. Μα να θέλει να κάνει σεξ με κόκαλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα που δεν βλέπεται με τίποτα. Βασικό διακριτικό στοιχείο αυτής της κατηγορίας το αντικειμενικά μη αναστρέψιμο της κατάστασης.

Μου κανόνισε ραντεβού με μια φίλη της η ξαδέρφη μου που αποδείχθηκε τρελό μουστάκι. Δεν διορθώνεται με την καμία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο, ζώο ή πράγμα που αποδεικνύεται εκ των υστέρων αναξιόπιστο, αναληθές, ψεύτικο και κατώτερο των αρχικών προσδοκιών.

  1. Ρε φιλαράκι, που με έστειλες; Πολύ σότο η ταινία ρε.

  2. Ρε φιλαράκι, που τον έστειλες; Πολύ μεγάλο σότο το γκομενάκι. Σωστό μουστάκι.

  3. Πω πω ρε ψηλέ, τι σότο είναι αυτός ο παίχτης που πήραμε;

Δες και μούφα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άχαρο και πολύ, μα πάρα πολύ, ψηλό άτομο. Το αντίθετο δηλαδή της μισοριξιάς.

- Κάθε ταβανόσκουπα στην Ελλάδα το παίζει μοντέλα και μας πουλάει μούρη! Μαζεύω τα μπογαλάκια μου και την κάνω για σεξουαλικός μετανάστης στην Ουκρανία.
- Γάμησέ τα, τσιμπητέ, θα φας γλάρο! Όλες οι καλές Ουκρανές έχουν εκκενώσει την χώρα για Δυτική Ευρώπη και Μέση Ανατολή -εκεί έμειναν μόνο κάτι ραδιενεργά μπάζα!

Ταβανόσκουπα (από Vrastaman, 26/09/08)Ceci n\'est pas une tavanoskoupa! (από Vrastaman, 26/09/08)

Δες και ξαραχνιάστρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για τελευταίας κοπής αετονύχη απατεώνα, με ιδιαίτερα ψηλό και ευλύγιστο λαιμό, που εξειδικεύεται στην κλοπή Αυτόματων Ταμειακών Μηχανών.

Η μπάζα πραγματοποιείται ως εξής:

Το ανυποψίαστο θύμα πραγματοποιεί συναλλαγή σε ΑΤΜ τράπεζας. Την ώρα εκείνη, ο σβερκάκιας κάθεται αρκετά πίσω του αλλά παρακολουθεί και απομνημονεύει τον αριθμό PIN που πληκτρολογεί το θύμα. Την ώρα που ολοκληρώνεται η συναλλαγή, ο συνεργός του σβερκάκια πετάει στα πόδια του θύματος χαρτονόμισμα € 50 και το ρωτάει μήπως είναι δικό του. Καθώς το θύμα σκύβει να δει το χαρτονόμισμα, η ταμειακή κάρτα (ή οποία την ώρα εκείνη βγαίνει από την σχισμή) αντικαθίσταται ταχυδακτυλουργικά με πλαστή. Εναλλακτικά, ο συνεργός απλά την τσιμπάει και εξαφανίζεται, ενώ το θύμα πιστεύει ότι το μηχάνημα του «έφαγε» την κάρτα. Στη συνέχεια, ο «αετομάτης» σβερκάκιας και ο «μάγος» συνεργός του κάνουν ανάληψη σαν κύριοι από άλλη ταμειακή μηχανή, και περνούν μια ευχάριστη βραδιά δρέποντας τους καρπούς της καπατσοσύνης τους.

- Ή Ένωση Ελλήνων Τραπεζών εξέδωσε ανακοίνωση για την επιδημία κλοπών στα ΑΤΜ.
- Τι να σου κάνει, όταν η αστυνομία δεν μπορεί να πιάσει ούτε ένα σβερκάκια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα σύνθετα επίθετα και ουσιαστικοποιημένα επίθετα σε -όβιος, -όβια, με δεύτερο συνθετικό το αρχαίο βίος (η ανθρώπινη ζωή ως κατάσταση, διάρκεια, τρόπος, στάση, πορεία) είναι πολύ δημοφιλή ως προσδιορισμοί που θέλουν να χαρακτηρίζουν συνολικά τον ποιόν του ανθρώπου.

Επηρεασμένη προφανώς από την ορμή της επιστημονικής αργκό, η οποία χρησιμοποίησε την κατάληξη κυρίως για την κατάταξη των ζωντανών οργανισμών σε κατηγορίες ανάλογα με τον τόπο και τρόπο ζωής τους –πχ. δενδρόβιος, υδρόβιος, αμφίβιος, λιμνόβιος, δασόβιος, αερόβιος (αυτός που μεταβολίζει με οξυγόνο) κλπ–, η σλανγκ έδωσε μερικά πολύ χαρακτηριστικά επίθετα και ουσιαστικά.

Προκαταβολικά να σημειώσουμε ότι: αν και έχουν περάσει στη σλανγκ, οι χαρακτηρισμοί αυτοί, επειδή με μια λέξη ξεμπερδεύουν με έναν ολόκληρο άνθρωπο, με τα λάθη του και τις αντιφάσεις του, τα καλά του και τα στραβά του, με τα κείνα του και με τ' άλλα του, έχουν μάλλον μικροαστική προέλευση και όχι πεζοδρομιακή, αφού η τελευταία, αν και γλώσσα στακάτη και σαφής, είναι και αγαπησιάρα και συγχωρητική για τον άνθρωπο με τα χιλιάδες λάθη του και τις μυριάδες αντιφάσεις του κλπ. Εξάλλου, πολλοί χαρακτηρισμοί σε -όβιος, λόγω μάλλον της κόσμιας εμφάνισής τους, έχουν καταγραφεί και στα επίσημα αντίστροφα λεξικά, ένα από τα οποία (Αναστασιάδη–Συμεωνίδη) με συμβούλεψε.

Πέραν λοιπόν των μπαρόβιος, πορνόβιος και τσοντόβιος, που ήδη έχουν καταγραφεί στο παρόν site, μπορούμε να συμπληρώσουμε και άλλα, η σημασία των οποίων εύκολα συνάγεται με τη βοήθεια του ρήματος ξημεροβραδιάζεται ή τη βγάζει σε/με:

  • καφενόβιος, μπουζουκόβιος, ντισκομπουζουκόβιος (το δίνει το αντίστροφο λεξικό που λέγαμε, προφανώς αναφέρεται στους «καρεκλάδες» εκείνης της εποχής), αλητόβιος (περνά τη ζωή του στην αλητεία), ταρατσόβιος (το δίνει το αντίστροφο λεξικό, δεν δίνει όμως τη σημασία, όποιος/α γνωρίζει ας γράψει), ταβερνόβιος, μηχανόβιος.
  • Το αντίστροφο λεξικό δίνει επίσης το οχετόβιος, που αν και δεν απαντά στη σλανγκ, μάλλον θα μπορούσε (για χαμηλής υποστάθμης άτομα, αφού αυτό το -χε- προσφέρεται).
  • Επίσης το λαθρόβιος όχι ως λήμμα αλλά ως σημασία είναι πολύ δημοφιλές στη σλανγκ: πέρα από το σχεδόν συνώνυμο περιφραστικό τζάμπα ζω, βλ. και τα λήμματα καβατζόπουστας, καβατζώνομαι, κροκόδειλος, του Κούτρα η μάνα δεν έκλαψε ποτέ.
  • Αξίζει επίσης να σημειωθεί το λήμμα νυκτόβιος, το οποίο στην επιστήμη σημαίνει το ζώο που είναι ξύπνιο τη νύχτα, ενώ στη σλανγκ (ως νυχτόβιος) τον άνθρωπο που λίγο-πολύ είναι όλα τα παραπάνω σε -όβιος, -όβια που καταγράψαμε –καμιά φορά και τον άνθρωπο που δουλεύει νύχτα, χωρίς να έχει σχέση απαραίτητα με τη Νύχτα.
  • Γενικά, ιδιοσυγκρασιακοί νεολογισμοί και λεξιπλασίες σε -όβιος είναι πολύ συνηθισμένα, ειδικά όταν η δεξαμενή σλανγκ κάποιου έχει στερέψει, ή αντιμετωπίζει μια νέα πρόκληση. Ωστόσο, αυτά είναι βραχύβια, ξεφυτρώνουν διαρκώς αλλά δεν διαδίδονται, είτε επειδή έχουμε άλλες πιο στρωτές λέξεις (πχ σίγουρα μπορούμε να πούμε ψωλόβια, αλλά έχουμε τόσες άλλες λέξεις) είτε –κυρίως– επειδή η λέξη ξεφεύγει ως προς τις συλλαβές (πχ. στοιχηματόβιος, κωλομπαρόβιος, ιντερνετόβιος). (Σημ.: Άλλες καταλήξεις της σλανγκ, όπως το , και το -ιά ή και το -ού για θηλυκά δεν έχουν τέτοιο πρόβλημα καθώς προσθέτουν μία μόνο συλλαβή.)
  • Η πιο κοντινή και κάπως απαρχαιωμένη σλανγκ κατάληξη με την ίδια με το -όβιος σημασία, που επίσης έχει τη χάρη να προσθέτει μόνο μία συλλαβή, είναι το -άκιας, όπως στα πρεζάκιας, κοκάκιας, ξιδάκιας, χαπάκιας, ματάκιας, τηλεορασάκιας, τσαντάκιας, καλοπερασάκιας, εξυπνάκιας, βολεψάκιας, αλλά και διαδρομάκιας (φοιτητοπατέρας που τη βγάζει στους διαδρόμους της σχολής), αποδυτηριάκιας (ο αρουραίος των αποδυτηρίων και γνωστή αθλητική στήλη), ή και κωλομερακλάκιας.
  • Να σημειωθεί επίσης η κλασική λέξη εξωλέμβιος, που σημαίνει τη γυναίκα με ωραίο, πεταχτό και μεγάλο κώλο (από το: αυτή έχει «έξω λέμε όλο της το βιος»).

— Ω ρε ένα εξωλέμβιο που περνά.
Κωλάρα η λόγκο!

(από vikar, 01/06/12)(από dryhammer, 01/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για ταχέως εξελισσόμενο κλάδο της παραϊατρικής που ασχολείται με την περιποίηση και φροντίδα των ταλαιπωρημένων ποδιών. Εξειδικεύεται στην προστασία των ποδιών από τα ενοχλητικά βακτήρια, την προστασία από ενοχλητικούς κάλους, παρανυχίδες και λοιπά προβλήματα.

Πολλές φορές η επιστήμη αυτή συνδέθηκε με τη γνωστή σε όλους μας ποδολαγνεία, όπου ο πάσχων ερεθίζεται και διεγείρεται σεξουαλικά κατόπιν ενασχόλησης του με την πατούσα και τα δάκτυλα των ποδιών του ερωτικού του συντρόφου και σε ακραία μορφή με το δικό του πόδι (πρόκειται για τη γνωστή ψυχογενή αυτοποδολαγνεία).

- Ρε συ Τάκη, τι έπαθε το πόδι σου και πρήστηκε σαν μελιτζάνα:
- Δε ξέρω ρε φίλε, θα πάω στον ποδίατρο, τον Γιάννη Ποδόπουλο!!
- Ρε μαλάκα, μην πας σ' αυτόν!! Είναι ποδολάγνος!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O νωθρός και βαρύθυμος μετά από πολλές ώρες ύπνου, ο διακατεχόμενος από σπαρίλα. Αραβική λέξη που στη συνέχεια πέρασε στην τουρκική γλώσσα (mahmur = νυσταγμένος).

- Πρέπει να είναι μεγάλη περίπτωση ο γιος του διαχειριστή.
- Πως κι έτσι;
- Πήγα σήμερα κατά τις 18.00 και μου άνοιξε την πόρτα. Ξαφνικά βλέπω έναν έναν μαχμουρλή που χασμουριόταν και φορούσε μόνο το βρακί του. Στη κυριολεξία κοιμόταν όρθιος.

(από krepsinis, 24/09/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified