Το μουνί, εις την Κυπριακήν, μτφ. ο δειλός άνθρωπος. Επίσης συναντάται και ως το πουττίν.
- Πουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω τζι ολόϊσια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω!
Το μουνί, εις την Κυπριακήν, μτφ. ο δειλός άνθρωπος. Επίσης συναντάται και ως το πουττίν.
- Πουττίν σσιιστόν, πουττίν πελλόν, εννά σε κουπανήσω τζι ολόϊσια στην τρύπαν σου σαν ταύρος θα ορμήσω!
Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.
Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.
Got a better definition? Add it!
Υπέρβαρο μπάζο που κάθεται στον κάθε πικραμένο (Εσκιμώο και μη) χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια.
- Πού να στα λέω, είχε φοβερή επιτυ..
- Ουστ ρε σαβουρογάμη, όλο με βολικές αρκούδες την βγάζεις!
Got a better definition? Add it!
Ο καυλωμένος, κυριολεκτικά ή μεταφορικά. Η λόγια αυτή έκφραση χρησιμοποιείται κατά κόρον από τον Α. Εμπειρίκο στο αριστουργηματικό του έργο Μέγας Ανατολικός.
Πρωί-πρωί και με την τσίμπλα στο μάτι το αφεντικό ήρθε έγκαυλο για δουλεία!
Got a better definition? Add it!
Ιδιαίτερα περιφρονητικός χαρακτηρισμός ανθρώπων χαμηλού αναστήματος, συνέπεια ημιτελούς εκσπερμάτισης. Υπάρχει και η πιο χυδαία παραλλαγή, μισοχυσιά.
- Ο Τάπερμαν εθεάθη να πίνει εσπρεσούμπα στο Da Capo!
- Ρε την μισοριξιά, τον τάπερμαν!
Συνώνυμα: ένα κι ένα milko, μισή μερίδα
Got a better definition? Add it!
Got a better definition? Add it!
Η ρήση βασίζεται στο ομώνυμο μιούζικαλ (La cage aux folles) του Χάρβει Φερστίν.
Ένας χώρος όπου τα μέλη του το παίζουν, δείχνουν ή παρουσιάζονται ως τρελοί και εκκεντρικοί. Ένας τέτοιος προσδιορισμός, θα μπορούσε να δοθεί σε μια οικογένεια, σε μια παρέα, σε ένα τμήμα μιας εταιρείας, σε μια εταιρεία, σε μια τοπική κοινωνία και γενικότερα σε οποιοδήποτε κοινωνικό σύνολο ανθρώπων λειτουργεί με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και διαφορετική κουλτούρα και νοοτροπία, από την κουλτούρα των ατόμων του περιβάλλοντα χώρου. Τα άτομα ζουν απομονωμένοι από τις επιδράσεις των άλλων, στον κόσμο τους, με τους δικούς τους κώδικες και τους δικούς τους κανόνες με αποτέλεσμα να προσδίδεται στο χώρο τους μια διακριτότητα. Γι' αυτό οι άλλοι αντιλαμβανόμενοι αυτή τη διακριτότητα, θεωρούν το συγκεκριμένο χώρο ως κλουβί και τους «αυτοεγκλωβισμένους», ως τρελούς.
- Όλα τα άτομα στο λογιστήριο, είναι πάρε τον ένα και χτύπα τον άλλο. Ένα μάτσο ανισόρροποι, που κανείς δεν έχει καλή γνώμη για αυτούς. Αυτοί όμως δένουν αρμονικά μεταξύ τους.
- Έχει να κάνει με τη φύση της δουλειάς τους;
- Όχι. Μιλάω για το χαρακτήρα τους. Είμαστε χρόνια συνάδελφοι και τους έχουμε γνωρίσει προσωπικά.
- Πώς το εξηγείς;
- Απλά, ο διευθυντής του τμήματος που είναι κι αυτός κάπως έτσι και χειρότερα, έχει κάνει τις προσλήψεις. Οπότε καταλαβαίνεις... Όμοιος ομοίω και κοπριά στα λάχανα.
- Εμ...άμα δεν ταιριάζανε δεν θα συμπεθεριάζανε.
Got a better definition? Add it!
Μεθυσμένος. Συνώνυμα: βλ. σχόλια στο λιάρδα
Άξαφνα το τραίνο λιγόστεψε την ταχύτητά του απ' αγάλι. Φανερόν ότι κάποια στάση ήταν... πίσω μας. (Τι; Οπισθοβατικώς πηγαίναμε;) Πράγματι, η αμαξοστοιχία εσταμάτησε. «Στάσις μόνον εξ μηνών και ημερών δώδεκα!...» (ακούστηκε ενός σιδηροδρομικού η φωνάκλα). «Οι κύριοι-κύριοι επιβάται μόλις προφταίνουν για ένα ποτήρι νερό!»...
Πήδησα χαμογελόντας με όξω. Μωρέ αυτοί –λέω– είναι στουπί. Σιδηροδρομικοί και να γίνονται κατά την υπηρεσία τους τάπα!... (Γ. Σκαρίμπας, «Η τελευταία των 6 1/2»)
Got a better definition? Add it!
Παλαιός χαρακτηρισμός για οπαδούς του ΚΚΕ (εσ.) και αργότερα του Συνασπισμού, προερχόμενο κυρίως από οπαδούς του ΚΚΕ (εξ.). Εκ του οπορτουνιστής.
- Α ρε οπορτούνα, θέλεις και τον σκύλο χορτάτο και την πίτα ακέραιη!
- Ούστ ρε Σταλινικό φυτό!
Got a better definition? Add it!
Παλαιός χαρακτηρισμός για Κνίτες, προερχόμενο κυρίως από οπαδούς του τότε ΚΚΕ (εσ.).
- Έχασα τον Κνίτη μου. Αν τον βρείτε κρατήστε τον, αλλά παρακαλώ επιστρέψτε την γλάστρα!
Got a better definition? Add it!
Πολύ άσχημη γυναίκα. Σε πιο χυδαία μορφή, να μασάς σκατά και να φτύνεις.
Παναγία μου, η Παρθενόπη δεν βλέπεται! Είναι να μασάς κουκιά και να φτύνεις!
Got a better definition? Add it!