Further tags

  1. Στην έκφραση την κάνω Λάκης, σημαίνει πως κάποιος φεύγει γρήγορα, συνήθως όταν προκύπτει μια δύσκολη κατάσταση. Συνώνυμο με το την κάνω Λούης.
  1. - Τι έγινε ο Θανάσης; Βγήκε με αυτήν που γνώρισε στο chat;
    - Πήγε, και μόλις είδε τι σαύρα ήταν, την έκανε Λάκης επιτόπου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από την λέξη disqualified. Εμφανίζεται συχνά και ως DQ. Υποδηλώνει την απόρριψη προς έναν γκόμενο/γκόμενα όταν αυτός/-ή είτε δεν βλέπεται, είτε μας ξενερώνει.

- Πώς σου φαίνεται αυτή ρε Θανάση; Κορμί θανατηφόρο...
- Άπαπα, δεν βλέπεις τη μύτη πως είναι σαν πιγκουίνος;! D.Q. σου λέω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μοναχός εν στύσει. Κατ' ορισμένους, χρόνια κατάσταση.

- Ξέρεις και τι λέει ο λαός... «Φυλάξου από τα πισινά του μουλαριού και τα μπροστινά του καλόγερου»...
- Του καυλόγερου εννοείς...
- 'Εεεετσι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό του Αρμένικου γυναικείου ονόματος Σουρπουή.

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει το θηλυκό που, αν και το παίζει αγία κι εγώ-δεν-ξέρω-τίποτα-στ' ορκίζομαι, στην πραγματικότητα είναι και η πρώτη κουτσομπόλα και μάνα στο να βάζει φιτίλια. Ειδικότερα αναφέρεται σε μικρά κορίτσια -κάτω των 12- που είναι παμπόνηρες κυράτσες και μικρομέγαλες και δε χάνουν ευκαιρία να καρφώσουν τ' αδέρφια, τις συμμαθήτριες τους και όποιον άλλον έχουν όφελος. Σε περιπτώσεις μεγάλης κατινιάς μπορεί ο χαρακτηρισμός να χρησιμοποιηθεί και για άντρες.

- Και δε μου λες Σοφούλα, πού ξέρεις εσύ, δέκα χρονώ παιδί ότι ο θείος και η θεία δεν τα πάνε και πολύ καλά μεταξύ τους; Τι έγινε; Εκεί που έψαχνες να βρεις ένα τραγουδάκι στο κινητό του θείου είδες ένα μήνυμα από τη λεγάμενη; Και τι θα πει λεγάμενη, Σοφούλα; Δεν ξέρεις αλλά άκουσες τη θεία να το λέει; Αχ μωρέ, είσαι μια Σουρπουήτσα εσύ άλλο πράμα... Ούτε ψύλλος στον κόρφο του ο άντρας που θα σε πάρει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πωλών μούρη. Δεν χρειάζεται άλλη εξήγηση, διότι ο Έλλην το έχει αναγάγει σε επιστήμη και μην κάνετε όλοι ότι δεν ξέρετε για ποιους μιλάω... Ενίοτε προφέρεται λανθασμένα Pull Moore. Όλη η ιστορία είναι ότι και καλά παραπέμπει σε όνομα, οπότε μην το χαλάτε. Δεν υπάρχει όνομα Pull.

- ...και σκάει μύτη το σούργελο με την Μερσέντα και τη Ρολεξιά στο βγάλσιμο και λέει ότι τον καθυστέρησαν στον Καρούζο γιατί είχε παραγγείλει 6 κοστούμια και τους είχε χαλάσει και καλά το μηχάνημα για την πλατινένια American Express...
- Τι λε ρε μεγάλε; Paul Moore ο δικός σου.
- Ναι ρε ο χθεσινός.

Ναι, αλλά το Pull παραπέμπει σε άλλο χαρακτηριστικό των Ελλήνων... Στο εθνικό μας σπορ δηλαδή!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ωραίο πράμα, μια χαρά, καλύτερα δε γίνεται.

Συνώνυμα: μέγκλα, τζιτζί

Χρησιμοποιείται και ειρωνικά με ακριβώς την αντίθετη σημασία - ειδικά όταν βρεθούμε φάτσα κάρτα με κάτι που είναι η αποθέωση της γουστέλλειψης και ειδικότερα του γυφτοκυριλέ και του τουρκομπαρόκ.

Σχηματίζεται από τη λέξη μερακλής+ το επιτατικό νταν (βλ. π.χ. και τζαμπαντάν).

  1. Πήγαμε από του Κώστα χτες και μας έβγαλε ένα τσίπουρο Τυρνάβου με κάτι μεζεκλίκια μερακλαντάν. Ωραία γούστα ...

  2. Ωραίος ο Τίμος... πέδιλο Τίμπερλαντ με άσπρη καλτσούλα... μερακλαντάν...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένας περιφραστικός τρόπος να πεις κάποιον χαζοχαρούμενο. Χρησιμοποιείται με διάθεση συνήθως περιπαικτική και όχι προσβλητική για να χαρακτηρίσει ανθρώπους εύθυμους και γελαστούς περισσότερο από το συνηθισμένο.

Μην της δίνετε σημασία παιδιά, έτσι γελάει όλη την ώρα... Χαζό παιδί χαρά γεμάτο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ότι κάποιος είναι πούστης. Σε αντίθεση με άλλες εκφράσεις με την ίδια σημασία (π.χ. το πνίγω το λαγουδάκι κλπ.), η έκφραση αυτή δεν είναι διακριτική ούτε ιδιαίτερα κομψή. Από την άλλη, είναι σαφής, παραστατική και δεν αφήνει περιθώρια για αμφιβολίες. Ωσεκτουτού, μια μικρή δόση υπερβολής που περιέχει συγχωρείται.

- Ρε συ, έχω ένα θέμα αλλά είναι λίγο λεπτό...
- Ορίστε, ακούω.
- Ρε συ, ο Σούλης... Καλό παιδί, δε λέω, μουστάκι Κολοκοτρωνέικο, αλλά κάπου έχει μπει στο μυαλό μου ότι τον πασπαλίζει τον κουραμπιέ... Γιατί έχω δει κάποιες τάσεις...
- Τάσεις; Τι τάσεις, ρε μαλάκα; Αυτός τον παίρνει καδρόνι και τον βγάζει ροκανίδι... Έχουν βουίξει τα Πετράλωνα και συ έχεις μείνει ακόμα στις τάσεις. Άει καλά ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο «μεγάλωσε-και-μυαλό-δεν-έβαλε». Ανεπρόκοπος, ανάξιος και αναγάπητος, ένας τύπος μεγάλος το δέμας - μικρός το μυαλό, που ασχολείται με θέματα που δεν αρμόζουν στην ηλικία του. Παιδί ν' ανοίξεις σπίτι.

- Καλά ρε μαντράχαλε, δε σού 'κοψε ότι αν ανέβεις στο ποδηλατάκι του παιδιού θα το σπάσεις, 100 κιλά μαλάκας; Και είναι και Κυριακή και είναι κλειστό το JUMBO και θα κλαίει όλη μέρα, γαμώ την καταδίκη μου μέσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που αδιαφορεί για τις συνέπειες των πράξεών του, και δη για αυτές που γυρίζουν στον ίδιο. Προέρχεται προφανώς από τους βομβιστές αυτοκτονίας.

Κατ' επέκτασιν, ο ασυλλόγιστος, ο σταρχίδιατου, αυτός που κάνει κάτι επειδή εντάξει, και όχι γιατί το ευνοούν οι συνθήκες.

  1. - Πω, ρε πούστη, χάζευα και πέρασα την Πατησίων ταλιμπάν. Πώς και δεν με μάζεψε κάνας ταρίφας...

  2. Με την έννοια του στ@@του:
    - Κατέβηκα ταλιμπάν Μαθηματικά Ι και πήρα πουλαδέρι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified