Further tags

Η νοσοκόμα.

- Άσ' τηνα μωρέ τη τσουκαλοχύστρα, που ήθελε να πάρει και γιατρό!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η θεία Φωτούλα είναι ενα φανταστικό πρόσωπο.
Στον όρο αυτό περιέχονται όλοι οι άσχετοι συγγενείς οι οποίοι σκάνε μύτη σε συναυλίες ή εκδηλώσεις στις οποίες συμμετέχει κάποιο μέλος της οικογενείας, από οικογενειακή υποχρέωση και για να καμαρώσουν (συνήθως ανίψι, γιο, εγγόνι κλπ).

Χρησιμοποιείται στον ενικό παρόλο που υποδηλώνει (συνήθως) πλήθος ατόμων.

Ο όρος έχει προέλθει απο παλαιότερο δημοσίευμα του Στάθη στην Ελευθεροτυπία.

- Πώς πήγε το live εχτές;

- Άσε. Έσκασε και η θεία Φωτούλα. Η γιαγιά φρίκαρε με το deathmetal...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος / τύπισσα που του «κόβει» υπερβολικά. Η «γάτα». «Πιάνει πουλιά στον αέρα». Η κατάληξη -όνι δίνει μια επιπλέον τσαχπινιά στον όρο.

Μπορεί να αναφέρεται είτε σε θέμα εξυπνάδας είτε σε θέμα του τύπου «κόβει το μάτι του». Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να συγχέεται με τον φύτουκλα μαθητή. Περισσότερο ταιριάζει στον κλασικό τύπο μαθητή του τελευταίου θρανίου που «τα πιάνει» αλλά βαριέται να διαβάσει.

- Κατάλαβες αυτό το τελευταίο για την εξίσωση;

- Ρώτα τον Μήτσο. Είναι γατόνι.

(από joe909, 30/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαραντάρα-πενηντάρα, γεροντοκόρη ή ζωντοχήρα, με καλό στυλ και ευκατάστατη.

Τείνει να γυμνάζεται, να μακιγιάρεται, ντύνεται, συμπεριφέρεται νεανικά, ιδιαίτερα επιτυχημένα, ώστε να έχουν μια νεανική λάμψη (μέχρι να τις δεις από κοντά)

Κάτι σαν μιλφ, αλλά έχουν φροντίσει να εξαλείψουν τη «γοητεία του ώριμου».

Βλέπε Betsey Johnson

- Ήμασταν Κηφησιά και πέρασε ένα ξέκωλο κοκκινομάλλικο με τον ώμο έξω, και μαλλί ράστα... κουφαθήκαμε μαλάκα... πάμε πιο κει να κοζάρουμε φάτσα, και όταν πλησίασε και είδαμε πιο καθαρά, τι είδαμε; Πιπινόγρια! 40άρα και...
- Και ξενέρωσες;
- Δε με χαλάει μαλάκα, τέτοιο σώμα ούτε της ηλικίας μας!

H Betsey Johnson ... που λέγαμε ... (από poniroskylo, 11/11/08)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, Γρετζώρα, πουρογκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πονηρός, που θολώνει τα νερά.

Από το ασπόνδυλο είδος «Σηπία η μελανηφόρος».

- Έλα 'δώ εσύ, πονηρή σουπιά! Τι μας λές ότι κοιμήθηκες νωρίς χθές, αφού σε είδε κάποιος την νύχτα σε κακόφημο μπάρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πονηρός, πονηρή σουπιά.

Βρε μπαγάσα, έχεις κι άλλη γκόμενα και μου το έκρυβες; Δεν φοβάσαι μην το μάθει η Σούλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απατεώνας.

Αυτός ο ασφαλιστής δεν με πείθει. Πολύ παγαπόντης μου φαίνεται!

Μπαγαπόντισσα. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πονηρός, απατεωνάκος, μπαγαπόντης, αλλά και σεξουαλικά πονηρούλης.

Μάλλον εκ της τουρκικής, γι' αυτό και το υποβρύχιο λέγεται «μπερμπάντ-παπόρ» (όχι στην αληθική τουρκική γλώσσα, εννοείται!)

- Ά, τον μπερμπάντη, τον πορνόγερο! Τι στριφογυρίζει εδώ πέρα αυτός;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοσούλουπος, αδύνατος, κιτρινιάρης.

Χτικιό = η φυματίωση.

Σ' έψαχνε ένας ψηλός, αδύνατος, χτικιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοσούλουπος, χτικιάρης.

Από το τραπουλόχαρτο.

- Πώς είσαι έτσι ρε! Σαν δύο καρώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified