Further tags

Κάτι σωστό, εξηγημένο, «πετυχημένο», που σε επηρεάζει, δεν το ξεχνάς εύκολα.

  1. - Πώς σου φαίνεται ο νέος διευθυντής; Δυνατός έτσι; - Ναι ρε, μέσα σε έναν μήνα έβαλε τάξη στο τμήμα, που το είχε αφήσει μπουρδέλο ο προηγούμενος.

  2. Πςςςς... πολύ δυνατό τραγούδι αυτό. Έχω φάει κόλλημα μιλάμε.

  3. Έβλεπες Κάντυ-Κάντυ; Ηταν πολύ δυνατό μικιμάου. Ακόμα θυμάμαι πώς ένιωσα όταν πέθανε ο Άντονυ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας που ασχολείται με γυναικείες δουλειές και χαίρεται την γυναικεία παρέα και τις συζητήσεις των κοριτσιών.

- Αφού μιλήσαμε για την αποτρίχωση, με ρώτησε για την πρώτη μου περίοδο, την αγαπημένη μου μάρκα καλλυντικών και την ανθεκτικότητα των καλσόν μου.
- Σοβαρά; Τέτοιος κοριτσοκόπανος;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάνει κάποιος τον τελείως αδιάφορο, τον αμέτοχο στα όσα συμβαίνουν γύρω του. Το πρωτοάκουσα στα τέλη της δεκαετίας του '70 από κοπέλες πού είχαν κάνει κοπάνα από το λύκειο.

- Ρε του μίλαγα, του έκανα νοήματα να κατέβει από το μηχανάκι και αυτός τίποτα, έκανε το παπί το κινέζικο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελείως τρελαμένος, φευγάτος, ο αλλού γι' αλλού.

Τheo: Κοίτα ρε μαλάκα, σαν την κοκκινοσκουφίτσα ήρθε αυτή ντυμένη στη κηδεία του θείου. Saki: Άσε, την ξέρω, είναι πολύ τσίου το άτομο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκάου.

(Theo) - Μια ώρα κάθομαι σαν τον μαλάκα και προσπαθώ να εξηγήσω στον Fiedrich πως δολώνουν το αγκίστρι, αλλά αυτός τίποτα! Όλο φτού και από την αρχή πάμε.

(Saki) - Tι χαλιέσαι ρε Theo, αφού είναι τελείως γκαγκά ο τύπος!

(από Khan, 20/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον συνδυασμό χυδαίο και χλιδή.

  1. Bλάχος νεόπλουτος που ζει μέσα σε υπερβολική, κιτσάτη πολυτέλεια.
  2. Πανάκριβο και κιτσάτο αντικείμενο.
  1. - Είδες σπίτι ο κυρ Μπάμπης;! Κέρδισε το Λόττο, κι έβαλε χρυσούς μπιντέδες και πισίνα με συντριβάνια! Άσε, πολύ χλιδαίος ο τύπος!

  2. - Μα τώρα, σοβαρά σκέφτεσαι να δώσεις 3000 ευρώ γι' αυτή την ρόδο-μπορντώ-κοκκινί γούνα με την χρυσή φόδρα! Είναι τόσο χλιδαία, έλεος!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βγαίνει από το πουτάνα, η πόρνη, η κοπέλα που πηγαίνει ή φασώνεται με όλους και είναι συνήθως Barbie.

-Στο μπαράκι που ήμασταν μπαινόβγαινε συνεχώς στην τουαλέτα, και όλο με διαφορετικά αγόρια... Πόσους πήρε σε μια νύχτα;
-Έλα ρε συ, αφού είναι τάνα η κοπέλα, έχει αντοχές!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άνεργος.

- Αυτός τελικά τι δουλειά κάνει; Όλο τον βλέπω να κάθεται...
- Αυτός; Καταναλωτής πατρικού εισοδήματος! Δεν δούλεψε ποτέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εννοούμε τον άβουλο άνθρωπο, που δεν έχει δικαίωμα επιλογής ή πρωτοβουλίας και εκτελεί τις εντολές κάποιου άλλου που δρα παρασκηνιακά και δεν θέλει να φαίνεται.

- Δε φταίνε οι διαιτητές για τα χάλια του ελληνικού ποδοσφαίρου, αυτοί είναι απλά μαριονέτες, πίσω απο αυτούς βρίσκονται παράγοντες, διοικήσεις και πρόεδροι σωματείων που κινούν τα νήματα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για να χαρακτηρίσει καποιον σκουρόχρωμο.

Είναι για έναν τόνο πιο σκούρες αποχρώσεις από το μπέζ.

Ρε Πόπη, γιά φώναξε τον φιμέ να πάρουμε κανένα cd...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified