Λέξη παιδικής ηλικίας και πολύ περιορισμένης εμβέλειας. Απ' ό,τι φαίνεται, το φαινόμενο ενδημεί στη Λευκάδα, ενδεχομένως και στην πόλη της Λευκάδας και ούτε καν στα χωριά (ή μόνο σε κάποια από αυτά, τα κοντινά στην πόλη).
Η κατσίκα συνίσταται στο να πιάνεις το ποδήλατο από το τιμόνι και τη σέλα, να τρέχεις από δίπλα του σπρώχνοντάς το και, μόλις αυτό αποκτήσει μια ικανοποιητική ταχύτητα (δεν είπαμε να συναντήσει και τον Μιρ), να το αφήνεις να νιώσει ελεύθερο, διανύοντας την πιο μεγάλη δυνατή απόσταση.
Εξασκεί τις ηγετικές ικανότητες, την αίσθηση ανισορροπίας και τους διχίλιαρους και τριχίλιαρους μυς του μπαμπά. Εάν φτάσει να εξασκεί και τους δεκαχίλιαρους, πα να πει ότι το παραγάμησες, μπόμπιρα, όλα τα πράματα θέλουν και ένα μέτρο, και μάλλον θα βρέξει Παναγίες.

- Πώπω, μαλάκα μου, κοίτα κατσίκα που έκανε ο Γιαννάκης! Ακόμα πηγαίνει το προράιντερ!!!!
- Και γαμώ τις κατσίκες! Πάμε στα μπιλιάρδα του Κομπίτση να μας πει καμιά μαλακία να γελάσουμε;
- Φύγαμε.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιχνιδιάρικη λέξη για το ψήσιμο των κρεάτων πάνω στη φωτιά. Παρομοιάζει κίνηση που κάνουμε για να γυρίσουμε τη σχάρα ώστε τα μεζεκλίκια να ψηθούν και από την άλλη, με την περιστροφική κίνηση που κάνουμε με τις παλάμες μας σε ένα μωρό, λέγοντας «κουπεπέ, κουπεπέ»...

Μισό κουπεπέ, εξάλλου, είναι εκείνη η χαρακτηριστικότατη κίνηση που κάνουμε με την παλάμη ζητώντας εξηγήσεις, σα να ρωτάμε «τι είναι;», «ποιος είναι αυτός;», «πού πας τέτοια ώρα;» και παρόμοια.

  1. Βάζω φουφού, σχάρες και κρέατα. Βάζετε κρασί να κάνουμε ένα κουπεπέ σπίτι μου;

  2. Όχι μόνο με προσπερνάει, που λες, από δεξιά, χώνεται και μπροστά μου και φρενάρει απότομα χωρίς λόγο. Του πατάω εγώ την κόρνα κι αυτός, σα να μην τρέχει τίποτα, με κοιτάζει από τον καθρέφτη και μου κάνει «τι θες ρε;», ξέρεις, το μισό κουπεπέ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άμυαλος, ο μωρός παρθένος, ο έχων μυαλό νηπίου, ο ανεπίδεκτος μαθήσεως, ο άμπαλος γενικότερα...

Προέρχεται από τα αξιολάτρευτα «Τελετάμπις», χαρακτήρες αγαπημένης παρέας τηλεοπτικής σειράς απευθυνόμενης σε παιδάκια προσχολικής ηλικίας, την οποία ο τηλεοπτικός Δρακουμέλ εφηύρε, προκειμένου να τα σκλαβώσει αιωνίως στο κλουβί με τις ηλίθιες... Ως εκ τούτου, απετέλεσαν άλλη μία δικλείδα του συστήματος για την από νωρίς, οπτικοακουστική, ποιμαντορική εξάρτηση του εκκολαπτόμενου τηλεοπτικού ποιμνίου...

Επιπλέον, λόγω της γενικότερης ξενέρας και ανουσιότητας που προξενούσαν στο «κριτικό μάτι», αυτές οι φιγούρες, με τα καμώματά τους, κατ' επέκτασιν, μπορεί ο τελετάμπης να ταυτιστεί με τον ξενέρωτο, τον αδιάφορο, τον νυσταλέο τύπο...

- Άντε, τελετάμπη, κουνήσου! Πάλι μουχλιάζεις στο κομπιούτερ; Σήκω να πα να δούμε κάνα στρινγκάκι στο «μπόντις»!

Teletubbies (από poniroskylo, 17/03/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος του παιδικού ομαδικού παιχνιδιού «κρυφτό». Η φτούκα είναι το μέρος όπου «τα φυλάει» (δηλαδή μετράει, με κλειστά τα μάτια, μέχρι ξέρω γω το πενήντα, ώστε να έχουν χρόνο να κρυφτούν οι συμπαίκτες) αυτός που θα ψάξει τους κρυμμένους. Μπορεί να είναι ένα δέντρο, μια γωνία, μια κολώνα, ό,τι. Μόλις αυτός που ψάχνει απομακρυνθεί από την φτούκα για να ψάξει τους κρυμμένους, οι κρυμμένοι έχουν σαν στόχο να προλάβουν να τρέξουν στην φτούκα πριν τους βρει. Ο πρώτος που θα φτάσει στη φτούκα, θα την φτύσει και θα πει «φτού ξελευτερία!». Μ' αυτό τελειώνει το παιχνίδι και ελευθερώνονται οι κρυμμένοι.

Από κει μάλλον προκύπτει και η έκφραση (που έχει γίνει και αυτόνομο παιχνίδι) «κάνω φτούκα πρω» (δηλ. «φτούκα πρώτος /-η») που σημαίνει προλαβαίνω πρώτος. Λέγεται δηλαδή από αυτόν που θα προλάβει να παρουσιαστεί ή να μιλήσει πρώτος σε μια δεδομένη περίσταση, άρα θα έχει και προτεραιότητα σε σχέση με τους άλλους που ήρθαν δεύτεροι ή τρίτοι (και οι οποίοι λένε «φτούκα δε-», «φτούκα τρι-», κλπ). Είναι δηλαδή σαν μια έκφραση θριάμβου, ας πούμε.

Προφάνουσλυ η λέξη προέρχεται από το ρ. φτύνω.

  1. Κάθε απόγευμα έπαιζα αμπάριζα, κρυφτό.
    Η φτούκα ήταν μια μουριά με ασβέστη ασπρισμένη.
    Μετράγα ως το είκοσι έλεγα “φτου και βγαίνω”.
    Ξελευθερία φώναξες κι εγώ ξαναμετρώ.
    από το ποίημα «Το κρυφτό», Κώστας Βελιάδης (εδώ)

  2. ...δεν θα είμαι ο νονός γιατί έκανε «φτούκα πρώ» η Ελένη.

  3. Ο πολιτικός μας βίος λειτουργεί ως ένας τεράστιος «Καραγκιόζ μπερντέ». όπου ο Καραγκιόζης και ο Χατζηαβάτης παίζουν το παιδικό παιγνίδι «φτούκα πρω» για το ποιος είπε πρώτος αυτό ή το άλλο, ποιος είναι ο «καλός» που υποχωρεί για να σωθεί ο τόπος και ποιος ο «κακός» που προβοκάρει με διαρροές το σχέδιο «κυβέρνηση σωτηρίας»...

(όλα ιντερνετικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλαιομαμαδίστικη έκφραση (σε περιορισμένη πιά χρήση) για την πίπίλα. Υποθέτω ηχομιμητικό από το μπου-μπου του ταπωμένου στόματος του μωρού. Συνώνυμο (επίσης παλαιομαμαδίστικο) η σώπα -που το κάνει να σωπάσει.

  1. Πέντε χρονώ γα(ϊ)δούρι κι ακόμα με τη μπουμπού στο στόμα...

  2. Πάρε τη μπουμπού να μη γ(κ)ρινιάζεις (Προχωρά κατεβάζοντας αργά το φερμουάρ του παντελονιού).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φίλτρο αέρα που κρέμεται μπροστά από στόμα και μύτη στη κλασσική αντιασφυξιογόνο μάσκα. Παράδειγμα η σοβιετική gp-5 της φωτογραφίας. Εναλλακτικά ονομάζεται και μυρμηγκοφάγος.

-Ρε σε δουλέψανε, δε μπορώ να πάρω ανάσα με αυτό το πράγμα, μούφικη είναι.
-Βγάλε τη λαστιχένια τάπα κάτω απ τη πιπίλα ρε νουμπά, θα πεθάνεις και θα σε πληρώνουμε για άνθρωπο!

μάσκα με μονή πιπίλα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ομοφοβικός μειωτικός χαρακτηρισμός για ανοικτά ομοφυλόφυλους υπερήρωες. Είναι ο εναλλακτικός Μπάτμαν που έχει ιδιαίτερες διαδράσεις με τον Ρόμπιν.

Τι Μπάτμαν της Αριστεράς δήλωσε ότι είναι στους Πρωκταγωνιστές; Να έλεγε buttman να το καταλάβω.(ΦΒ)

Got a better definition? Add it!

Published

Σλανγκική εκφορά της ουτοπίας και εν γένει ενός φανταστικού / ιδεατού / ονειρικού κόσμου. Από λεξιπλασία του Ευγένιου Τριβιζά για ομώνυμο κόμικ / τηλεοπτική σειρά με πρωταγωνιστές φρούτα.

Είναι μία, μόνο μία, η ονειρεμένη Φρουτοπία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδικό παιχνίδι που παίζεται με μπάλα και συμμετοχή >2 πιτσιρικιών.

Τα παιδιά σχηματίζουν έναν κύκλο και το παιχνίδι έχει την εξής λούπα:

- Ένα πιτσιρίκι πετάει την μπάλα κατακόρυφα στο αέρα (σε αντίθετη περίπτωση είναι κουτάλα, πράγμα που κατακεραυνώνεται και ακυρώνεται απο τους υπόλοιπους) λέγοντας ταυτόχρονα ένα όνομα συμπαίχτη του
- Αυτός/ή πρέπει να την πιάσει πριν πέσει στο χώμα και, με την σειρά του, να φωνάξει το επόμενο όνομα μέχρι να
- Ακουμπήσει η μπάλα κάτω οπότε τα πιτσιρίκια τρέχουνε προς κάθε κατεύθυνση
- Το πιτσιρίκι με την μπάλα, εφόσον την έχει σταθεροποιήσει στα χέρια του, φωνάζει 1, 2, 3, ΣΤΟΠ και τότε τα τρεχούμενα πιτσιρίκια οφείλουν να σταματήσουν στην θέση που βρέθηκαν
- Το πιτσιρίκι ρίχνει την μπάλα σε κάποιο από τα υπόλοιπα με σκοπό να το πετύχει. Αν το καταφέρει, εκείνο το πιτσιρίκι παίρνει μια ψείρα. Αν όχι, την ψείρα την παίρνει το ίδιο.
- Το πιτσιρίκι που πήρε, τελικά, ψείρα συνεχίζει την λούπα φωνάζοντας το επόμενο όνομα

Ανά τρεις ψείρες -μέχρι τις τελικές 12- σε κάθε πιτσιρίκι γίνεται παρατσουκλοδοσία. Κάθε σταθμός (3, 6, 9 ψείρες) αφορά μια συγκεκριμένη κατηγορία παρατσουκλιών: ζώα, πράγματα, φρούτα, χαρακτηρισμός προσώπου κ.α.
Μαζεύονται όλα κρυφά σε έναν κύκλο και διαλέγουν 5 παρατσούκλια καθένα από τα οποία αντιστοιχεί σε ένα δάχτυλο του χεριού. Με μπόλικα γέλια, ένα από αυτά, πηγαίνει προς τον βαπτιζόμενο ωστέ να διαλέξει δάχτυλο. Το νέο όνομα ανακοινώνεται φωναχτά. Στο εξής το προηγούμενο του όνομα παύει και όποιο πιτσιρίκι το φωνάξει κατα την διάρκεια του παιχνιδιού παίρνει μια ψείρα, πράγμα που το δυσκολεύει και το κάνει πιο διασκεδαστικό.

Μου λεει η αλλη ν της βγαλω ενα παρατσουκλι ν τη φωναζω μ αυτο οταν κανουμε σεξ. Δεν θα παιξουμε ψειρες κουκλα μου για ν σ βγαλω παρατσουκλι [αδακά]

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πέοντας, στα μπεμπεκίστικα. Η λέξη καταγράφεται κι ως τσουτσούνι, τσουτσούνα και τσούτσα. Συνήθως εμπεριέχει ψήγματα (αυτο)σαρκασμού όταν αναφέρεται σε μόριο ενήλικα.

Τσουτσού επίσης αποκαλείται ο ξερόλας, αυτός που σαν πούτσα πετάγεται.

Η ετυμολογία της λέξης αποδίδεται από το λεξικό Τριανταφυλλίδη είτε στην λέξη τσουνί (κοτσάνι ή πέος) -η οποία με την σειρά της ετυμολογείται εκ του αρχαίου κυνίον (σκυλάκι)- είτε στο Αλβανικό tşuni (αγόρι).

Αποτελεί και σημαντικό γαμοσλανγκοτέτοιο μόριο (βλ. ενδεικτικά: γλυκοτσούτσουνος, κοντοτσούτσουνος, μικροτσούτσουνος, ξετσουτσουνεύω, οχιά διτσούτσουνη, ρεβιθοτσούτσουνος, σιδεροτσούτσουνος, τσουτσουνάμι, τσουτσουνίζω, τσουτσουνιστής, τσουτσουνογαμπρός, τσουτσουνοκαταπίνογλου, τσουτσουνοπνίχτρα, και πολλά άλλα. Χώρια τα ερζάτς τούρκικα τ. τσουτσού σεφτέ, τσουτσού σορόπ, υσουτσού φερετζέ, τσουτσούν νταχτιρντί και ταλιμπάν.

1.
Έχει παρατηρήσει κανείς όταν κατουράνε τα αγοράκια να έχουν κανένα ασπράκι στην άκρη της «τσουτσούς»; Δε ξέρω αν είναι τίποτα λόγω αντιβίωσης που παίρνουμε λόγω κυστεουρητικής παλινρόμησης ή απο το γάλα.Ευχαριστώ.

2.
Τσουτσού συνήθως λέμε κάποιον ή κάποια που ανακατεύεται εκεί που δεν τον σπέρνουν ή παριστάνει τον έξυπνο ή και που κάνει ψιλορουφιανιές κατωτάτου επιπέδου, γιατί ναι κυρίες και κύριοι, ακόμα και η ρουφιανιά έχει επίπεδα!
3.
Πως λέγεται στα τούρκικα...Η χήρα; Τσουτσού αχ-βαχ γιοκ.

(από Khan, 17/02/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified