Further tags

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Mαγαζί προϊόντων ή υπηρεσιών, με ατελείωτη και συνεχή πελατεία. Ο μαγαζάτορας δεν προλαβαίνει να πουλάει και να κόβει μονέδα αβέρτα. Σα να έχει δηλαδή μία μηχανή και να κόβει λεφτά. Η ποιότητα είναι αντιστρόφως ανάλογη της επιτυχίας του στην αγορά. Στην εξυπηρέτηση ισχύει το «φύγε εσύ, έλα εσύ». Η επιτυχία του είναι αποτέλεσμα καλής διαφήμισης, δημοσίων σχέσεων και της αγελαίας νοοτροπίας αυτών που προθύμως καταθέτουν τον οβολό τους. Κοφτήρια μπορεί να χαρακτηριστούν οιεσδήποτε επιχειρήσεις, από περίπτερα ή φαστφουντάδικα, μαγαζιά γωνία, μέχρι ιατρικές κλινικές και δικηγορικά γραφεία. Το άκουσα από κάποιον που μιλούσε για κλινικές εξωσωματικής γονιμοποίησης.

  2. Επικίνδυνο οδικό σημείο, για οδηγούς ή πεζούς. Π.χ., για τους πεζούς που διασχίζουν το δρόμο, η Κηφισίας στο ύψος της Εθνικής Αντιστάσεως ή του Φάρου Ψυχικού. Μουστάκια, τον παίρνεις.

  3. Κοφτήριο (και κόφτης), λέγεται ο αμυντικός ποδοσφαιριστής με ειδικότητα στα τζατζαρίσματα και τα κλαδέματα των αντιπάλων επιθετικών. Επικίνδυνος αλλά αποτελεσματικός.

  1. Κοφτήριο λιρών είναι αυτά τα καλσόν, άσε που πιάνεις και κανένα μπουτάκι από τα μοντέλα που τα δοκιμάζουν (από ιστολόγιο).

  2. βλέπω στα αριστερά, πάνω στο δρόμο, δύο σκυλιά. το ένα ξαπλωμένο, το άλλο από πάνω του στηλωμένο να το κοιτά. εκείνο το σημείο είναι «κοφτήριο». όποτε μπαίνω γκαζώνω μη με πάρει αμπάριζα το ρεύμα της Ηλιουπόλεως που κατεβαίνει αλαφιασμένο. έτσι μπήκα και χτες, προσπέρασα τα σκυλιά, προσέχοντας απλά μην με πάρουν στο κατόπιν. ομόνοια, εφημερίδες, μια έγνοια μην και δεν έκλεισα τον εξαερισμό και τον ακούνε οι γείτονες όλη νύχτα, πάλι πίσω, ήταν κλειστός. ξανά Ηλιουπόλεως, η κίνηση κάλμα. τα σκυλιά-είκοσι λεπτά μετά-ασάλευτα στην ίδια θέση. τα προσπερνάω αργά αργά και τα κοιτώ. το ξαπλωμένο είναι σκοτωμένο με το αίμα στην άσφαλτο. το όρθιο, με τονα πόδι αριστερά και το άλλο δεξιά από το ψοφίμι, το κοιτά μπρος του αδιαφορώντας παντελώς για τα αμάξια που έρχονται από πίσω του στη λωρίδα της ταχείας κυκλοφορίας. παρκάρω κανένα τέταρτο παρακάτω και κοιτώ από τον καθρέφτη τα δύο σκυλιά. τέτοιο ξενύχτι νεκρού δεν έχω ξαναδεί... (από ιστολόγιο, έβαλα όλη την παράγραφο γιατί μου άρεζε)

  3. Ο Καλλιτζάκης ήταν μεγάλο κοφτήριο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Τα αφρισμένα κύματα της θάλασσας έτσι όπως φαίνονται από μακριά, σαν κοπάδι πρόβατα που βόσκουν στον θαλασσινό ορίζοντα.

  2. Η παλιά μέθοδος κατά της αϋπνίας, η οποία κττμγ δεν αποδίδει: αν δεν μας πιάνει ο ύπνος, προσπαθούμε να φανταστούμε έναν φράχτη από τον οποίον πηδάνε ένα-ένα τα πρόβατα ενός κοπαδιού. Και λέμε: «ένα προβατάκι πηδάει τον φράχτη, δύο προβατάκια πηδάνε τον φράχτη, τρία προβατάκια πηδάνε τον φράχτη» -κοκ μέχρι να μας πάρει, από τη μονοτονία του πράγματος, ο ύπνος.

  1. - Έρχεται αέρας, κλείσε τα παράθυρα!
    - Τελέρε μαλάκα, χαρά θεού είναι, θα σκάσουμε!
    - Άκου τι σου λέω, σήκωσε μπουρίνι, δεν βλέπεις στο βάθος τα προβατάκια; Κοντά εφτάρι βαράει και έρχεται γαμιώντας!

  2. - Πάλι δεν είχα ύπνο χθες...
    - Ε κάνε και συ προβατάκια μια φορά...
    - Αμ δεν έκανα; Δεν πέτυχε όμως... Μετά το όγδοο προβατάκι πλακώσαν όλα μαζί κι έχασα το μέτρημα...
    - Ε δεν ξανάρχιζες από την αρχή;
    - Το έκανα, και πάλι τα ίδια. Στο τέλος σηκώθηκα και άναψα την τηλεόραση και έβλεπα τελεμάρκετινγκ μέχρι τα ξημερώματα.

Γιατί ρε συ δεν αποδίδει; (από Galadriel, 08/10/12)

για το 2., βλ. και κωλοχαρτομετρία

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ολοκληρωμένη η έκφραση έχει ως εξής: με άφησε νταντέλα ή είμαι νταντέλα, σε έκανα νταντέλα. Συνώνυμο του τους πήρα και τα σώβρακα, μας άφησαν άφραγκους, τίναξα την μπάγκα στην Καζαμπλάνκα, δεν έχω ούτε για ταξί, με ξεζούμισαν κ.λπ. Η λέξη προέρχεται από την δαντέλα, λόγω της περίτεχνης μπορντούρας και λόγω του ότι τα καλά εσώρουχα είναι δαντελένια.

Η έκφραση αναφέρεται συνήθως σε τρεις μεγάλους τομείς της ζωής. Τον τζόγο, τον έρωτα και το σεξ. Στους δύο πρώτους αφορά το οικονομικό, στον τρίτο την κατάσταση της κωλοτρυπίδας.

-Μεγάλη εμφάνιση ο δικός σου χθες.
-Τι έγινε, τους τάραξες;
-Πήρα όλο το τραπέζι. Μόνο ο Σάκης έμεινε στα λεφτά του. Οι άλλοι έφυγαν νταντέλα... Είχα πολύ ρέντα.

-Εκείνος ο ξάδελφος σου, τι απέγινε; Τι μούτρο κι αυτός! Αποφυλακίστηκε;
-Ναι, αφού του έκαναν τη σούφρα νταντέλα κάτι παλουκάρια...

-Κοίτα ρε που έμπλεξε πάλι ο Μπάμπης.
-Γάμησε τα. Και να πεις ότι δεν ήξερε, αλλά το το μουνί σέρνει καράβι.
-Θα πάθει και θα μάθει κι αυτός.
-Έτσι θα γίνει. Θα του φάει το Μαριζάκι ό,τι ακίνητο και κινητό διαθέτει και θα τον αφήσει νταντέλα, όπως τον πρώην της...

(από electron, 30/12/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κλασσική λέξη της σχολής Χρόνη Μίσσιου. Είναι το μισό τσιγάρο που φουμάρουν οι χαρμάνηδες φυλακωμένοι για να πάνε τα φαρμάκια κάτω. Το τσιγάρο είναι μισό, είτε γιατί ήταν αποτσίγαρο που το μαζέψανε από κάτω (γόπα), είτε γιατί ο μαγκίτης κάτοχός του το έκοψε μόνος του στα δύο για να το μοιραστεί με τον ατσίγαρο συγκρατούμενό του ή για να φυλάξει το υπόλοιπο για αργότερα. Όταν το τσιγάρο ήταν λιγότερο και από μισό, το λέγανε «τριτάκι».

  2. Το μισό κιλό κρασί, που παραγγέλνεις σε ταβέρνα.

  3. Επίσης δηλώνει κάθε τι το ατελές, το μισό, το λίγο, το σκάρτο, το μπασμένο και το ανολοκλήρωτο. Βλ. και μισοριξιά, μισοχυσιά

Συνειρμική ασίστ: ο Πονηρόσκυλος και τα στούκας του.

  1. Έφαγα και εκεί που παιδευόμουνα με την τιριτόμπα να ανάψω ένα μισαδάκι, να σου πάλι οι σιδεριές. Κρύβω τα σύνεργα και πιάνω φινιστρίνι.
    (Χρόνης Μίσσιος).

  2. Μια από αυτές τις νύχτες και μετά από αρκετά μισαδάκια, εγώ ο Ματθαίος και ο Μανόλης ξεκινήσαμε για τα σπίτια μας, αφήνοντας τον καφετζή να μαζέψει τα τελευταία ποτήρια από το τραπέζι.

  3. Μετά από αρκετή σκέψη και κουβέντα με αρκετούς καταξιωμένους συναδέλφους αποφάσισα να φτιάξω μερικά μικρά πατώματα που τα λέω μισαδάκια ... Όπως έχω ξαναγράψει σταμάτησα να κάνω μόρσα (δόντια) εδώ και καιρό φτιάχνω μόνο πατώματα με πατούρες κόλλα πολιουρεθάνης και βίδες για γρηγορότερα. Μου στοίχισαν 2,40€ το μισαδάκι (χωρίς τελάρα, κόλλα, και βίδες). Πιστεύω να δουλέψουν τα μελισσάκια την Άνοιξη και να τα γεμίσουν γρήγορα. (από μελισσοκομικό σάιτ !!!).

  4. Aνοιξα τη θήκη για τα κέρματα του πορτοφολιού μου και την έψαξα νευρικά. Το μισαδάκι lexotanil που βρήκα μέσα, ήταν μια ανακούφιση. Το κατάπια με το σάλιο, ιδεολογικά δεν αγοράζω νερό από περίπτερο – παλιά οι κεντρικοί δρόμοι είχαν ψύκτες. (από το μπλογκ του Μ. Φάις)

  5. Και στην πιάτσα των προπονητών ο μόνος που επέμενε για το τεράστιο ταλέντο του Καστίγιο ήταν ο Νίκος Αλέφαντος. Ήταν ο μόνος που τον στήριξε μέσα στον Ολυμπιακό στις δύσκολες στιγμές του. Και όταν πέρυσι χίμηξαν όλοι πάνω του για να τον φάνε και οι εφημερίδες τον αποκαλούσαν «μπαρμπαδάκι και μισαδάκι» και ότι είναι τσαρλατάνος σαν ποδοσφαιριστής, ο Γεωργίου βγήκε και έγραψε φόρα παρτίδα, ότι ο Καστίγιο είναι ο Μέσι της Ελλάδας. (από το καφενείο των φιλάθλων)

βλ. και σλανγκιές διαφημιστών

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγετε ειρωνικά για δημόσια σχολεία (λύκεια συνήθως) που το επίπεδο τους είναι, τουλάχυστον, κάτω του μετρίου. Ξέρετε τώρα, καθηγητές άχρηστοι, μαθητές με μέσο όρο που κυμαίνεται στο 10 και κτήριο πιο χάλια και από αυτά του Βωβού.

Από τα πιο γνωστά είναι το 16 κόλετζ οφ Αμπελόκηποι, το 24 κόλετζ οφ Πολύγωνο και το σχολικό συγκρότημα της Γκράβας στο Γαλάτσι, δεν είναι τα μόνα όμως. Κάποια ήταν από την αρχή της λειτουργίας τους έτσι και κάποια πήραν την κατηφόρα με τον καιρό.

  1. - Ρε συ, τι μου 'πανε; Πήρες μεταγραφή για το 16;
    - Ναι...γιατί;
    - Θα καλοπεράσεις στο κολέγιο... καημενέεεε!

  2. - Καλά, εσείς καταλαβαίνετε τίποτα από το μάθημα του Σκορδομπούτσογλου;
    - Όχι... Welcome to the college.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Σκωπτικός χαρακτηρισμός για παλιό ή κατεστραμμένο αυτοκίνητο (δηλαδή όπως κατάντησε το ολοκαίνουριο αμάξι του Αλεξανδράκη η φίλη της Βουγιούκλως στη «Σοφερίνα» 1964), αλλά ήδη εν γένει άχρηστο μεταλλικό αντικείμενο και
    ευρύτερα οτιδήποτε μεγάλης ηλικίας (πράγμα ή και πρόσωπο) π.χ. ηλεκτρική συσκευή, πουράκλα κλπ.

  2. Παλιά έκφραση για το μακρύ ξίφος που έσερναν μαζί τους οι αξιωματικοί των σωμάτων ασφαλείας προ αιώνος και

  3. Μετωνυμικώς, περιπαιχτικό σχόλιο για τους ίδιους τους αξιωματικούς (παλιο-σακαράκας=καραβανάς).

Ιταλικής προελεύσεως (αλλά δεν θυμάμαι από πού), που υπέστη σημασιολογική φθορά με την πάροδο των χρόνων, όπως άλλωστε και η παλιοκαιρίσια λέξη γαζέτα (εφημερίδα <ιταλ. gazetta σήμερα giornale/quotidiano-a, που κληρονομήσαμε όμως από τους Τούρκους που ακόμα λεν τον δημοσιογράφο/ρεπόρτερ gazeteci=γαζετατζή ή haberci=χαμπερτζή), της οποίας η παλαιότερη χρήση αναφέρονταν σε μεγάλο στρατσόχαρτο<ιταλ. straccia carta (σεντόνι) και ιδίως τεράστιο χαρτονόμισμα μηδαμινής αξίας, (συνήθως ένεκα υποτιμήσεως της μονέδας).

Συνώνυμα: Κάρο, καρούλι, ψαροκασέλα (βλ. «Ο Ταξιτζής» με τον Χατζηχρήστο 1964), παντόφλα, καφεκούτι, σαράβαλο, μπα(γ)κατέλα, σαπάκι, κωλοκοτρωνέικο (π.χ. σουγιάς) κ.α.

- Πάμε Σαλονίκη το σουκού;
- Ναι αμέ! Με τί θα πάμε;
- Με το τουτού!
- Ποιό μωρέ; Με τί; Με τη δική σου τη σακαράκα;
- Γιατί δε σ’ αρέσει;
- Μωρέ μ’ αρέσει, αλλά μας βλέπω να τρώμε σουβλάκια στον Πασιάκο περιμένοντας την ΕΛΠΑ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

«Πάω κάποιον καροτσάκι»: τον αναγκάζω να ακολουθήσει τον ρυθμό μου.

Η έκφραση χρησιμοποιείται πρωτίστως στο οδήγημα, όταν έχεις μπροστά σου κάποιο όχημα που πάει αργά και το οποίο είναι αδύνατο να προσπεράσεις, άρα σου επιβάλλει την ταχύτητά του και είναι σα να σε σέρνει πίσω του, σα να είσαι (σ)το καροτσάκι του.

Μπορεί όμως και να είναι θετικό, δηλ. το προπορευόμενο όχημα να σε βγάλει από μια δύσκολη θέση, αν εκμεταλλευτείς το γεγονός ότι σε καλύπτει.

Πέρα από το οδήγημα, μεταφορικά σημαίνει ότι κάνω κάποιον ό,τι θέλω, τον κατευθύνω όπως εγώ νομίζω.

  1. - Αργήσατε...
    - Ε, ήταν ένας μαλάκας φορτηγατζής μπροστά μας σε όλη τη διαδρομή, δέκα αυτοκίνητα από πίσω του, δεν άφηνε κανέναν να περάσει, καροτσάκι μας πήγε ο καργιόλης...

  2. - Γρήγορα ήρθατε!
    - Ήμασταν τυχεροί, κολλήσαμε πίσω από το λεωφορείο της γραμμής και μας έφερε καροτσάκι εδώ, δεν χαθήκαμε πουθενά.

  3. - Τι λέει ο νέος διευθυντής;
    - Μεγάλο λαμόγιο. Καροτσάκι θα μας πάει αυτός, πού να του πάμε κόντρα, όλους τους έχει αγοράσει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ρουφιάνος, ο σπιούνος, ο καταδότης, το καρφί, ο undercover πληροφοριοδότης, αυτός που σε δίνει, συνήθως στεγνά. Μισητό και επίφοβο πρόσωπο.

Έκφραση που χρησιμοποιείται ευρύτατα στο Πολεμικό Ναυτικό, αλλά και γενικότερα - όπως πιθανολογεί βάσιμα ο υποφαινόμενος - στις Ένοπλες Δυνάμεις και τα Σώματα Ασφαλείας. Η χρήση της επεκτείνεται εν δυνάμει και σε πολιτικά συμφραζόμενα. Δεν θα είναι άλλωστε η πρώτη φορά που θα συμβεί κάτι τέτοιο.

Στο Πολεμικό Ναυτικό, η θέση του δώστη είναι θέση θεσμική. Σε κάθε υπηρεσία, π.χ. ένα πολεμικό πλοίο, υπάρχει κι ένας δώστης, τον οποίο κανείς δεν γνωρίζει. Αυτός επικοινωνεί απευθείας με την Ασφάλεια, π.χ. αν παρατηρήσει να παίζουν τίποτα ναρκωτικά κλπ, καρφώνει όμως αρμοδίως και τυχόν παρατυπίες σχετικές με εκτέλεση καθηκόντων. Αν δλδ ο καθένας πάνω στο πλοίο, από τον καπετάνιο μέχρι το τελευταίο ΕΠΟΠ αρμένι, κάνει καλά τη δουλειά για την οποία πλερώνεται. Σε μεγαλύτερες υπηρεσίες, π.χ. φρεγάτες, οι δώστες μπορούν να είναι και δύο. Πάντως ένας υπάρχει στάνταρ.

Κανείς δεν ξέρει ποιος ειναι ο δώστης. Όλοι υποπτεύονται όλους. Δώστης μπορεί να είναι οποιοσδήποτε, δεν παίζει ρόλο ο βαθμός. Εξαιρείται ίσως ο καπετάνιος, ακριβώς διότι αυτός λόγω θέσης δεν έχει κανέναν πάνω απ' το κεφάλι του, δεν δίνει λόγο σε κανέναν άλλο μέσα στο πλοίο. Κάποιος λοιπόν πρέπει να τον τσεκάρει κι αυτόν.

Αυτό το κλίμα καχυποψίας συντηρείται έντεχνα, έτσι ώστε κανείς να μην μπορεί να επαναπαυτεί και να χαλαρώσει. Πρέπει όσο μπορείς να είσαι προβλεπέ, ποτέ δεν ξέρεις από που μπορεί να σκάσει η πούτσα. Διαίρει και βασίλευε με δυο λόγια. Όλοι αλληλοϋποβλέπονται, και έτσι εξασφαλίζεται η πειθαρχία και η συνοχή του στρατεύματος.

Τη σημερινή εποχή, ο δώστης έχει υποκατασταθεί σε μεγάλο βαθμό από εξελιγμένα ηλεκτρονικά συστήματα παρακολούθησης. Βέβαια ο ανθρώπινος παράγοντας παραμένει εξαιρετικά χρήσιμος και αναντικατάστατος.

(πραγματικό περιστατικό από ναυτική άσκηση)

Το πλοίο βρίσκεται κάπου ανοιχτά της Σύρου. Η άσκηση τελειώνει σύμφωνα με το πρόγραμμα στις 12.00. Ο καπετάνιος μιλά στο κινητό με τη γκόμενά του, η οποία τον περιμένει σε δωμάτιο ξενοδοχείου στο νησί.

- Έλα μωρό μου, με κόβω κατά τις 11.30 να είμαι κοντά σου. Θα το λήξω νωρίτερα, δε βλέπω την ώρα να σε δω.

Με το που κλείνει ο κάπταιν, σκάει τηλέφωνο από «ψηλά»:

- Παρακαλώ κύριε, η άσκηση τελειώνει κανονικά στις 12.00. Να τηρηθεί το πρόγραμμα.
- Μάλιστα....

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νόθευση ναρκωτικής ουσίας. Μείωση της καθαρότητάς της μέσω προσμείξεων. Συνηθέστατη πρακτική. Το κόψιμο μπορεί να φτάσει και σε ποσοστό 95%. Σε χώρες όπως η Ελλάδα αυτό δεν είναι καθόλου σπάνιο.

Κομμένη: νοθευμένη ναρκωτική ουσία. Η μη κομμένη είναι η καθαρή. Κόβω: νοθεύω ναρκωτικά (με σκοπό προφάνουσλυ το κέρδος)

Όλες σχεδόν οι ντρόγκες κόβονται. Η καθεμιά και με διαφορετικό υλικό. Είναι ανεδαφικό ωστόσο να μιλάμε για τυποποίηση στους τρόπους και τα υλικά των κοψιμάτων. Ο καθένας χρησιμοποιεί ό,τι έχει εύκαιρο, ό,τι βρει μπροστά του. Φουλ αυτοσχεδιασμός. Φαντασία να 'χεις κι η δουλειά θα γίνει. Πενία τέχνας κατεργάζεται.

Στη διαιωνιζόμενη πραγματικότητα του κοψίματος, οφείλεται η συντριπτική πλειοψηφία των θανάτων από ναρκωτικά. Αυτό που συχνά ακούγεται, «πέθανε από υπερβολική δόση» είναι μέγιστη ανακρίβεια, παραμύθι για μικρά παιδιά. Οι χρήστες –μιλάμε βασικά για τους πρεζάκηδες– δεν είναι ηλίθιοι. Γνωρίζουν πολύ καλά πόσο πρέπει να πιουν, μέχρι ποιο σημείο τους παίρνει. Η στραβή κάθεται συνήθως στην εξής περίπτωση: κάνεις χρήση νοθευμένης πρέζας για καιρό, και συνεπώς ξέρεις τι ποσότητα επαρκεί για να την ακούσεις, π.χ. 1 τζι (γραμμάριο) την ημέρα. Καμιά φορά όμως, σκάει μύτη στις πιάτσες σταφ υψηλότερης της συνήθους καθαρότητας. Ο πρεζάκιας, αν δεν την σακουλευτεί τη φάση και βαρέσει με την ίδια ποσότητα, την πούτσισε... Η κατ' εξαίρεση διοχέτευση καθαρής πρέζας στις πιάτσες, είναι συνήθως ενέργεια των ντηλεράδων καθ' όλα σκόπιμη, όταν θέλουν να απαλλαγούν από κάποιον / κάποιους ιδιαιτέρως ενοχλητικούς πελάτες...

Το αντίστροφο της παραπάνω φάσης –που επίσης αποβαίνει μοιραίο– έχει ως ακολούθως: κάποιος που είναι καθαρός καιρό, αν ξαναπέσει απότομα στην παραμύθα, κάνοντας το λάθος να ξεκινήσει με την ποσότητα που έπαιρνε παλιά, θα φάει χοντρό πακέτο, ίσως και να ψωνίσει κάνα ξύλινο παλτό... Αυτό συμβαίνει λόγω άγνοιας των μηχανισμών ανοχής του σώματος. Όταν πίνεις τακτικά, αναπτύσσεις ανοχή, που όσο πάει και μεγαλώνει (μιθριδατισμός). Με την απεξάρτηση όμως, επανέρχεσαι στα φυσιολογικά επίπεδα ανοχής, αυτά ενός «κανονικού» ανθρώπου. Έτσι τουλάστιχον λένε, γιατί υπάρχει κι η άποψη «once a junkie, always a junkie». Αλλά αυτό το ρητό μάλλον αναφέρεται στην ψυχολογική όψη της εξάρτησης, η οποία σε αντίθεση με την καθαρά σωματική, είναι πολύ πιο μανουριάρικη. Η Ηρώ είναι μια γκόμενα που δεν ξεχνάς ποτέ. Όποιος έχει νιώσει τη ζεστή θαλπωρή και τους απανωτούς οργασμούς του πρώτου λεπτού μετά το βάρεμα, θα καταλάβει.

Τρόποι και υλικά κοψίματος

Το χασίς κόβεται με χένα. Επίσης, του αφαιρείται το λάδι, το χασισέλαιο (απολαδοποίηση), οπότε χάνει το 60-80% της ποιοτικής του αξίας και γίνεται μπουρούχα.

Στις σκόνες συνηθίζεται η ζάχαρη, η λακτόζη, το μανιτόλ (φαρμακευτική σκόνη άσπρη σαν τη ζάχαρη, αλλά με ουδέτερη γεύση), το κινίνο, η καυστική σόδα, το ταλκ, η κιμωλία. Έχουν αναφερθεί ακόμη και μαρμαρόσκονη / τριμμένος σοβάς, χώμα και έτερα οικοδομικά υλικά. Οι ουσίες αυτές, μαζί με λίγο σταφ μπορούν π.χ. να ανακατευτούν σε μίξερ με έναν κύβο Κνορ, που με το λίπος του «δένει» το όλο μείγμα. Επίσης χρησιμοποιούνται διάφορα χάπια, π.χ. depon, τριμμένα ή και ψημένα, ώστε να πάρουν την τυπική καφετιά πρεζόμορφη απόχρωση. Καμιά φορά το κόψιμο γίνεται και με κανονικά δηλητήρια, π.χ. στρυχνίνη. Η κλασική κίνηση που κάνουν οι μπάτσοι στις ταινίες, να δοκιμάζουν με την άκρη του δαχτύλου τη σκόνη για να δουν τι σκατά είναι (σημειωτέον πως η πρέζα έχει πικρή γεύση), κατά καιρούς έχει στείλει μερικούς από δαύτους να δουν τα ραδίκια να φυτρώνουν απ' τη μέσα μεριά...

  1. Το κόψιμο της σκόνης (ηρωίνης, κοκαΐνης, μορφίνης) λαμβάνει χώρα όταν η ουσία βρίσκεται στη συμπυκνωμένη μορφή της λεγόμενης «βάσης», ένα βήμα πριν το λιανικό εμπόριο.

  2. Στην Ελλάδα διαθέτουμε, σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες, την πλέον κομμένη πρέζα όλης της Ευρώπης: μόλις 20% καθαρότητα κατά μέσο όρο.

  3. Οποιοσδήποτε μπορεί να κόψει λίγη κόκα και να την πουλήσει πολλαπλασιάζοντας το κέρδος του. Στην κουζίνα της μαμάς σου θα βρεις ό,τι χρειάζεσαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified