Further tags

Αγγούρι θεωρείται το τυπάκι που ιδρώνει συνεχώς, παραπονιέται πάντα για τη ζέστη και κυκλοφορεί κάθε καλοκαίρι με ένα χαρτομάντιλο στο χέρι... είναι συνήθως ψηλός και λεπτός.

-Κοίτα πως ίδρωσε πάλι ο μαλάκας ο Παντέλος!
- Σαν το αγγούρι έγινε πάλι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως σημαντική υποπερίπτωση εναλλακτικού ορισμού, κατά τον οποίο αβγό είναι «κάτι που λάμπει σαν το κέλυφος του αβγού» θα αναφέρω ότι αβγό λέγεται και ο φαλακρός. Και μιλάμε περισσότερο για τους φαλακρούς νέας κοπής που παραδέχονται εξαρχής ήττα και τα ξυρίζουν αντί να δώσουν την μάχη οπισθοφυλακής με καραφλάζ ή να κάνουν πανηγυρική αναπλήρωση ως καραφλοχαίτουλες. Ως αβγό εννοούμε είτε το κέλυφος άσπρου αβγού, είτε και το ξετσοφλιασμένο βραστό αβγό. Ορισμένοι μάλιστα έχουν ωόσχημο κεφάλι (οβάλ) κάνοντας την ομοιότητα ακόμη πιο εντυπωσιακή.

Πού μαζευτήκανε πέντε αβγά στην παρέα. Σιγά, θα τυφλωθούμε από την φωτοχυσία!...

(από Khan, 10/01/11)Θα σε καταγγείλω πονηρέ ωοειδή (από Khan, 19/01/11)Αυγό και με τις 2 σημασίες (αλλά και με άλλες από αυτές που έχουμε). (από Khan, 28/07/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Χαρακτηρισμός Ρουμελιωτών, όπως οι Αγρινιώτες ή οι κάτοικοι της Σπερχειάδας με έφεση στην παρασκευή και κατανάλωση κοκορετσιού. (Δες).
    1. Οι κοκανοϊμανείς, επειδή η κόκα σλανγκίζεται ως κοκορέτσι.
    2. Αυτοί που έχουν πάθος με το ποδοσφαιράκι που λέγεται και κοκορέτσι και κυρίως οι άσχετοι παίκτες που δεν επικεντρώνουν στην μπάλα, αλλά γυρίζουν μηχανικά τους "σουβλισμένους" παίκτες σαν σούβλα.
  1. Οι κοκορετσάδες! Από την εποχή της Τουρκοκρατίας το προσωνύμιο (παρατσούκλι) των κατοίκων της Σπερχειάδας, είναι «κοκορετσάδες»! Ως γνήσιοι Ρουμελιώτες, οι Σπερχειαδίτες δεν έπαψαν ούτε στιγμή να τιμούν το παρατσούκλι τους! Μάλιστα, την εποχή των «Τρελών Αγελάδων» όταν η Κομισιόν εξέδωσε οδηγία για μη κατανάλωση εντοσθίων, οι Σπερχειαδίτες γελούσαν, συνεχίζοντας βέβαια να απολαμβάνουν τον ξεχωριστό – λαχταριστό μεζέ τους! (Lamia Now).
  2. Οι κοκορετσάδες που το παιζουν εφοπλιστες (δυο βραχάκια για 5 μοετ να πουλησουμε μουρη μπας και μας κατσει κανενα ανερχομενο μοντελακι..),οι τοκολυφοι και βασικοι οι γιοι τους, το μαυρο χρημα και κοιτωντας δεξια αριστερα μην σκάσει καμια σφαίρα ή καμία σύλληψη δημοσια.... Τα παιδάκια που το παιζουν μπράβακια από την ντόπα στα GYM και ψάχνουν φορτωμένη 40αρα για ζιγκολικι και καμια @@μητη πιτσιρίκα που θα πει "ουάου" και που κλεινουν τραπέζια ανά δεκάδα με 20 ευρω το ατομο(ενα μπουκάλι μίνιμουμ φρι) αλλά αισθάνονται κατι μεταξύ Ανιέλι και Νιάρχου και οποια τσιμπησει.... Αμαξι από την εκθεση αυτοκινήτου ή του μπαμπα αν δεν το πήραν σε ντου της δίωξης ή του ΣΔΟΕ και κοριτσάκια που αναζητουν τον χρυσό χορηγό για γάμο και σχέση ή έστω για το μήνα και την βραδινή έξοδο ελπίζοντας να μην είναι πιεστικός και θέλει κρεβάτι...Οποια έχει μάθει στα κοκορέτσια αναγκαστικά κάθεται βέβαια.... (Red Hoops).
  3. Παίξε μπάλα ρε κοκορετσά που μόνο να γυρίζεις τη σούβλα ξέρεις.

Got a better definition? Add it!

Published

1. Νόστιμο ψάρι που μοιάζει με τον τόνο και την παλαμίδα με επιστημονική ονομασία auxis. Το είδος auxis thazard ζει σε μεγάλα βάθη στη Μεσόγειο. Παρεμπιπτόντως, έχουν βρεθεί απολιθωμένα λείψανά τους σε στρώματα του ολιγόκαινου και του μειόκαινου, σε περιοχές της Αυστρίας και της βόρειας Βαλκανικής.

2. Χοντρό ροπαλοειδές (κι όχι μόνο) κομμάτι ξύλου, ο γνωστός κόπανος, στο ουδέτερό του.

3. Το αρχίδι, κατά Λευκάδα μεριά. Οπότε και μειωτικός χαρακτηρισμός προς άτομα με απαράδεκτη συμπεριφορά, βλάκες, ύπουλους, μοχθηρούς και ό,τι άλλο υποτιμήσεως σημαντικό όπως βεβαιώνεται κι εδώ.

1.
Έχω πιάσει μόνο δυο φορές με λαστιχάκι ψαρεύοντας τονάκια (κοπάνια) τα οποία πιάνονται εύκολα με αυτό οπότε σίγουρα δεν είναι η καλύτερη μέθοδος το λαστιχάκι για παλαμίδες.

2α.
Η δε επεξεργασία του χώματος ήταν μια μεγάλη διαδικασία, Το χώμα αυτό το κοπανούσαν με ένα ξύλο, το «κοπάνι», το οποίο το έπαιρνε χοντρό από το δάσος ο Παναγιώτης ο Κοζανίτης και το πελεκούσε. Μ’ αυτό χτυπούσε το χώμα μέχρι να γίνει σαν πούδρα.
(Περιγράφει την επεξεργασία χώματος με σκοπό τη δημιουργία κεραμικών).

2β.
Το νερό θέτει σε περιστροφική κίνηση εκκεντροφόρο άξονα, ο οποίος με τη σειρά του κινεί παλινδρομικά ράβδους (κοπάνια), οι οποίες συνθλίβουν τις πρώτες ύλες του μπαρουτιού σε λεπτή σκόνη. (Περιγράφει τη λειτουργία ενός μπαρουτόμυλου στην Αρκαδία -βλ. 2ο μήδι).

3α.
Το παιδί είχε μοίρα λαμπρή. Καλά-καλά!!! Το δέχτηκε η γειτονιά ως φυσιολογικό και γνήσιο. Το δέχτηκαν οι Βλάχοι, οι γύφτοι, οι λούμπεν, οι χλιδάτοι, οι μοδάτοι, οι λεφτάδες, οι παπάδες, οι σοφοί, οι κουτοί, οι χαζοί, οι κουζουλοί, οι πονηροί, οι χωριάτες, οι εργάτες, τα κοπάνια, τα τσογλάνια, οι λεβέντες, οι χαφιέδες και γενικώς το εδέχθησαν άπαντες οι μαλακισμένοι της κοινωνίας ( μεταξύ αυτών και εγώ αρχικώς) γιατί το παιδί έγραφε στην ούγια ΜΕΪΝΤ ΙΝ ΟΥΖΑ και εμείς διαβάζαμε Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κόμμα.

3β.
Έχει σημασία που δεν δημιουργήθηκε για video games; Δεν υπάρχει πιο εύχρηστο εργαλείο από το ποντίκι τελεία και παύλα, για όποιον σκοπό και να χρησιμοποιείται. Εξάλλου κάποτε δεν φανταζόμασταν τους εαυτούς μας να παίζουμε με keypads, αυτά ήταν για κοπάνια, το tomahawk joystick ήταν κάποτε το χέρι του θεού ή το πιο κοντινό σε αυτό.

(Όλα απ’ το δίχτυ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καταναλωτής κριτσινιών με σουσάμι, κυρίως υπάλληλος του ΟΤΕ και μελετητής του σύμπαντος. Γεμίζει σουσάμι το γραφείο απο την υπερβολική κατανάλωση κριτσινιών.

- Χρήστο γέμισε σουσάμι το γραφείο σου πάλι.
- Άσε έφαγα 3 κιλά κριτσίνια σήμερα, έφταιγε η ευθυγράμμιση της Πανσελήνου με τον Δία.

(από ela, 01/09/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο παχύς και μαλθακός. Βλέπε και μοσχάρι.

- Άρχισε κανα γυμναστήριο, τελευταία έγινες λαπάς από το πολύ φαϊ και καθησιό!

"Και σ\' έπιασα στα πράσα μια πρωία με κάποιον μικρομέγαλο λαπά!". (από Hank, 08/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Με τον όρο λουκουμάς αναφερόμαστε τόσο στο καταπληκτικό γλύκισμα που όσοι ξέρουν το παραγγέλνουν λέγοντας: «Πιάσε ένα ντόνατς» όσο και στον αφράτο τύπο με μπαμπακωτά μαγουλάκια και, συνήθως, καστανόξανθες μπούκλες. Την όλη εμφάνιση συμπληρώνει και το σχήμα του σώματος που με λίγη, πολύ λίγη, φαντασία μπορεί να παρομοιαστεί με αυτό που φαίνεται όταν μπάλα μπάσκετ έχει μείνει στο στενό διχτάκι της μπασκέτας και έχουμε ρίξει κι άλλη από πάνω για να την κατεβάσουμε αλλά έμεινε κι αυτή (το όλο σκηνικό χωρίς το δίχτυ και τη στεφάνη και με την ανυπαρξία λαιμού να βοηθάει πολύ). Κι επειδή όλοι μας προσπερνούμε την εξωτερική εμφάνιση και βλέπουμε στην ουσία και στον εσωτερικό κόσμο του άλλου, ο λουκουμάς ολοκληρώνεται και με κάποια σημάδια στο χαρακτήρα του.

Ο λουκουμάς λοιπόν αποτελεί αυτό που λέμε μαμμόθρεφτο, μη μου άπτου στα όρια αδερφής που παρακαλεί, πολύ, στις ταβέρνες να φέρουν απαραίτητα κουτάλι για όλες τις σαλάτες ώστε ο καθένας να μπορεί να παίρνει στο πιάτο του. Γενικά είναι τρελός φλωρούμπας και πίνω-γάλα-στις-9-για-να-έχω-πέσει-για-ύπνο-στις-και-μισή και κατά έναν περίεργο τρόπο όλοι τριγύρω το καταλαβαίνουν με τον ίδιο μαγικό τρόπο που ο Χάρισον Φορντ στις ταινίες που παίζει τον ευυπόληπτο καταλαβαίνει ποιοι είναι οι κακοί ακόμη κι αν δεν έχουν πιστόλι. Φυσικά χρησιμοποιείται και για τύπους που δεν είναι όλα αυτά αλλά ξέρουν την σημασία του και μόνο που το ακούνε αρκεί για να θυμώσουν όσο ακριβώς επιθυμεί αυτός που το λέει (εντάξει, ίσως και λίγο παραπάνω ή παρακάτω).

(Δύο φίλοι κάθονται κάνοντας ταβανοθεραπεία και ο ένας ξαφνικά σπάει τη σιωπή)

- Αν είναι δυνατόν. Ο Στέλιος, ο λουκουμάς, που μου ντύνεται με πουλόβερ από την εποχή του πατέρα του, έχει αρχίσει να έχει φαλάκρα και η αγαπημένη του λέξη είναι «μεαπόλα», τα έφτιαξε με το Μαράκι το παστάκι για παράδειγμα.
- Τι για παράδειγμα ρε παπάρα;
- Αν το δεις γραμμένο εκεί που θέλω να το γράψω θα καταλάβεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αν και το μπετόν προέρχεται από τα γαλλικά (béton) ομοίως μ’ εμάς αποκαλούν κι οι Ιταλοί betoniera:

1. Το γνωστό μηχάνημα και το γνωστό όχημα, παραγωγής μπετόν που χρησιμοποιούνται στην οικοδομική.

2. Η υπερβολική χοντρή γυναίκα.

Τα αγελάδα, βόδι, γουρούνα είναι υποκοριστικά· τα [κήτος], φάλαινα, όρκα, φώκια παραπλανούν, αφού είναι προς εξαφάνιση ενώ αυτή όχι· τα τόφαλος, θωρηκτό, φρεγάτα, παπόρι, ξυγκοβουνό, είναι πιο κοντά στην εξωτερική περιγραφή αλλά δεν καλύπτουν το βασικό χαρακτηριστικό της διαρκούς μασάς.

Την περιγράφει πολύ παραστατικά στο «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα» ο Μάρκος Σεφερλής παρέα με την γνωστή ιδιορρυθμία στα ερωτικά γούστα που τολμώ να περιγράψω σαν μπετονιερολαγνεία· το παχυσαρκολαγνεία (fat fetishism) μου φαίνεται κάπως, αλλά περί σλανγκο-ορέξεως...

3. Θαμώνες μπαρ και άλλων διασκεδάδικων (όχι απαραίτητα χοντροί) που καταναλώνουν ξηροκάρπια και λοιπά συνοδευτικά του ποτού σε τεράστιες ποσότητες. Το αλκοόλ είναι απλώς η αφορμή. Από γκαρσόνια και μπάρμεν ακούγονται και τα: «Έβαλε μπρος τη μπετονιέρα», «Ακόμη δε πήρε φωτιά η μπετονιέρα;» ενίοτε και σαν σφόλια. Ένα τρατάρισμα με μπαγιάτικα ψιψιψόνια («Στείλε τα ληγμένα / μπίο») μπορεί να στείλει το μήνυμα αλλά μερικοί συνεχίζουν ακάθεκτοι. Παρεμπιπτόντως, το φαινόμενο παρατηρείται εντονότερο λόγω οικονομικής κρίσης.

Υποσυνομοταξία αυτών, αποτελεί η «αυτοτροφοδοτούμενη μπετονιέρα». Παρατηρείται σε κινηματογράφους και μεγάλα κέντρα όπου υποβοηθούμενοι από το σκότος και το ημίφως, καρμίρηδες (ή οικονόμοι, όπως το δει καθείς) κουβαλούν δικές τους σνακοπρομήθειες προς κατανάλωση.

Σε κινηματογράφους μπορεί να σου γίνουν τα νεύρα τσατάλια / κρόσσια αν έχεις τη γκαντεμιά να καθίσει δίπλα σου μια μπετονιέρα σε δράση. Στις λοιπές περιπτώσεις, αν γουστάρεις, σηκώνει και τράκα: η ποιότητα είναι αισθητά καλύτερη.

4. Tο «τη γυρνάει τη μπετονιέρα» αλλού στο σάη.

  1. «Τη μπετονιέρα μην κατηγοράς - αυτή σου δίνει για να φας» (ανεπανάληπτοι στίχοι απ’ τη «μπετονιέρα» του Ζωρζ Πιλαλί)

  2. «Μικρή γλυκιά μου Μπετονιέρα»
    Στίχοι, Μουσική, Πρώτη εκτέλεση: Μάρκος Σεφερλής:

Κάτι θέλω να σου πω που καιρό κρατώ κρυφό
ψάχνω λέξεις για να βρω
πιο καλά να εκφραστώ.

Δε θέλω να μου προσβληθείς
ούτε να μου παρεξηγηθείς
για το λόγο λοιπόν αυτό
απόξω - απόξω θα σ' το πω

Κάνανε ζάρες οι βυζάρες σου
και σακουλιάσαν οι ματάρες σου
το δαχτυλίδι δε χωράει πια στο χέρι σου
και είναι εφτά κιλά το κάθε κωλομέρι σου.

Η κυτταρίτιδα έφτασε στ' αμήν
παραγγελία κάνεις το μπλου τζην
δύο καρέκλες για να κάτσεις δε σου φτάνουνε
αυτά μωρό μου όμως βλέπω και με φτιάχνουνε.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
που τρως σαν πούστης όλη μέρα
ψάχνω για να 'βρω κάποια λύση
αυτή η σχέση μη διαλύσει.

Μικρή γλυκιά μου μπετονιέρα
σου 'φερα γκούντα και γραβιέρα
να τρως συνέχεια ψάχνω λύσεις
φοβάμαι μην αδυνατίσεις.

Μοιάζεις με μίνι φαλαινίτσα
έχεις τεράστια κοιλίτσα
σαν δυο αρκούδων έχεις κώλο
αυτές που ζουν στο Βόρειο Πόλο.

Από το πάχος λεν θα χάσεις την υγεία σου
εσύ μην τους ακούς, άδειαζε τα ψυγεία σου
ότι δε φαίνονται σου λένε τα παΐδια σου
εσύ μην τους ακούς γράφτους όλους ... κανονικά

  1. –Τι 'ναι αυτή η στοίβα ρε;
    – Ό,τι πιατικό γλίτωσε απ’ τη μπετονιέρα στο 15. – Με μια σφήνα Κάτυ μόνο; Κρύψ’ τα κάσιους και στείλε μπίο.
    – Μπίο γιοκ εδώ και μισή ώρα.
    – Λες να ‘χει καβάντζα η μπουζουκλερί απέναντι;
    – Κι εκείνα από ‘κει ήταν.
    – Πω ρε πούστη μου!! Μα που τα βάζει;
    – Να ψήσω τραχανά με στραγάλια στα μικροκύματα ντεμέκ εξωτικό;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαίμαργος, ο φαταούλας στην αργκό των Ιωαννίνων. Απαντάται συνήθως ως π'στόβλιακο.

- Πού είναι ρε η μπατσαριά;
- Την έφαγα.
- Ρε πουστόβλιακο!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός του οποίου η δίαιτα, -με τη διπλή (αρχαία ελληνική) σημασία της διατροφής και του (πολιτικού) τρόπου του βίου-, βασίζεται στο σουβλάκι. Όπως και το σουβλακοφάγος χρησιμοποιείται ως:

  • οιονεί χαρακτηριολογική τυπολογία

Ελληναράς ΜΠΑΛΟΚΡΙΤΙΚΟς σουβλακοβιος. (Εδώ).

  • ως εθνικό τυπολογικό χαρακτηριστικό

Ο πιο Έλληνας είμαι εγώ που είμαι σουβλακόβιος! (Από συζήτηση περί ελληνικής ιδιαιτερότητας στο Μπου).

  • και, ασφαλώς ως παρατσούκλι του Κώστα Καραμανλή (ανηψιού).

Μην ξεχνάμε τη στάση του Γ.Α.Π. τον Απρίλιο του 2009 όταν ο σουβλακοβιος του ζήτησε εθνική συνενόηση γιατί τα είχε σκατώσει κι ο ΓΑΠ απάντησε λεφτά υπάρχουν. (Εδώ).

Αιώνιος σουβλακόβιος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified