Further tags

Φωτογραφία ή εικόνα που έχει υποστεί επεξεργασία στο Photoshop (άλλως γνωστό και ως φωτομάγαζο) ή οποιοδήποτε αντίστοιχο πρόγραμμα, όπως Corel.

Συνήθως αναφέρεται σε φωτομοντάζ (είτε για πλάκα, είτε στεγνά για παραπλάνηση του κοινού), ή σε διορθώσεις που αποκοπούν στο να φαίνεται ομορφότερο το εικονιζόμενο πρόσωπο/κορμί (από μοντέλες και τραγουδιάρες μέχρι δημοσιογράφους και πολιτικούς) - και όχι σε αθώα επεξεργασία τύπου «διόρθωση κόκκινων ματιών».

Ετυμ. (εν μέρει αντιδάνειο) < αγγλ. photoshop <
photo (= φωτογραφία) < photograph < ελλ. φως + γράφειν
+ shop (= μαγαζί) < παλ. αγγλ. sceoppa (= πάγκος πωλητή).

- Χαχα, την είδες την τελευταία φωτοσοπιά στη Σαλάτα Εποχής; Κολλήσανε τη μούρη του Κακλαμάνη σε πόστερ του Σχιζοφρενή δολοφόνου με το πριόνι. Μιλάμε, έκλασα στο γέλιο.

(κοιτάζοντας φωτογραφία περιοδικού)
- Πωωω, πολύ παιδί αυτή η Δούνια... Τούμπανο...
- Φωτοσοπιά είναι ρε στόκε, ξέρεις τι κυτταρίτιδα έχει αυτή κανονικά;
- Δηλαδή, άμα σου κάτσει, θα της πεις όχι, ε;
- ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από τον μέγα μιζερομίζερο τσιφούτη Ebenezer Scroodge του Ντίκενς (Ένα Χριστουγεννιάτικο Παραμύθι) και κυρίως αργότερα από τον Σκρουτζ Μακ Ντακ του Ντίσνεϋ, μας έμεινε να αποκαλούμε Σκρουτζ κάθε τσιγκούνη και σφιχτό με τα λεφτά άνθρωπο.

Σκρουτζιές, λοιπόν, είναι οι μικρο-λογαριασμοί, οι λογαριασμοί επιπέδου κουμπαρά και όχι οι μεγάλοι οικονομικοί υπολογισμοί (εφορεία, δάνεια και τέτοια). Σκρουτζιές κάνουμε όταν βάζουμε κάτω τα μικρο-οικονομικά μας, π.χ. τα έσοδα του μήνα που θα γίνουν έξοδα, τα μικροχρέη του ενός προς τον άλλον, του καθενός μας προς ΟΤΕ, ΔΕΗ, ΕΥΔΑΠ, κοινόχρηστα κλπκλπ, οι λογαριασμοί δηλαδή που κάνουν τους καλούς φίλους / συνεργάτες / ζευγάρι / αδέλφια / συγκατοίκους κλπ και που, αν δεν γίνουν σωστά ή στην ώρα τους, αποτελούν μέγα θέμα για καυγά και γκρίνια.

Μωρό μου πληρώθηκα σήμερα, έλα να κάνουμε σκρουτζιές να δούμε τι έχουμε και τι θα μας μείνει...

(από Dirty Talking, 21/07/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κεφαλιά από καραφλό ποδοσφαιριστή. Συνήθως είναι πολύ δυνατότερη από την κοινή κεφαλιά.

- Πάλι κουβά σήμερα..
- Τι είχες παίξει;
- Καραφλιά του Zidane από ημίχρονο...
- Ωραίος, στ' αρχίδια μας.
- Άντε ρε γαμήσου... κάθομαι και σου μιλάω κιόλα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα ιδιαίτερο είδος λεξιπλασιών, που φέρουν την σφραγίδα του ιδιότυπου χιούμορ του γκέι ακτιβιστή και σλάνγκαρχου Λύο Καλοβυρνά. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι αναφέρονται σε ανθυπολεπτομέρειες της καθημερινής ζωής, που αποτελούν κοινό βίωμα όλων μας, αλλά δεν τους έχουμε δώσει ιδιαίτερη σημασία μέχρι ο Καλοβυρνάς να μας επιστήσει την προσοχή σ' αυτές μέσω ευφάνταστων και ιδιοφυών λεξιπλασιών. Είναι το είδος λεξιπλασίας που ο αποδέκτης τους αναφωνεί μετά: «Τι σκέφτηκε ρε ο πούστης!» (με την καλή έννοια). Ορισμένες από τις καλοβυρνιές είναι (αυτο-)σαρκαστικές για τις αντιλήψεις που υπάρχουν στην ελληνική κοινωνία για τους γκέι.

Σύγκρινε: παπαρολογισμός, σεφερλίτιδα.

Ο χρήστης Tarantula έχει φλομώσει το σάιτ με καλοβυρνιές, και μάλιστα άνευ παραπομπής!

Βλ. λ.χ. απουστήρωση, σκουπευκαιρία, πουπήγιο και καμιά διακοσαριά ακόμη...

Λύο Καλοβυρνάς (από GATZMAN, 28/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μπούρδα, βλακεία, απορία.

Γιατί δεν σκέφτεσαι πριν μιλήσεις ρε μαλάκα, μας τρέλανες στις αρχιδιές.

Βλ. και παπαρδέλες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η αναποδιά, όπως φαίνεται στην έκφραση τρώω ψωλιά.

  2. Μια μαλακοκουβέντα ή μαλακοκατάσταση, κ. παπαριά, αρχιδιά, μπαρούφα κττ., εξ ου κι ο ψωλέμπορας που τις πουλάει, ή κάτι το οποίο θεωρούμε σκέτη σαχλαμάρα.

  3. Δε ρήαλ θινγκ, η κίνηση του πέοντα τη στιγμή που τα φλόκια πετάγονται α λα Πήτερ Νορθ.

  4. Κυριολεκτικά πάλι, το γαμήσι.

  1. Αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται; Χρηματιστήριο; Ψωλιά το 1992, ψωλιά το 2.000. Δάνεια; Ψωλιά το 95, ψωλιά το 2010.
    Δεν μαθαίνει ρε ο Ελληνας, δεν μαθαίνει.

  2. ...είχε και καλό χαρακτήρα, γλυκό πρόσωπο και άκουγε και Madrugada και όλες τις ψωλιές αυτές.

  3. … και με γέμισε με τα χύσια του με μια δυνατή ψωλιά….

  4. Κάθισα αποκαμωμένη στον καναπέ ευτυχισμένη όμως από τις δυνατές ψωλιές που έφαγα…

-όλα διχτυωτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ταινιών τρόμου, συνήθως δευτεροκλασάτων, όπου κυριαρχεί το συνεχές πλατσούρισμα των σκηνικών και της κάμερας από λουτρά αίματος. Εκ του αγγλικού splatter.

Ποοοο, μαλάκα, νοικιάσαμε χτες μια σπλατεριά ... Άλλο να σου λέω και άλλο να βλέπεις. Ο τύπος να της τραβάει το λαρύγγι με τα δόντια και να 'χει γεμίσει ο τόπος κέτσαπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ζανρ κινηματογραφικής, τηλεοπτικής ή άλλης τρασιάς με πολύ έντονα στοιχεία καφρίλας, αλλά όχι με την καλή έννοια (π.χ. μια κακιά σπλατεριά). Εναλλακτικά, κάθε είδους καφριλίκι.

Εκ του κάφρος και του γαμοσλανγκοτέτοιου -ιά.

1.
Pε οσο τη σκέφτομαι μου αρέσει περισσοτερο!!! ολες οι σκηνές ειναι μια και μια με αποκορύφωμα το φιναλε (πιο πολυ παροδιοχαβαλετζιδικια, καφρικια ταινία παρα horror) οσοι εχετε δει πχ Firefly καταλαβαίνετε τι εννοω...

2.
Πειτε μου τωρα οτι δε θα ξαναδειτε τηλεοραση γιατι ειναι πολυ καφρικια :D::D:D:D:D

3.
se poies tainies stis romantikes i stis kafrikes gt se kapoia kafrikia ekei pou epilexei na se sikosei pao stoixima tha exei fotistiko apo pano sou

4.
Η λυση της web camera που ειπες την σκεφτηκα αλλα θα ειναι λιγο «καφρικια» η ποιοτητα του stream

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κακαράντζα, το μικρό, σφαιρικό, κυβικό ή πολύεδρο κόπρανο συμπαγούς υφής (στο κεφαλληνιακό ιδίωμα).

- Έχεσες τίποτες ωρέ Παντελή;
- Τι να χέσω; Μόνο κάτι βερβελιές έβγαλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που αποδίδει την πατρότητα της στον Λιακό και αποτελεί παράφραση της λέξης πουτανιά, που έχει όμως τη σφραγίδα του Βλαδίμηρου Πούτιν αφού χρησιμοποιώντας τη μαεστρία και την ευελιξία του, ως γριά πουτάνα βρίσκεται ένα βήμα πιο μπροστά από τους ραδιούργους, αφού μπορεί να σκαρώνει κομπίνες, πλεκτάνες και να μεταχειρίζεται πλάγιες οδούς ώστε να αποδεικνύεται πιο καπάτσος στις περιστάσεις, παγιδεύοντας τους ραδιούργους στην ίδια τους την παγίδα.

- Πήγε που λες η Γεωργία,με τις πλάτες της Αμερικής να το παίξει λιοντάρι στην Οσετία, αλλά λογάριαζε χωρίς τον ξενοδόχο.
- Γιατί;
- Γιατί άρχισε ο Βλαδίμηρος τις πουτινιές, αφού ως γνωστόν στην πουτάνα πουτανιές δε χωράνε και έκανε τη Γεωργία καλοκαιρινό μαγαζί. Χέστηκαν επάνω τους οι Γιάνκηδες. Δε σου λέω τίποτα. Ακούνε Πούτιν... κι όπου φύγει φύγει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified