Further tags

Μια αρκετά εξειδικευμένη συνομοταξία ψωλιάς από τον μαγικό κόσμο της μπάλας: όταν ο παίχτης την τρώει στα arcidia του.

Για την ευρύτερη έννοια, βλ. εδώ.

- Αοοοοουουού πουτάνα μπάλα!!!

Ρονάλντο τρώει ψωλιά. (από Vrastaman, 05/11/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. γερμανισμός, δηλαδή χρήση μιας γερμανικής έκφρασης ή λέξης ή σύνταξης με ελληνικό τρόπο ή προφορά. Όπως λέμε αγγλιά, γαλλιά, κλπ.

  2. Η γερμανίδα, υποτιμητικά.

Ο έλλην, ως γνωστόν, σνομπάρει από αρχαιοτάτων χρόνων ό,τι δεν είναι ελληνικό (πας μη έλλην βάρβαρος, ναούμ') και σήμερα τους γερμανούς τους έχει στη μπούκα και καλούα επειδή πήγαν να τον κατακτήσουν ή επειδή δουλεύουν σαν ρομποτάκια κλπκλπ.

Ωραία, μόνο που η μισή ελλάδα στη γερμανία πήγε κι έτρεξε να μεταναστεύσει μετά τον πόλεμο (η άλλη μισή στην αμερική και στην αυστραλία. Νταξ, δεν είμαστε αντιαυστραλοί, είμαστε όμως, λέει, αντιαμερικάνοι).

Και τα καυτά ελληνικά καβλοκαιράκια, ο γκρηκ λόβερ τις έχει καλοπηδήξει ουκ ολίγες φορές τις εγγόνες των παρολίγον κατακτητών. Για να μην πούμε τι λένε ότι συνέβαινε και κατά τη διάρκεια της κατοχής (της μαμάς σου το μουνί το γαμούν οι γερμανοί, που λέει κι ο λαός).

Αλλά αυτά είναι ανθρώπινα και συγχωρούνται. Και είναι στερεότυπα στα οποία δεν πρέπει να κολλάμε. Γιατί τα στερεότυπα δεν μας αφήνουν να διακρίνουμε ούτε τα καλά του «κακού», ούτε τις δικές μας αδυναμίες...

Σημ.: δεν λέμε όμως την γαλλίδα «γαλλιά», ούτε την αγγλίδα «αγγλιά», ούτε την ελβετίδα «ελβετιά» κοκ. Επίσης δεν χρησιμοποιείται κάτι αντίστοιχο για τους άντρες.

  1. Ωχ δεν τον μπορώ αυτόν τον μεταφραστή, όλο κάτι γερμανιές κοτσάρει και τα κείμενά του είναι ακατανόητα.

  2. — Το νοίκιασες το εξοχικό σου στη Μάνη;
    — Ναι, σε μία γερμανιά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μάλλον απαξιωτικός χαρακτηρισμός για κάποιο σχεδιαστικό πόνημα.

Αφορά συνήθως σε βιομηχανικά προϊόντα, π.χ. έπιπλα, είδη οικιακής χρήσης, γκάτζετς, αυτοκίνητα, μηχανές. Μερικές φορές αναφέρεται και σε κτίρια, σπανιότερα και σε ρούχα. Αν χρησιμοποιήσετε τη λέξη για κάποιο καλλιτεχνικό έργο πρόκειται για θάψιμο ολκής.

Η ντιζαϊνιά είναι πάντοτε επώνυμη, το προϊόν είναι πάντοτε φίρμα.

Πολύ συχνά, ντιζαϊνιά χαρακτηρίζουμε κάτι εξεζητημένα μινιμαλιστικό χωρίς, ωστόσο, αυτό να είναι απόλυτος κανόνας. Πάντοτε, όμως, στη ντιζαϊνιά η αισθητική προέχει. Στον βωμό της μπορεί να θυσιασθούν η λειτουργικότητα, η αντοχή, η τεχνολογία και το προσιτό της τιμής.

Έτσι, πολλές φορές όταν χαρακτηρίζουμε κάτι ντιζαϊνιά εννοούμε ότι μπορεί να είναι όμορφο - ή, τουλάχιστον, αισθητικά καινοτόμο - αλλά είναι, κατά βάση, μάπα και, επίσης, αδικαιολόγητα ακριβό.

Σχετικά λήμματα: πολ μουρ, χαϊλίκι.

  1. Πράγματι, ωραία ντιζαϊνιά το καπάκι άλλα μάλλον ως τέτοια προορίζεται περισσότερο παρά ως κάποιο λειτουργικό στοιχείο προστασίας του προβολέα. (Από σχόλιο σε forum στο av site - αναφέρεται σε ένα projector Sanyo)

  2. Γενικά πιστεύω η αρχιτεκτονική έχει φορτιστεί με πολλά περισσότερα νοήματα από όσα πραγματικά φέρει. Το κτήριο είναι κατά βάση ένα χρηστικό αντικείμενο, όπως ας πούμε μια πιατέλα για σαλάτα. Αν η πιατέλα είναι ντιζαϊνιά από ίνοξ ή είναι πλαστική από τη λαϊκή της γειτονιάς, δεν παίζει ουσιαστικό ρόλο για τη σαλάτα, αλλά το ίνοξ θα κάνει αντανακλάσεις στο τραπέζι δίνοντας ένα διαφορετικό βάθος στην εμπειρία του φαγητού. (Από το freestuff.gr)

  3. Η Alfa Romeo είναι αγαπημένη μάρκα αυτοκινήτων του καλού μου... και μέσα από αυτόν έγινε και δική μου! Το ντιζάιν είναι απίστευτο... αν και τα ηλεκτρικά εξαρτήματά της χαλάνε στον χρόνο πάνω... Παρόλ' αυτά η ντιζαϊνιά και η μηχανή της δεν συγκρίνεται με καμιά άλλη μάρκα!!! (Από zooman-world.blogspot.com)

  4. Γιατί στους τοίχους και στα τραπέζια τους δεν έχουν κανένα κουλό πραγματάκι, αλλά μόνο Φίλιπ Σταρκ ανοιχτήρια και καφετιέρες Aλεζί; Tι να την κάνω την ντιζαϊνιά αν πρέπει να γίνω υστερική με το μάζεμα και την τακτοποίηση; (Από το ΚΛΙΚ)

  5. Χέστρα Alessi - βλ. φωτογραφία

(από poniroskylo, 14/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το σωτήριον έτος 1955, ένα παρακλάδι μιας μουσικής που τη λέγανε blues ή rhythm'n'blues ή race music και απευθυνόταν αποκλειστικά σε μαύρους Αμερικάνους -ενώ κατά τα άλλα θεωρούνταν πρόστυχη, φτηνή, παράφωνη, ή απλώς μουσική του διαβόλου- έφτασε στα αυτιά λευκών πιτσιρικάδων. Άλλαξε όνομα (rock'n'roll την είπανε), έκανε γκραν σουξέ και ακόμα μεγαλύτερο σκάνδαλο. Οι γονείς τραβάγανε τα μαλλιά τους, και το χάσμα γενεών απέκτησε το δικό του soundtrack.

Έκτοτε, οι καυλοπιτσιρικάδες άρχισαν να κλείνονται στα γκαράζ τους, να γρατζουνάνε κιθάρες, να κοπανάνε ντραμς, και γενικά να κάνουν θόρυβο. Ως επί το πλείστον, οι εν λόγω πιτσιρικάδες ήταν εντελώς άμουσοι. Μετρούσαν τις συγχορδίες που ξέρανε στα μισά δάχτυλα του ενός χεριού, από μέτρο γάμα τα, από μελωδία ό,τι να 'ναι, από στίχους δε βαριέσαι, από ενισχυμένο ήχο μη με ρωτάτε να σας πω. Κατά μία σατανική σύμπτωση όμως, αυτό ακριβώς λαχταρούσαν οι συνομήλικοί τους: κάτι πρωτόγονο, ζωώδες και άμουσο. Και ιδού, απ' τα γκαράζ στις δισκογραφικές και στα πικάπ και στα charts, μια «καινούργια» μουσική, που αργότερα την είπανε garage. Εμείς εδώ τη γράφουμε και γκάρατζ, τη λέμε και γκαράζ. Γκαραζιά, λοιπόν, είναι το garage τραγούδι ή γενικά ο ήχος ενός garage συγκροτήματος.

Από τα 60's έχει κυλήσει πολύ νερό στ' αυλάκι, και ένα σωρό ετερόκλητα πράγματα πιάνονται πλέον για γκαραζιές. Το πανκ και το ροκαμπίλυ έχουν γκάρατζ στοιχεία περίπου υποχρεωτικά, και συνήθως δε βγάζεις εύκολα άκρη τι είναι τι. Καμιά φορά, ο ερασιτεχνισμός (στη σύνθεση, στο παίξιμο, στην ηχογράφηση) σημαίνει γκαραζιά κατευθείαν. Από την άλλη, κυκλοφορούν άψογες παραγωγές με σούπερ ήχο από όντως ταλαντούχους μουσικούς που είναι σαφώς γκαραζιές -λόγω είδους. Η φαρφίσα είναι συνήθως κάρφωμα. Η βρωμιά και ο θόρυβος είναι σοβαρές ενδείξεις. Ενίοτε, όλα τα λεφτά είναι στο στιλάκι.

...Και επειδή είναι πολύ άχαρο πράγμα να περιγράφεις μουσική με λέξεις, αμέτε στα μήδια ν' ακούσετε και να πάθετε μόρφωση.

Παράρτημα: Σύνθετα ονόματα

Το γκάρατζ κολλάει εκ φύσεως με ένα σκασμό συγγενικά (και μη) μουσικά είδη, και η μουσική έχει σταματήσει προ πολλού να μπαίνει σε κουτάκια. Συνεπώς, ο ταλαίπωρος που προσπαθεί να βρει το «σωστό» (ΤΜ) χαρακτηρισμό για κάθε τραγούδι / συγκρότημα, αναγκάζεται συχνά να καταφύγει στην αυθόρμητη λεξιπλασία. Έτσι προκύπτουν ένα κάρο σύνθετα, που συνήθως δεν καθιερώνονται σε ευρεία χρήση (πόσο ευρείας χρήσης είναι αυτή η μουσική στο Σκυλαδιστάν, τέλος πάντων;), ωσεκτουτού δεν πολυπροσφέρονται για ξεχωριστά λήμματα στο σλανγκρ. Είναι όμως ευφάνταστα, εύχρηστα, άμεσα κατανοητά, εντελώς σλανγκ, και αξίζει να μαζευτούν κάπου. (Λέω εγώ τώρα.)

Έχουμε λοιπόν:

  • γκαραζορόκ
  • γκαραζοροκιά
  • γκαραζοροκάκι
  • γκαραζοροκενρόλ
  • γκαραζοροκενρολάκι
  • γκαραζοπάνκ
  • γκαραζοπανκιά
  • γκαραζοσέρφ
  • γκαραζοσερφάκι
  • γκαραζομπλούζ
  • γκαραζομπλουζιά
  • γκαραζοπόπ
  • γκαραζοποπάκι
  • γκαραζοφόλκ
  • γκαραζομέταλ
  • γκαραζομεταλιά
  • γκαραζοψυχεδέλεια
  • ψυχεδελογκαράζ
  • γκαραζοκελτιά
  • κελτογκαραζιά
  • κελτογκαραζοπανκιά
  • γκαραζοειδές
  • γκαραζοπανκοειδές
  • γκαραζοραμονοπανκοειδές
  • πανκογκαραζοντρήμ-ποπ
  • ...και πολλά πολλά ακόμα

Καιρό είχαμε να παίξουμε ατόφια γκαραζιά ε; [...] Πρόκειται για ένα κίνημα της rock που πρωτοεμφανίστηκε στη βόρεια αμέρικα κάπου στις αρχές του '60 και που μετέπειτα θεωρήθηκε από πολλούς σαν ο πρόγονος (προάγγελος) του punk. Κι αυτό γιατί πρόκειται για γνήσια, βίαιη κι ατόφια rock 'n' roll με δυνατές ασύνδετες ερασιτεχνικές συγχορδίες και απλούς στίχους βγαλμένους από την καθημερινότητα.
(από μουσικό blog, αναφερόμενο στους Detroit Cobras)

Αφιερώνω σε όλους μας μια παλιά αγαπημένη μου «γκαραζιά». Σκοτεινός ήχος, βιντεοκλίπ, αλλά κυρίως οι στίχοι περιγράφουν το μέρος που θα μας στείλει όλους η ομάδα μας με τις φετινές της εμφανίσεις: το ΨΥΧΙΑΤΡΕΙΟ!
(από φίλαθλο φόρουμ, αναφερόμενο στους Fuzztones)

Εμένα σήμερα με ξύπνησε κατα τις εφτά μια φοβερή γκαραζιά που δεν μπορούσα να πιστέψω αν ήταν αλήθεια ή αν τό 'βλεπα στον ύπνο μου. [...] Μάλιστα guest σόλο κιθάρα κάνει κάποιος Guitar Wolf (αυτός κι αν τό ‘χει καμένο) του ομώνυμου γκαραζοραμονοπανκοειδούς group που μαζί με τις γνωστές μας πλέον απ’ το Kill Bill 5.6.7.8's είναι, λέει, τα δυο πιο ιστορικά γκαράζ συγκροτήματα της Ιαπωνίας. (από μουσικό blog, αναφερόμενο σε αυτό)

Ψυχεδελογκαράζ κουαρτέτο, τίγκα στο fuzz και τα βάθια σε κοντράστ με τα εγκεφαλικά κολλημένα beats, με παραμορφωμένες ψυχο-ποπ αναφορές και swamp γκρούβια. Όποιος κατάλαβε, κατάλαβε.
(από μουσικό site, αναφερόμενο στους Acid Baby Jesus)

Αυτά είναι! Γκαραζοπανκιές από τας μακρινάς Αυστραλίας. Με τα γκάζια πατημένα στο τέρμα και με ριφάκια που κινούνται κάπου μεταξύ Thermals και Undertones.
(από μουσικό site, αναφερόμενο στους Royal Headache)

Με φαρφίσα, σλάιντ και λιντ σα ξυράφι, rhythm section σα μπετόν ... και, τεσπα, γκαραζο-ροκ'εν'ρολ σίξτιζ, ρε παιδί μου [...]
(από αδιαμεσολάβητο site)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Καθώς η υπερδύναμη τείνει να μεταφερθεί απ' τις ΗΠΑ στην Κίνα, μαζί τείνει να μεταφερθεί κι η αντίστοιχη βλακεία. Έτσι κατά τα αμερικανιά και αμερικλανιά, σχηματίστηκε το «κινεζιά», για να δηλώσει ακριβές υπερπαραγωγές ενός Χόλλυγουντ στα κινέζικα, ή οποιαδήποτε άλλη πατάτα προερχόμενη απ' την Κίνα και ιδίως αντίγραφα κακής ποιότητας. Κι ενώ στο σινεμά τα έργα ενός Γιμού, ενός Καρ Βάι, ενός Ανγκ Λη τίμησαν το είδος του βούξια, ή την βουξιά ελληνιστί, μετά έγινε μανιέρα ένα είδος βουξιών δεύτερης ποιότητας, που συναγωνίζονται τις κακές χολυγουντιάνικες ταινίες.

Χαρακτηριστικά της κινεζιάς στο σινεμά: Οι ήρωες πετάνε, πηδάνε, κάνουνε τούμπες με τέλειο υπερφυσικό τρόπο. Στην αρχή αυτό ήταν μέσα στους κώδικες του βούξια, αλλά μετά έγινε πρόσχημα για να φεσωθούμε. Οι διάλογοι ζηλώνουν την δόξα κάθε Φωσκολιάδας. Μέχρι το τέλος της ταινίας, όλοι οι ήρωες έχουν βρει κάποιον λόγο για να αυτοκτονήσουν μελοδραματικά. Και στο τέλος νικάει κάποιος σαδιστής αφέντης πατέρας, που έχει στο μεταξύ προσφέρει άπλετη ικανοποίηση στον κάθε μαζόχα της ταινίας. Όλα αυτά σε πανάκριβα σκηνικά με τείχη, φανάρια, δράκους, παλλακίδες κτλ. Οι τίτλοι αποτελούν συνήθως ένα συμπίλημα απ' τα παραπάνω.

- Πάμε να δούμε το «Καταραμένο Μυστικό του Χρυσού Δράκου»;
- Βουξιά;
- Φαίνεται;
- Μόνο να μην είναι πάλι καμιά κινεζιά σαν το «Κλάμα της Παλλακίδας πίσω απ' το Τείχος με τα Φανάρια». Δεν θα το αντέξω!

(από Khan, 30/10/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο διαδικτυακός σύνδεσμος, το hyperlink ή link εντάσσεται έτσι στο ελληνικό κλιτικό σύστημα (πληθ. οι λινκιές) με την βοήθεια της εξαιρετικά σλανγκενεργού κατάληξης -ιά. Ενώ το λίνκι είναι πιο ουδέτερο, η λινκιά έχει μια ελαφρώς πιο μάγκικη χροιά, και επίσης μπορεί και να σημαίνει την συνήθεια να το παρακάνει κανείς με συνδέσμους, οπότε ενίοτε ο όρος έχει εμμέσως επικριτικό χαρακτήρα είτε προς την υπερβολή των συνδέσμων είτε εν γένει προς την πρακτική αυτή. Χρησιμοποιείται βεβαίως και τελείως ουδέτερα, όπως και το λίνκι, και πάντως πιο σπάνια από ό,τι αυτό. Βλ. και λινκάρω για περισσότερες λεπτομέρειες.

  1. Εγκούκλαρα στον έρωτα
    Να δω τι θα μου βγάλει
    Κι έπεσα πάνω σε λινκιές
    Που είχαν μαύρο χάλι

Άλλες τσοντιάρικες χοντρά
Άλλες με γκέι τύπους
Κι άλλες με συνοικέσια
Μες του γουέμπ τους κήπους

Δε βρήκα όμως τίποτα
Για σένανε μωρό μου
Ούτε ότι ο έρωτας
Θάναι το βάσανό μου

Όταν γκουγκλάρεις φίλε μου
Σε λέξεις όλο πάθος
Θα πέσεις πάνω σε λινκιές
Που όλες είναι λάθος.

(Ρεμπέτικο Λεξικό της Πληροφορικής).

  1. Τι σοϊ λινκιες θες βρε αχορταγε σαϊμπερκαπιταλα; (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ταινιών τρόμου, συνήθως δευτεροκλασάτων, όπου κυριαρχεί το συνεχές πλατσούρισμα των σκηνικών και της κάμερας από λουτρά αίματος. Εκ του αγγλικού splatter.

Ποοοο, μαλάκα, νοικιάσαμε χτες μια σπλατεριά ... Άλλο να σου λέω και άλλο να βλέπεις. Ο τύπος να της τραβάει το λαρύγγι με τα δόντια και να 'χει γεμίσει ο τόπος κέτσαπ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνοποιημένη μορφή του Ipod, του γνωστού γκάτζετ της Mac. Κατά το μπινιά, παπαριά κλπ. Παρότι έχει αλιευθεί από παραλία της Πρέβεζας, δεν είναι σίγουρο ότι προέρχεται από την εν λόγω περιοχή.

- Τί έχεις στο λαιμό ρε μαλάκα;
- Χτύπησα αϊποντιά ρε! Γουστάρεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η αναποδιά, όπως φαίνεται στην έκφραση τρώω ψωλιά.

  2. Μια μαλακοκουβέντα ή μαλακοκατάσταση, κ. παπαριά, αρχιδιά, μπαρούφα κττ., εξ ου κι ο ψωλέμπορας που τις πουλάει, ή κάτι το οποίο θεωρούμε σκέτη σαχλαμάρα.

  3. Δε ρήαλ θινγκ, η κίνηση του πέοντα τη στιγμή που τα φλόκια πετάγονται α λα Πήτερ Νορθ.

  4. Κυριολεκτικά πάλι, το γαμήσι.

  1. Αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται; Χρηματιστήριο; Ψωλιά το 1992, ψωλιά το 2.000. Δάνεια; Ψωλιά το 95, ψωλιά το 2010.
    Δεν μαθαίνει ρε ο Ελληνας, δεν μαθαίνει.

  2. ...είχε και καλό χαρακτήρα, γλυκό πρόσωπο και άκουγε και Madrugada και όλες τις ψωλιές αυτές.

  3. … και με γέμισε με τα χύσια του με μια δυνατή ψωλιά….

  4. Κάθισα αποκαμωμένη στον καναπέ ευτυχισμένη όμως από τις δυνατές ψωλιές που έφαγα…

-όλα διχτυωτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση που δεν παλεύεται. Βλέπε δεν την παλεύω.

-Πώς περνάς στο Στρατό;
-Απαλεψιά σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified