Selected tags

Further tags

Αθώα γαλλική φράση, που στη γώσσα μας σημαίνει άλλα ... κόλπα!

« Ο Μπορδελό καλή Ψωλή ντανζ εν Μουνί»

(Στην άκρη του νερού (ακροποταμιά) η Καλυψώ διαβάζει μέσα σε μια μαλακή φωλιά.)

Φράση που τη λέγαμε με στόμφο στη κα Γαλλικού που δεν ήξερε γρί Έλλήνικά... και γινόνταν ο χαμός!

(από Khan, 18/09/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κάτι το απροσδιόριστο, κάτι το μη επαρκώς εντοπισμένο, που όμως γίνεται ασυνειδήτως αντιληπτόν από ειδική περιοχή του αντρικού εγκεφάλου, στην οποίαν είναι ιδιαιτέρως ανεπτυγμένα τα μουνορανταροκύτταρα.

Τον διαθέτουν οι γυναίκες που όχι μόνον δεν έχουν καμιά πουτσοπαγίδα πάνω τους (ου μην αλλά και κάτω τους), αλλά αντιθέτως έχουν αυτό το ιδιαίτερο κάτι - και οι ψωλές όπου φύγει φύγει.

Με την πρώτη ματιά, είναι γαμήσιμες και αξιαγάμητες, αλλά τα μουνορανταροκύτταρα έχουν άλλη γνώμη...

Μία ξινομούνα στον κύβο ίσως, ή κάποια που εμπνέει πραγματικά τον φόβο του οδοντοφόρου αιδοίου, μπορεί όμως και τον γέλωτα λόγω του γραδαρίσματος πως το αιδοίον είναι φαφούτικο, οπότε ποιος γαμεί ψηλά καπέλα...

Πολύ καλές υποψήφιες είναι οι φαρμακομούνες, λιγότερο οι στρειδομούνες, ενώ καμία τύχη δεν έχουν να συμπεριληφθούν στον κατάλογο οι ζαχαρομούνες.

  1. - Μεγάλη μουνοθύελλα ενέσκηψε στο μπαράκι, Λάμπρο.
    - Ναι αλλά πιάνω και ψωλοδιώχτη στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα. Ώπα, νά την... Κοίτα την δεύτερη ξανθιά στο τρίτο τραπέζι. Τον έχει, αδερφέ μου.

  2. Αμάν πια κι αυτή η Μαίρη βρε Πόπη μου, δεν σταυρώνει άντρα! Τί σόι ψωλοδιώχτη έχει πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λογοπαίγνιο το οποίο, συνδυάζοντας τις λέξεις (πονηρή) αλεπού + πούτσα, παραπέμπει σε ένα ακαθόριστο είδος ψωλής, πονηρής, τσαχπίνικης, μάλλον μεγάλης (με μέτρο την ουρά της αλεπούς), χαριτωμένης, ευέλικτης, κλπ.

Χαριτολογώντας μπορεί να ειπωθεί και για μια πραγματική αλεπού.

Ειρωνικά, μπορεί να ειπωθεί για γούνα από αλεπού.

  1. - Ωραία βυζιά, ε;
    - Σιγά και τα πεσμένα, ρε μαλάκα!
    - Καλά, κατάλαβα, όσα δεν φτάνει η αλεπούτσα τα κάνει κρε-μαστάρια...

  2. - Μαμά, μαμά, μια αλεπούτσα!!!
    - Ιιιιιιιιιι! Σσσσσσσσσσς! Πού έμαθες αυτή τη λέξη παιδάκι μου;!

  3. - Μωρό μου θα μου πάρεις αυτή τη γούνα;
    - Α μωρή και μου το παίζεις φιλόζωη, σιγά μη σου πάρω και αλεπούτσα να φοράς, χαθήκανε οι ψεύτικες;

εινε μορτισα και αλεπου και τον μπουτσο εχει στον νου (από ο αυτοκτονημενος, 04/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O προικισμένος και με πολλές αντοχές στο κρεβάτι ανήρ. Προέρχεται από την παιδική σειρά «Thundercats» που παρουσίαζε αιλουροειδείς υπερήρωες να μάχονται τις δυνάμεις του κακού.

Όλα τα λεφτά ήταν το σπαθί του αρχηγού Λάηο, το οποίο ξεκινούσε ως συνεσταλμένο εγχειρίδιο και διαστελλόταν σταδιακά μέχρι να γίνει μια σπαθάρα να!, μετά συγχωρήσεως, στους ρυθμούς της πολεμικής ιαχής: «Thunder! (Πρώτη δειλή στύση). Thunder! (Έχει στο μεταξύ θεριέψει). Thundercat! (Σπαθάρα να!!!) OOOOOOh! (Η τελική οργασμική ιαχή)».

Έτσι ενώ οι μικρότεροι των πρώτων τάξεων του Δημοτικού το φώναζαν ανυποψίαστοι, όπως προφανώς και οι εμπνευσμένοι συντελεστές της μαρβελιάς (εκτός κι αν ήθελαν να προσφέρουν μια πρώτη εξοικείωση με σεξουαλική διαπαιδαγώγηση), οι λίγο μεγαλύτεροι (τελευταίες τάξεις Δημοτικού) χρησιμοποιούσαν την ιαχή «Θάντερκατ» ως συνώνυμο της στύσης και του γαμησιού.

Γι' αυτό και από τις παιδικές μας αναμνήσεις έχει μείνει η έκφραση Θάντερκατ να σημαίνει τον ντούρο και ντούρασελ.

Ασίστ: Σάσα.

«Θάντερ! Θάντερ! Θάντερκατ! Οοοοοοοο!», φώναζε ο Πέρι στον Πιερ εκεί στην ζούγκλα με τα λιοντάρια και τους αίλουρους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βάλε μυαλό: Συνετίσου, συμμορφώσου
Βάζω κεφάλι: Διείσδυση πέους στο αιδοίο μέχρι ΚΑΙ την βάλανο (κεφάλι).

Έκφραση που φανερώνει έναν απροκάλυπτο εκβιασμό προς το αδύναμο φύλο. Χρησιμοποιείται κυρίως από μισογύνηδες, μικροτσούτσουνους και από παντρεμένους αλκοολικούς. Λέγεται με ωμό και βάρβαρο τρόπο με σκοπό να συνετίσει παύλα ερεθίσει το εκάστοτε θηλυκό...

Αυτή η μορφή απειλής προσδίδει στο φαλλοκρατικό αρσενικό μπόλικη αυτοπεποίθηση όπως επίσης και μεγαλύτερο φαλλό! Όσο για το θήλυ, ανάλογα με το μπάσο της φωνής του αρσενικού, κυριεύεται από ένα ρεύμα φόβου που μετατρέπεται σιγά σιγά σε ηδονή (λέμε τώρα!)

- Θοδωράαααα!!! Τις παντόφλες...
- Αααα, να σου πω Γιάννη δεν είμαι δούλα σου. Τελείωσαν αυτά!
- Κουνήσου μωρή σαβούρα μην έρθω από κει!
- Για έλα αν τολμάς! Με τόσο κρασί που έχεις πιει, αμφιβάλλω!
- Μωρή ξεκωλιάρα, βάλε μυαλό και πρόσεχε τι λες, μην έρθω απ' εκεί και μαζί με τις παντόφλες σου βάλω και κεφάλι! Ακούς..!!;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το γνωστό και ως πιο βρωμερό μέρος στο σώμα του άνδρα.

Πρόκειται για την περιοχή ανάμεσα στο πέος και τον πρωκτό και, ειδικά το καλοκαίρι, χρειάζεται ειδική περιποίηση με το σφουγγάρι στο μπάνιο.

Eντάξει ρε μλκ, δεν της είπα να με φιλήσει και στη συνδεσμολογία!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο νούλας, ο μικρός, ο λίγος. Δυστυχώς για κάποιους, σε μερικά πράγματα το μέγεθος μετράει. Οφθαλμοφανής παραλληλισμός με το μέγεθος του ρεβιθιού.

  2. Σημαίνει και τον ανίκανο να κάνει μεγάλα πράγματα.

Σ.Σ.: το λήμμα πρωτοεμφανίστηκε πριν το 1900. Μη νομίζουμε δηλαδή ότι οι παλιοί δεν σλανγκάρανε... (ή ότι την είχανε όλοι μεγάλη).

Θέλει και να διοικήσει την Ελλάδα, ο ρεβιθοτσούτσουνος. Εδώ δεν μπορεί να διοικήσει τη γυναίκα του...

(από Vrastaman, 13/03/09)(από Vrastaman, 13/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν μπορεί να γαμήσει. Που έχει κράμπα στην πούτσα.

- Ρε, ο Δημήτρης να γαμήσει;
- Ναι ρε, αυτός. Τον είδα χθες.
- Σώπα ρε, αυτός είναι τσουτσουνόκραμπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είχα τάξει σε μια φίλη μου ιταλίδα με γνώσεις αρχαιοελληνικής και παράλογη διάθεση εκμάθησης της νεοελληνικής να της δώσω πλήρη κατάλογο με τις λέξεις που σημαίνουν πέος και χρησιμοποιούνται στην νεοελληνική, επειδή σχεδόν κάθε φορά που με ρώταγε τι σήμαινε η λέξη που μόλις είπα, η απάντηση ήταν «bite», που σημαίνει πούτσα στα γαλλικά.
Είναι πράγματι άξιον περιέργειας πόσες λέξεις υπάρχουν και το γεγονός ότι κάποιες φορές μπαίνει μία στην πρόταση, ενώ δεν μπορεί να μπει κάποια άλλη:
Πήραμε την πούτσα, ας πούμε δεν λέγεται, ενώ πήραμε το πουλί ή το μπούλο λέγεται, ενώ πάλι δεν λέγεται πήραμε το πουλάκι. Προσπάθησα εις μάτην να την πείσω ότι το πουλί και ο πούλος είναι ριζικά διαφορετικές λέξεις. Παίρνω το πουλί σημαίνει τρώω ήττα, ενώ παίρνω τον πούλο ή το μπούλο σημαίνει τρώω ήττα ή φεύγω από κάπου. Δεν μπορώ να σε γράψω στο πουλί μου, αλλά στην πούτσα ή το μπούτσο μου, παρ'όλ'αυτά, ο τύπος είναι ένα μπούτσο αρχιτέκτονας και όχι μια πούτσα αρχιτέκτονας.

Για την πληρότητα του σάιτ, πιστεύω, λοιπόν, ότι ένας συγκεντρωτικός κατάλογος επιβάλλεται και κάνω την αρχή καταθέτοντας μια συλλογή λέξεων και λημμάτων.
Ας συμπληρώσει με σχόλια όποιος βρει έλλειψη, αλλά για λόγους αναζήτησης στο σάιτ και ματαιοδοξίας θα ιδιοποιηθώ στο λήμμα τις προσθήκες, άντε να βάλω και μια ευχαριστία από κάτω.

από τα τρία το μακρύτερο, αρχιδολεβιές / λεβίδι, αφρικανικό μονόχορδο, βίλλα (Κύπρος), καυλί / καβλί, καραγουδούμπα, καραπιστόλα, κατάρτι / κίονας / μαδέρι / ματσούκι / παλαμάρι / παλαμοστέλιαρο / σουδαύλι (Λευκάδα) / στειλιάρι, τζένιο / φουρνόξυλο, κλαρίνο / φαγκότο, κρέας / κρεατόβεργα, μαλαπέρδα, μαλαστούπα, ματζαφλάρι, μονορώγα, μόριο, μουνοτρύπανο, μπαργαλάτσος / παργαλάτσος, μπέκος, μπιμπί / πιπί / λιλί / ζιζί, Νικολάκης, παπάρι, πελεούνος, πέος / πέοντας / πέουλας / ο πέος, πουλί / πούλος / πουλάκι / πουλαδέρι / αμελί πουλέν / πουλόφωνο, πούτσος / πούτσα / τσαπού / καραπουτσακλάρα / e-πούτσος / λούτσος / φούτσος / πόντσος / τσόνι, πράμα, σαμιαμίδι / σαύρα, σούλος / σούλα, σπαρδαλούπακας, στελίφι (Κύπρος), τσουτσού / τσουτσούνι / τσουτσούνα / τσούτσα / τσουτσουμπρούτσου, φίδι, φύση, ψωλή / ψώλος,

Αλλά βλέπε και:
είσαι / είναι για τον Αχιλλέα, Αλογίσια, καραπουτσαριό.

Ε, έπρεπε... (από Pirate Jenny, 25/02/10)(από jesus, 18/11/10)

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζένια, τζοχανταραίοι.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πούττος, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά εκπομπή της κρατικής τηλεόρασης στα '80ς, η οποία καθιέρωσε ως δημοσιοκάφρο τον Γιώργο Παπαδάκη. Εννοείτο στον τηλεοπτικό «αέρα» της «ζωντανής» αναμετάδοσης, αλλά η έκφραση σλανγκίστηκε για να δηλώσει τον μπαργαλάτσο και τους δυο συγκατοίκους του.

Ασίστ: πιάνω πουλιά στον αέρα.

Το ανέκδοτο της εποχής:

-Τι βλέπει ο Πόντιος όταν κοιτάζει προς τα κάτω στο μπάνιο;
-;
-Τρεις στον αέρα!

-Ποια είναι η αγαπημένη εκπομπή του Πόντιου;
-;
-Τρεις στον αέρα. κ.ο.κ.

Ήταν απ\' τους τρεις ο μακρύτερος! (από Dirty Talking, 26/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified