Το πολύ μαλακό πέος που δεν επιτυγχάνει καλή στύση.
Τι να κλάσει μωρ΄ ο πουρέιτζερ με το ζελέ;
Got a better definition? Add it!
Το καυλί είναι το πραγματικό. Επίσης, υπάρχει και το ερώτημα «καύλα ή κάβλα». Και τα δύο υπάρχουν, αλλά εννοούν άλλο πράγμα. «Καύλα» λέμε όταν κάποιος έχει την ανάγκη για σεξ. Αν και χρησιμοποιείται και για όταν έχουμε άλλες ανάγκες (π.χ. «τώρα σου 'ρθε η καύλα για βόλτα;»). «Κάβλα» είναι η πλήρης στύση στο πέος του άντρα. Για το τέλος υπάρχει και το «καυλωμένος ή καβλωμένος». Η απάντηση είναι ξεκάθαρη σύμφωνα με όσα είπα πριν.
- Κοίτα το καυλί μου πώς κάβλωσε. Γλείψ' το.
- Πω ρε... τώρα σου 'ρθε η καύλα για παιχνίδια;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Συνοψίζοντας προκειμένου να μη λείπει αυτό καθαυτό το λήμμα απ’ τη συλλογή.
Α. Το πέος, κι όλα τα σχετικά αυτού, με συναφέστερο όλων την ψωλή (βλ και σχ. του HODJAS).
Εξού και τα:
«Τραβάω μια ξερή», που σημαίνει ό,τι και το «τραβάω μαλακία» κι όλα τα συναφή, (αναφορά, και εδώ).
«Έμεινε/τον άφησε με την ξερή στο χέρι», που σημαίνει πως πήγαινε για γαμήσι, αλλά κάτι πήγε στραβά (μπορεί να έφαγε χυλόπιτα αλλά όχι απαραίτητα) κι ο στόχος δεν επετεύχθη (μπορεί και στο παραπέντε). Και φυσικά, με πιο ευρεία έννοια, σημαίνει τη μεγάλη απροσδόκητη απογοήτευση / ξενέρα για ο,τιδήποτε.
Ακριβώς όμοιο με τα έμεινε με την ψωλή στο χέρι, έμεινε με τον πούτσο/ το πουλί /καυλί στο χέρι. Πολύ κοντά το: «Έμεινε / τον άφησε στα κρύα του λουτρού».
Β. Το γνωστότατο χαρτοπαίγνιο. Αναφορές γίνονται στα: ξερός σχ. panos1962, δεν κόβει ούτε με βαλέ, καμάντσο, χαρτωσιά, το δέκα το καλό σχ. acg, πατινή βλ. σχ.
Α.1. Βρε δενν πα να τραβήξεις μια ξερή να ξεθολώσεις λέω ‘γω, μπας και συγκεντρωθείς να τελειώσουμε καμιά δουλειά; Άντε, γιατί η αγαμία σ’ έχει χτυπήσει στο κεφάλι μου φαίνεται.
Α.2. «Κι εκεί που θα βάζαμε υπογραφές και το ‘χα για τελειωμένο, γκρεμίζεται το γαμημένο το χρηματιστήριο και ‘μείναν όλοι άνευροι κι εγώ με την ξερή στο χέρι.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ανακεφαλαιώνοντας και συμπληρώνοντας:
Προέρχεται απ’ το βλάχικο čiona που σημαίνει σπουργίτι. (άσχετο: στ’ Αρβανίτικα τσόνι= βρίσκω -παθητική φωνή, τσόνεμ= βρίσκομαι)
Είναι το στρουθιόμορφο πουλί σπίνος - σπίζα η άγαμος - (επίσης πίπιζα και τσουνάς). Ακριβώς επειδή είναι στρουθιόμορφο και λόγω ετυμολογίας, πολλές φορές σημαίνει και το σπουργίτι και γενικότερα ένα οποιοδήποτε πουλάκι.
Καθότι μικρό, χαϊδευτικά «τσόνι μου»: μικρό μου / πουλάκι μου / παιδάκι μου.
Σημαίνει:
Τον έξυπνο και συνετό άνθρωπο, που αποφεύγει τις παγίδες και ξέρει να επιβιώνει. Ειρωνικά, το ντεμέκ τζένιο που σ’ ό,τι μπλέκεται «τα χέζει» / «τα γαμάει τη μάνα» (βλ & 6).
Σε κυνηγετικά σινάφια: μικρό θήραμα χωρίς αξία, που δεν γεμίζει το μάτι, ένα τίποτα.
Η τσουτσούνα (της παιδικής slang) οπότε και το πέος.
Στην Λαρισαίϊκη έκφραση – γείωση «Τρία π’λιά (πουλιά) κι ένα τσόν» σημαίνει ό,τι και τα: «Άσχετο», «άλλ’ αντί άλλων», «από την πόλη έρχομαι και στην κορφή κανέλα», «Τι κάνεις Γιάννη; Κουκιά σπέρνω» στην καλύτερη εκδοχή - και στη χειρότερη: «μιλούνε όλοι, μιλούν κι οι κώλοι» για κάποιον που πετάγεται σαν πούτσα / πορδή εκεί που δεν τον σπέρνουν.
Στην έκφραση: «Μυαλό από τσόνι» σημαίνει ό,τι και το «μυαλό κουκούτσι» κι αναφέρεται σε βλάκες, ουγκ, στόκους δηλώνοντας κάτι που δεν υπάρχει και μοιάζει πολύ με το «Μαλλιά από τσόνια, και γάλα από χελώνες» (βλ σχόλιο του krepsinis στον έτερο ορισμό)
Σε πιο slang χρήσεις μπορεί να σημαίνει (συνήθως υποτιμητικά):
α) τον σφίχτερμαν / μπρατσαρά (απ’ το μπρατσόνι),
β) τον μπάτσο (απ’ το μπατσόνι) των ΜΑΤ.
Αναφέρω παραδείγματα όπου γίνεται παιχνίδι με πολλές έννοιες ταυτόχρονα.
- Εγώ λέω μπήκε ένα τσόνι κάτω απ’ τη σέλα ... λίγο πιο πάνω απ’ τη μπαταρία περίπου και κελαηδάει σε κάθε αλλαγή ταχύτητας γιατί γουστάρει τα γκάζια!!! πάντως ειλικρινά... δεν έχω καταλάβει τίποτα γι’ αυτό το θόρυβο... γι’ αυτό δεν μπορώ να δώσω σοβαρότερη απάντηση. Πάντως ψάξε και για το τσόνι, ποτέ δεν ξέρεις!
- Τι είναι το τσόνι; Εδώ στο χωριό μου δεν τα ξέρουμε αυτά!
- Χα χα χα!! Από πού είσαι;
- Ανήκω στην φυλή των δρομιάρηδων. Εμείς δεν έχουμε τέτοια πράγματα. Μόνο γράσο, λάδι και καμένο λάστιχο!
- Το ξέρεις το τσόνι! Σίγουρα! Είναι αυτό που κελαηδάει ανάμεσα απ’ τα πόδια σου όταν είσαι με κοπέλα! Εκτός αν είσαι απ’ το χωριό Συκιές.
(αγορασμένο)
- Κι αν είναι προβοκάτσια που λες, μη την ψάχνεις σε ξένες πρεσβείες! Αν ήταν τέτοια, θα την έστηνε μια χαρά ο Κ..κος, που ψάχνει εναγωνίως διάψευση ότι η ΝΔ του Σαμαρά, τον οποίον έτρεξαν να στηρίξουν τα πρώην τσόνια που τον είχαν προτιμήσει για τους λόγους που περιγράφονται, αρνείται την ανάγκη υπεράσπισης και τον ανένδοτο αγώνα για το όνομα!
- Όχι ρε φίλε! Τσόνι είμαι! Πάω όπου μπορώ να σταθώ! Κοιτώντας αν μου παρέχουν ενδιαίτημα! Όχι Ξόβεργες!
(από εφημερίδα)
– Χτύπησες τίποτα;
- Μπα!! Ούτε τσόνι, γαμώ την γκαντεμιά μου.
«Μιλώντας ο υφυπουργός άκουσε τον Γ. Τ..κη να τον διακόπτει λέγοντας κάτι άσχετο με την ομιλία. Έτσι, λοιπόν, επιστράτευσε κάτι που λένε στην πατρίδα του για να του «κόψει τον αέρα». «Στη Λάρισα λέμε “τρία πλιά κι ένα τσόνι” κυνηγάνε τον Αντώνη»! (προσαρμοσμένο από το δίχτυ)
– Μωρό μου; Γουστάρεις τις καινούργιες μου γόβες - στιλέτο;
– Πού θα τις βάλεις μωρή;
- Στην εκδρομή.
- Στο Καϊμάκ για σκι; Ε!! ρε!! μυαλό από τσόνι.
- Κλαψ! Λυγμ!. Κι εγώ που άκουσα ξεσκί.
- Νταξ!! Μ’ αρέσει ο τρόπος που …ακούς.
α. «…Ο C…la δεν είναι άγνωστος παίχτης αλλά είναι αστείο να αναφέρεται σαν λύση, επειδή είναι τσόνι και ντούκι! Ο τύπος είναι κοκάκιας και μπασκετικά δεν είναι και τίποτα σπουδαίο! Αλλά το μπάσκετ θέλει μυαλό και μετά μούσκουλα!...» (από μπλογκ)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ένα παιχνίδι που παίζεται από 14-16,συνοδεύεται από μια κίνηση των χεριών δείχνοντας στο ματζαφλάρι του καθενός και ποικίλει σε φαντασία. Μπορεί να περιλαμβάνει απλές ερωτήσεις, ανέκδοτα, και εάν κάποιος είναι αφηρημένος, και μόνον τότε, μπορεί να την πατήσει.
- Ε, ξέρεις σ' αγαπάει...
- Ποιος;
- ΑΥΤΟΣ!!!!!!! ΧΑΧΑΧΑ
(καντήλες)
(από Άγης, 04/12/10)
Βλέπε και αυτός! 1-0.
Got a better definition? Add it!
Η γιαντομπουτσότητα ή καθαρευουσιάνικα γιατομπουτσότης είναι φυσική έννοια που εκφράζει το πόσο για τον πούτσο είναι ένας άνθρωπος, ένα αντικείμενο, μία ενέργεια (=το παράγωγο αυτού που ενεργείται), ένα κτίριο, μια αφίσα, ένα αυτοκίνητο, ένα κομματικό σύνθημα, μια πεντάσχημη κοπέλα, το βίδεο που κάηκε και γενικώς κάθετί γύρω μας.
Η ανάγκη μέτρησης της γιαντομπουτσότητας έχει οδηγήσει μία χουτζουμιστική διαπανεπιστημιακή ομάδα -αποτελούμενη από επιστήμονες του ΑΠΘ και του ΠΠ- στην ανάπτυξη νέας μονάδας μέτρησης που πλέον έχει αναγνωριστεί από τη διεθνή κοινότητα. Η μονάδα ονομάζεται βαθμός γιαντομπουτσότητας - διεθνώς γιαντομπούτς (αγγλ.: yudobooch, τουρ.: yadobuç)- και συμβολίζεται με GDB κατ' αντιστοιχία με το διεθνώς αναγνωρισμένο GTP.
Η παραπάνω επιστημονική ομάδα, μετά από εξαντλητικές έρευνες που κόστισαν:
κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η ιδανική μέτρηση της γιαντομπουτσότητας είναι σε κλίμακα GDB από 1 έως 7 (μέγιστη γιαντομπουτσότητα: GDB=7, ελάχιστη: GDB=1). Σημειώνεται, δε, ότι συνήθως αντικείμενα, συμπεριφορές και άτομα με GDB≤3, είναι ανάξια γιαντομπουτσικής αναφοράς.
1. Παράδειγμα προ της έρευνας (ντιμπέιτ υποψηφίων δημάρχων):
- Πώς σας φαίνεται, κ. Μπιχλιμπίδη, η πρόταση του αντιπάλου σας να μαζεύονται τα σκουπίδια από το κέντρο της πόλεως και από τα τουριστικά αξιοθέατα μέρα μεσημέρι ουτωσώστε να αποθαρρύνονται οι τουρίστες και να εκλείψουν τα παράπονα από τις γιαγιάδες που νιώθουν μειονεκτικά και ενοχλούνται όταν περίεργοι τουρίστες τις ρωτάν διάφορα σε γλώσσες που δεν κατανοούν; Αντιλαμβάνεστε τι συμπλέγματα κατωτερότητος δημιουργούνται...
- Κοιτάχτι, η προύτασ' έχει πουλλά θετ'κά σ'μεία και πρέπ' να τ'ν συζητήσ'μι αλλά πιστεύου ούτι ου βαθμούς γιαντομπουτσότητος -που λεν και οι προυτευουσιάν'- των τουριστών που επ'λέγουνι τα χουριά μας, δεν επιτρέπ' παρερμινείις και σπέκουλις επί του θέματους.
2. Παράδειγμα μετά την έρευνα (φοιτητές στο πολυτεχνείο):
- Ρε μαλάκα, είδες τον Διόδωρο πώς την πλευρίζει την Ευμορφία, μου φαίνεται σύντομα θα την τσιμπίσει την γκόμενα.
- Τι λε ρε, αυτήν την ξέρω, είναι γιαντομπούτς-εφτά (GDB=7) θα τον πιλατεύει ένα εξάμηνο και μετά μην την είδατε.
Got a better definition? Add it!
Στην στρατιωτική ιδιόλεκτο είναι και αρκτικόλεξο που σημαίνει Του Αγίου Πούτσου Ανήμερα ως ημερομηνία απόλυσης.
- Τι να μας πει το πατόψαρο, που απολύεται ΤΑΠΑ...
Got a better definition? Add it!
Η πούτσα. Μάλλον από το κλαρί σε μεγεθυντικό τύπο, ή σύντμηση του καραπουτσακλάρα.
Στην κλάρα μας ρε τι θα πει τ΄αφεντικό!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο πέοντας, ειδικά όταν μιλάμε για πίπα.
Κλασική βλαμμενιά των ογδόνταζ, άρα πια μπαμπαδισμός.
- Τσιγάρο;
- Μπα, ευχαριστώ, δεν καπνίζω.
- Πούρο με φλέβες, καπνίζεις;
(Σημ: θα μπορούσε να είναι γκουζγκουνιά αυτό. Έλα όμως που ήταν κρυόκωλο αστειάκι του κάθε πέφτουλα της κιτσοδεκαετίας αυτής...)
Got a better definition? Add it!
Συγγνώμη, αλλά όταν το πρώτο πράγμα που σε ρωτάει ξέμπαρκος εργαζόμενος της εταιρίας έξω από το γραφείο σου, πρωί-πρωί, αντί για καλημέρα, ενώ κάνει τις τζούρες του, είναι «τι έχει μέσα η σακούλα παπασωτηρίου που κρατάς;», ε, δεν θέλει και πολύ για να ακούσει... μία απαραίτητη γείωση τέτοιου τύπου...
Έξω από μικρό οινομαγειρείο, κάπου στην Καβάλας, η ώρα 8.30 πμ. Σταματάει ένας 19χρονος φοιτητής που κατευθύνεται προς το ΤΕΙ και ρωτάει τον κάπελα:
- Συγγνώμη, τι μαγειρεύετε κύριε;
Κι απαντάει ο κάπελας:
- Πούτσες για περίεργους!
Got a better definition? Add it!