Από το τούρκικο yalama: σπυρί στα χείλη, ίσως ο έρπης.
Μεταφορικά, ο κακόγουστος στη συμπεριφορά ή την εμφάνιση.
Όχι ρε πούστη μου, πάλι έβγαλα γιαλαμά κι έχω και ραντεβουδάκι...
Υποτίθεται έχει βάλει τα καλά του και κοίτα τον είναι σα γιαλαμάς!
Από το τούρκικο yalama: σπυρί στα χείλη, ίσως ο έρπης.
Μεταφορικά, ο κακόγουστος στη συμπεριφορά ή την εμφάνιση.
Όχι ρε πούστη μου, πάλι έβγαλα γιαλαμά κι έχω και ραντεβουδάκι...
Υποτίθεται έχει βάλει τα καλά του και κοίτα τον είναι σα γιαλαμάς!
Got a better definition? Add it!
Έκφραση που χρησιμοποιείται για να υποδηλώσει, οτι βρέχει πολύ, βρέχει ραγδαία, νεροποντή, κατακλυσμιαία βροχή.
Γκιούμι, από το τουρκικό güğüm, είναι η μεταλλική, χάλκινη (μπακιρένια), επικασσιτερωμένη (γανωμένη) η και αλουμινένια καρδάρα η κανάτα, με χερούλι και καπάκι (κατά κανόνα με μεντεσέ), που χρησιμοποιείται για οικιακή χρήση, ως μέσο για μεταφορά, βρασμό, αποθήκευση υγρών, κυρίως νερού η γάλακτος.
Παρόμοιες εκφράσεις: ρίχνει με το τουλούμι, ρίχνει καρεκλοπόδαρα, ανοίξανε οι ουρανοί.
-Καλά που πρόλαβα να μπω. Εξω ρίχνει με το γκιούμι.
Got a better definition? Add it!
Είναι το κιτρικό οξύ η αλλιώς ξινό, που χρησιμοποιείται συνήθως στη μαγειρική και πωλείται σε μορφή κόκκων άλατος. Τουζού (tuzu) στα τούρκικα σημαίνει αλάτι. Ενώ toz σημαίνει σκόνη. Απανταται και με τις δυο εκδοχές.Λιμόντουζου η λεμόντουζου αλλά και σαν λιμόντοζου , λεμόντοζου.
Μαμά στη κόρη:-πετάξου μέχρι τον μπακάλη και αγόρασε μου ένα φακελάκι λεμόντουζου, θέλω να φτιάξω γλυκό.
Got a better definition? Add it!
Είναι ο στραγαλατζής, ο πωλητής στραγαλιών η φθηνών λαϊκών ξηρών καρπών γενικότερα όπως σπόρια φιστίκια αλλά και αμύγδαλα, φουντούκια, καρύδια, φιστίκια Αιγίνης κλπ. Κατά κανόνα προσδιορίζει τον πλανόδιο πωλητή. Επάγγελμα του παρελθόντος που τείνει να εκλείψει. Ο λεμπλεμπιτζής είτε κρατούσε καλάθι είτε διέθετε τροχήλατο θερμαινόμενο με κάρβουνα πάγκο-προθήκη για να τα διατηρεί ζεστά, εξ ου και το φουγάρο που προεξείχε και έβγαζε καπνό ερεθίζοντας ευχάριστα την όσφρηση των υποψήφιων πελατών. Σερβίριζε σε αυτοσχέδια χωνάκια που δημιουργούσε επί τόπου από χαρτί. Από το τούρκικο leblebi που σημαίνει στραγάλια, "ελληνιστί" και λεμπλεμπιά.
Got a better definition? Add it!
Σημαίνει εντελώς, όλως δι' όλου, τελείως, τελειωτικά, αποτελειωμένα, τερματισμένα. Περιγράφει μια περαιωμένη κατάσταση που δεν επιδέχεται μετατροπή, βελτίωση, εξέλιξη η αλλαγή, κάτι που δεν πάει παρακάτω η πιο πέρα. Προέρχεται από το τούρκικο dip που σημαίνει πάτος, πυθμένας. Το γλυκό "καζάν ντιπί" σημαίνει κατά κυριολεξία: ο πάτος του λέβητα. Χρησιμοποιείται σκέτο αλλά και διπλό, με ενδιάμεσα το "για" η το "κατά", προς έμφαση.
Got a better definition? Add it!
Από το τούρκικο kümes, δηλαδή ένας κλειστός χώρος στέγασης και εκτροφής για πουλερικά, Π.χ. το κοτέτσι (tavuk kümes) που φιλοξενεί όρνιθες (κότες).
Όσοι εκτρέφουν περιστέρια χρησιμοποιούν κατά κόρον αυτή τη λέξη για τον χώρο στέγασης των πτηνών τους.
Πιο ορθά και ολοκληρωμένα η έκφραση είναι:"από καλό κουμάσι".
Αρχικά αναφέρεται μεταφορικά και με θετική σημασία για υγιές, θαλερό και ικανό πτηνό από καλή γενιά και καλόν εκτροφέα.
Όταν όμως αναφέρεται για άτομο τότε η έκφραση έχει αντίθετη, ειρωνική, μεταφορική σημασία, υπονοώντας απαξιωτικά και με αρνητική επισήμανση άνθρωπο με κακή προέλευση, καταγωγή και παρελθόν, δόλιο, πονηρό, πανούργο κλπ
Α:-τον είδες τι έκανε? Ακόμα δεν πάτησε το πόδι του κι άρχισε τις πονηριές. Β:-άσε, τον ξέρω από παλιά. Είναι καλό κουμάσι και του λόγου του.
Got a better definition? Add it!
(Το λήμμα δεν θα μπορούσε να γραφτεί χωρίς την καθοριστική συμβολή του Δύτη των Νιπτήρων, που εδώ, στο σχόλιο 7, έριξε στο τραπέζι τη λέξη που έλειπε, βάζοντάς με στον σωστό δρόμο. Δεν γνωρίζω τον άνθρωπο προσωπικά, όμως τον ευχαριστώ θερμά για τη βοήθεια. Αυτονόητες είναι οι ευχαριστίες μου και προς τον σύσσλανγκο sarant που είχε την καλοσύνη να φιλοξενήσει την απορία μου στο ιστολόγιό του).
Η λέξη καλτανκανάτι σημαίνει ανάριχτο φόρεμα του πανωφοριού στις πλάτες, χωρίς να περαστούν τα μανίκια, αλλέως αναπεταρίκι. Ο Ηλίας Πετρόπουλος καταγράφει τη λέξη ως τροπικό επίρρημα (καλτακανά), συνδέοντάς την εσφαλμένα με το τουρκ. kaltak = πόρνη. Εν τούτοις, η λέξη διασώζεται με την μορφή που λημματογραφείται εδώ ήδη από το 1835. Σε σχόλιό μου εδώ είχα διατυπώσει παλιότερα τις ενστικτώδεις επιφυλάξεις μου σχετικά με την Πετροπούλεια ετυμολογία, μαντεύοντας σωστά τη μισή αλήθεια (νταξ, τα μισά). Την υπόλοιπη τη χρωστάω στον ως άνω Λαβαμπό Βουτηχτησί Εφέντη.
Το λεπόν: Η (καρα-ρετρό, εξαφανισμένη πλέον) λέξη προέρχεται από παραφθορά του τουρκ. kartal kanat / kartal kanadı = φτερό αετού, και παραπέμπει ευθέως στην εικόνα 2 φτερών που ανεμίζουν πίσω από τον φέροντα το ένδυμα. Πρόκειται για τούρκικο ιδιωματισμό που σημαίνει ακριβώς αυτόν τον τρόπο φορέματος του παλτού / πανωφοριού / επενδύτη.
Τη μετάφραση των παραδειγμάτων την έκανα με τα χεράκια μου, άρα μάλλον φέρω και τη σχετική ευθύνη γμτ.
ΚΑΛΤΑΝΚΑΝΑΤΙ (το βάλσιμον του επανωφοριού όχι με τα μανίκια περασμένα. Ο Γαζής εσημείωσεν ομώνυμον λέξιν το Αναπεταρίκι: δεν την ήκουσα).
Σκαρλάτος Βυζάντιος εδώ
Η πόρνη, για να ανταπεξέλθει στο κρύο (μην ξεχνάτε πως ήταν σχεδόν γυμνή) καθότανε σε μιά καρέκλα, καβάλα στο μαγκάλι, με ανοιχτά τα σκέλια, ρίχνοντας μια πατατούκα στη ράχη της. Γιαυτό, όταν βλέπουμε κάποιον με ανάριχτο παλτό λέμε: το φόρεσε καλτακανά.
Ο Ηλίας Πετρόπουλος τα κάνει ετυμολογικώς πουτάνα όλα, στο Μπουρδέλο, εκδ. γράμματα.
20-30 kişilik bir göçmen kafilesi başında bulunan bu ihtiyar, omuzlarına kartal kanadı attığı paltosu ve elindeki asası ile bir yolcudan çok doğu mitolojisindeki yarı tanrı kabile reislerine benziyordu. (Αυτός ο γέρος ο επικεφαλής μιας ομάδας 20-30 προσφύγων, με το παλτό ανάριχτο στους ώμους και το ραβδί στο χέρι, έμοιαζε περισσότερο με ημίθεο αρχηγό φυλής της ανατολίτικης μυθολογίας παρά με ταξιδιώτη).
Sekiz köşe kasket vardı başında, ayakkabılarının topukları basılıydı, palto omuzlarında kartal-kanat, sarkık bıyıkları fırça gibiydi [...](Στο κεφάλι φορούσε μια οκτάγωνη τραγιάσκα, τα τακούνια των παπουτσιών του ήταν φαγωμένα, το παλτό ανάριχτο στους ώμους, τα κρεμαστά μουστάκια του σαν βούρτσα [...]
Παραπέρα το kartal kanat ως παλιό οθωμανικό ένδυμα, που ακόμα παραπέρα περιγράφεται ως μπολερό με μανίκια που μοιάζουν με φτερά αετού.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Η φράση προέρχεται από το τουρκικό bırak lakırdıyı που σημαίνει κυριολεκτικά «άσε την κουβέντα», και στα καθ' ημάς πα να πει διάφορα πράματα, από «άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε» μέχρι «κόφτο, δε σε παίρνει».
Είναι πιστεύω μία από τις αργκοτικές εκφράσεις οι οποίες ενώ δεν επιβιώνουν στην καθημερινή ομιλία (τουλάστιχον στην Αθήνα), εν τούτοις εντοπίζονται ζωντανές στο νέτι ή στον γραπτό λόγο. Ίσως, λέγω, θα έπρεπε εδώ μέσα να γίνει μιά σχετική κατηγοριοποίηση, ταξινόμηση ή όπως διάολο το λένε τεσπα...αλλά άμα βαριέστε, δε γαμιέται...
Την έκφραση την χρησιμοποιούσε πολύ, αν ενθυμούμαι καλώς, ο Νίκος Τσιφόρος στα γραπτά του (εκεί στα '50-'60), αλλά δεν έχω κανένα βλιβλίο του πρόχειρο, τι θέτε τώρα, τσαμπουκά;
ΜΠΡΑΚ ΛΑΚΡΙΝΤΙ ΛΟΙΠΟΝ ΛΕΒΕΝΤΙΑ ΜΟΥ ΑΝΑΡΧΟ-ΑΠΛΥΤΗ...!!!
Και μη μας κανετε τον κορηο. [...] Σας ανθιστηκανε. Μπρακ λακριντί.
Αν πάλι τυχαίνει ο σχολιογράφος να μην είναι ασόβαρος άνθρωπος, τότε κάνει τουμπεκί ψιλοκομμένο και μπρακ λακιρντί, μέχρι να βρεθούν επαρκή στοιχεία [...]
[...]και αρχίσουν το μπρακ-λακιρντί και μας φλομώσουν με το άσχετο κουτσομπολιό τους.
(Όλα από το νέτι. Μη με βάζετε να λινκάρω τώρα, μπρακ λακιρντί...)
- Όποιος μου το ξαναπεί, θα τον σκοτώσω! [...]
- Παιδιά, τους λέω, το πράμα σκούρηνε. Ο Παναωτάκης είνε που δεν είνε στα καλά...Η καζούρα μπράκ...
[...]ο επαρχιώτης [...] συμβαίνει [...] να μην ξεχωρίζει αρκετά καλά τα λογιωτατίστικα από τα τούρκικα [...] Ετσι, «Συγχωρέσετέ με, λέει, αν δεν ηξέρω να κάνω κ' εγώ 'σαν την αφεντιά σας ώμορφο λακρεντί». Νομίζοντας το λακρεντί λογιωτατίστικο. Ανδρ. Λασκαράτος, από το «Ιδού ο Ανθρωπος».
Το τουρκόφωνο νέτι βρίθει εκφράσεων όπως:
bırak boş lakırdıyı = άσε τα κούφια λόγια.
bırak lakırdıyı, icraata bak = άσε τα λόγια, κοίτα τα έργα.
bırak lakırdıyı, işine bak = άσε τις κουβέντες και κοίτα τη δουλειά σου.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Από τη μόνη αναφορά στο Σώμα της Ελληνικής Γραμματείας που έχω υπ' όψιν μου σχηματίζω την εντύπωση ότι η αβιζώτη ήταν η ελαφριά γόμωση πυρίτιδας που, αναφλεγόμενη από τον επικρουστήρα των παλιών εμπροσθογεμών τουφεκιών, πυροδοτούσε μέσω της φάλιας την κυρίως γόμωση που προωθούσε το βλήμα.
Νομίζω πως είναι σιγουράκι η αναγωγή στο τουρκ. ağızotu = καψύλιο, καψούλι. Η ανάλυση μας δίνει το ağız = στόμα / στόμιο + ot = χόρτο, δε θέλει και πολλή φαντασία για να δούμε έναν σαλβαροσαρικοφόρο τοπτσή να βάζει φωτιά στα τόπια με ένα αναμμένο σκοινάκι από πλεγμένα ξερά χόρτα ως αυτοσχέδιο πυροκροτητή, φιτίλι, καψούλι, όπως αγαπάτε πείτε το.
Σε αυτό εδώ το σάιτ με τούρκικες λέξεις που πέρασαν στις διάφορες γλώσσες της ευρύτερης περιοχής, το ağız otu ερμηνεύεται ως 1) φάρμακο για τον στοματόπονο, αν υπάρχει τέτοια λέξη και 2) μπαρούτι που μπαίνει στο στόμιο τουφεκιού, quod erat demonstrandum που λένε και στο χωργιό μου. Ο συντάκτης δίνει συντομογραφίες ελληνικών επωνύμων, πιθανώς μελετητών που αναφέρουν την ελληνική παράγωγη λέξη αγίζι / αγιζότη, την οποία βρίσκω εδώ, ως κρητικό ιδιωματισμό με την ερμηνεία ταχύτητα που αποκτά κάποιος.
Dediğim gibi εεεε, όπως είπα βρίσκω τη λέξη άπαξ σε λογοτεχνικό κείμενο, αν κάποιος την έχει εντοπίσει και αλλού ας κοπιάσει στα σχόλια.
Εδώ ο μηχανισμός και, αφού έχει και hammer μέσα, η ανάρτηση είναι για τον Ξεροσφύρη που υποψιάζομαι πως αντιπαθεί τα όπλα αλλά ελπίζω να κάνει κέφι το λήμμα.
- Μωρέ, φέρε μου την τσάγκρα! φώναξε άξαφνα. Φέρε μου την τσάγκρα να του πιω το αίμα!
Κίνησα να κάμω το θέλημά του. Αλλά δεν είχε υπομονή. Έφτασε πρώτος στην κάμαρη, άρπαξε το σκουροντούφεκο και από τη σκάλα την άναψε στο πουλί. Ένας ξερός χτύπος ακούστηκε, μα τίποτ’ άλλο. Ο κόκορας έπεσε, αλλά δεν έπιασε το καψούλι! Παγώσαμε. Κακοσημαδιά στην κακοσημαδιά!
[...]
- Αν δε σου πιω το αίμα, να μη με ειπούν καπετάν Κρεμύδα! είπε σκάζοντας χάμω το σκούφο του.
Άλλαξε το καψούλι, έφτιασε την αβιζώτη.
- Κυβέρνα καλά, Μπαρμπατρίμη, είπε· ίσ’ απάνου στ’ άτιμο! Τήρα καλά να μην το χάσεις από τα μάτια σου!
Α. Καρκαβίτσας, Κακοσημαδιά, από τα Λόγια της Πλώρης.
A typical flintlock mechanism has a piece of flint which is held in place in between a set of jaws on the end of a short hammer. This hammer (sometimes called the cock) is pulled back into the "cocked" position. When released by the trigger, the spring-loaded hammer moves forward, causing the flint to strike a piece of steel called the "frizzen". At the same time, the motion of the flint and hammer pushes the frizzen back, opening the cover to the pan, which contains the gunpowder. As the flint strikes the frizzen it creates a spark which falls into the pan and ignites the powder. Flame burns through a small hole into the barrel of the gun and ignites the main powder charge, causing the weapon to fire.
Got a better definition? Add it!
Published
Το μικρό, συνήθως, περιφερειακό αντικείμενο. Εναλλακτικά, το όμορφο αντικείμενο - το μπιμπελό.
- Κατάφερα να συναρμολογήσω το έπιπλο από το Ικέα, αλλά γμτ μου περισσέψανε μερικές βίδες και κάτι άλλα τζίτζιλι-μίτζιλι!
- Πήρα ένα παπάκι, ρε φίλε, πανέμορφο και ατρακάριστο! Σου λέω τζιτζιλί το εργαλείο...
Βλ. και τζιτζιλόνι vs. τζιτζί.
Got a better definition? Add it!