Further tags

Από την τουρκική λέξη koz, σημαίνει στην κρητική ποικιλία αυτόν που έχει κύρος και αξία. Στην εποχή του ΟΠΕΚΕΠΕ έχει μετατοπιστεί η σημασία προς κάτι πιο συγκεκριμένο.

Οι σχέσεις πατρωνίας στην Κρήτη έχουν κάποια σταθερά χαρακτηριστικά, αλλά πολλά έχουν αλλάξει: «Διακρίνω τρεις ιστορικές φάσεις στις πελατειακές σχέσεις. Αρχικά υπήρχε ο κοζαλής, έτσι λέγεται ο άνδρας που είχε κύρος και δίκτυα σχέσεων. Υστερα με την ΕΟΚ ήρθαν οι αγροτικοί συνεταιρισμοί που φτιάχτηκαν μαζί με τις επιδοτήσεις και έγιναν και συλλογικοί κομματικοί μηχανισμοί. Το ενδιαφέρον είναι πως με την κατάργηση των τελευταίων δημιουργήθηκαν εταιρείες αγροτικών συμβούλων που ήρθαν να πατάξουν τη διαφθορά, αλλά δεν έγινε αυτό. Πολλοί νόμιζαν ότι το ιδιωτικό θα φέρει τη διαφάνεια. Το ίδιο έγινε και με την ψηφιοποίηση. Ατελείωτα κλικ χωρίς διασταύρωση στοιχείων στις ψηφιακές αιτήσεις. Μέσα σε αυτούς τους μετασχηματισμούς οι σχέσεις συγγένειας και πατρωνίας, όπως και το πανωγράψιμο, συνεχίζουν να υπάρχουν», εξηγεί ο κ. Παπαγεωργίου, που μιλάει και για τους πραγματικούς χαμένους της υπόθεσης. Είναι βοσκοί και αγρότες που βλέπουν να εμπορευματοποιείται το αντικείμενο της εργασίας τους και να νέμονται πόρους κάποιοι που δεν έχουν καμιά σχέση με τη γη και τον μόχθο. Είναι οι άνθρωποι που βλέπουν τα παιδιά τους να μην πηγαίνουν σχολείο, για να δηλωθούν από μικροί βοσκοί και να βγάζουν χρήματα χωρίς να μαθαίνουν γράμματα επειδή θα παίρνουν επιδοτήσεις. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι λέγεται στην αργκό των ταξιτζήδων η επιλογή στην κρυφή και μυστική ρύθμιση ενός παράνομα πειραγμένου ταξίμετρου όπου αρχίζει και χρεώνει υπέρμετρα το κόμιστρο. Η ρύθμιση επιλέγεται στη ζούλα με πλήκτρο ή επιλογέα από παραβατικούς ταξιτζήδες σε επιβάτες κυρίως τουρίστες, επαρχιώτες, ξένους η άλλους που δεν γνωρίζουν καλά διαδρομές και χρεώσεις, με σκοπό την αποκόμιση παράνομου κέρδους.

σχόλια μεταξύ ταξιτζήδων : του 'βαλε τον χότζα και τον έγδαρε, τον καημένο τον τουρίστα.

Got a better definition? Add it!

Published

Η φασαία που ακούει Manu Chao, όντας παράλληλα τσαούσα στη συμπεριφορά.

Θα φάει πολύ στραπ-όν ο Μητσάκος με τη μανουτσαούσα που έμπλεξε.

Got a better definition? Add it!

Published

Μειωτικό για τον ιερωμένο, τον ιερέα, από το τουρκικό tavlabas. Λόγω παρετυμολογίας από το ταύρος, συχνά χρησιμοποιείται για τον ογκώδη, παχύσαρκο ιερωμένο.

  1. Υποκριτες και προδότες πολιτικοί μαζί με ταυραμπαδες γενειοφόρους κρατούν με προσωπική έπαρση και διαβολικά βλέμματα μεταξύ τους την εικόνα της Παναγίας!!! Αυτοί που αιώνες τώρα γεμίζουν τους προσωπικούς λογαριασμούς τους με βάση το.....ψέμα τους,εις βάρος των ανθρώπων που με τον μόχθο τους προσπαθούν να χτίσουν κοινωνία με .....ιδανικά. (Φέισμπουκ).
  2. τα μοναστήρια στην Πόλη, τα γεμάτα από ταυραμπάδες που τα έξυναν ψέλνοντας αντί να πολεμούν στα τείχη. (Φόρουμ).
  3. μακρά από τσ'. εκκλησές και τσι. ταυραμπάδες. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Αλλιώς ο μπάτσος, ο αστυνομικός.

Μην πάμε από Ομόνοια, γιατί θα μας κάνει αλκοτέστ ο μπάτσμαν.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο προσεκτικός, ο τελειομανής, ο νοικοκύρης και με αρνητική σημασία ο ψείρας, ο υπερβολικά τελειομανής, από την τουρκική λέξη titiz. (Δες).

Είμαι τιτίζης, αλλάζω λάστιχα κάθε τρία χρόνια σε όποια κατάσταση κι αν βρίσκονται. (Εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο γενναίος, ο ηρωικός, τουρκικής προέλευσης λέξη.

Ήταν ντελιφισέκης, έκανε όλο επανάστασες και αυτοί ήταν νοικοκυραίοι. (Νίκος Καζαντζάκης, Ο Ανήφορος, Διόπτρα, Αθήνα 2022, σ. 60).

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει και κύκλος. Είναι το ντέφι, μουσικό όργανο (στα Περσικά dayereh). Αποτελείται από τσιτωμένη μεμβράνη δέρματος πάνω σε ξύλινο στεφάνι με κύμβαλα (η χωρίς).

"βάρα νταγερέ":το γνωστό τραγούδι του Απόστολου Καλδάρα σε στίχους Λευτέρη Παπαδόπουλου με την Χάρις Αλεξίου-Γιώργο Νταλάρα απο το άλμπουμ Βυζαντινός Εσπερινός.νταγιερέ

βάρα νταγερέ νταγερέ

Got a better definition? Add it!

Published

Σημαίνει κρεββάτι, όμως χρησιμοποιείται και σαν φωλίτσα, στρώμα, κατάλυμα, κόγχη. Από το τούρκικο yatak, που σημαίνει κρεββάτι.

"... απάνω στο γιατάκι σου, φίδι νωθρό κοιμάται.." από το ποίημα "Θεσσαλονίκη" του Νίκου Καββαδία.

Got a better definition? Add it!

Published

Ή και Αρσακλί. Έτσι λέγονταν από τους Οθωμανούς και λέγεται ακόμα από παλιούς (αλλά και νεότερους) η περιοχή Πανόραμα Θεσσαλονίκης. Προέρχεται από το τούρκικο ak:λευκό και το sakal:γενειάδα. Ο ak-sakalli λοιπόν είναι αυτός που έχει λευκή γενειάδα, ένας σεβάσμιος γέροντας δηλαδή. Στις χώρες της Κεντρικής Ασίας και του Καυκάσου ο Ακσακάλ είναι κάτι σαν τον σοφό ηγέτη της κοινότητας και έχει αρμοδιότητες δικαστή. Υπάρχει και χωριό Ακσακάλ στην Ανατολική Θράκη.

Στη παρέα: -Ρε σεις, δε πάμε κατά το Αρσακλή, να φάμε 'κανα τρίγωνο?

Got a better definition? Add it!

Published