Further tags

Λεξιπλασία εκ του καραμπαλίκια (= όρχεις) + licking (= γλείψιμο). Το γλείψιμο των όρχεων (ορχεολειξία ή ορχεολειχία). Καραμπα-licking.

Εδώ η επεξήγηση-γένεση της λέξης.

Και αφου μου τριφτηκε λιγακι ακομη κατεβηκε ποιο χαμηλα και ακολουθει καραμπαlicking ! Ευλαβικο θα το χαρακτηριζα ενα απαλο γλωσσομασαζ στα ξουρισμενα μπαλακια που οσο το σκευτομαι νιωθω κατι να με γαργαλαει ακομη... Bravo baby! (Δείτε όλο το κείμενο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είδος ψαρέματος επιφανείας το οποίο εξασκείται πάνω σε βάρκα. Πρόκειται για κωδικοποίηση της προτροπής σε γενετήσια πράξη (κοινώς γαμήσι ή καλαφάτισμα), προκειμένου να μην αντιληφθούν τίποτα περί τούτου οι τυχόν παρευρισκόμενοι.

Καλό είναι να χρησιμοποιείται σε μέρη παραθαλάσσια ή παραλίμνια ή παραποτάμια, μιας και η πρόσκληση σε ψάρεμα σε κάποιο ορεινό θέρετρο ή κατά την διάρκεια του χειμώνα και του ψύχους θα έχει τα αντίθετα αποτελέσματα (κοινώς, θα καρφωθείτε στους υπόλοιπους).

  1. Τυπάς ο οποίος προσεγγίζει διαστημική γκόμενα σε παραθαλάσσιο μπαρ:
    - Μωράκι, τι λες; Πάμε για κανά τσαπαρί;
    - Και δεν πάμε; Θα φέρω τα δολώματα...

  2. - Εχθές το βράδυ είχα πάει για τσαπαρί...
    - Τσίμπησε-τσίμπησε;
    - Οουυυ!!! Έβγαλα μια συναγρίδα νααααά!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πεολειχία στὴ ντούρα λιάρντα.

Πρόκειται ἴσως γιὰ τὸ μόνο σημεῖο ὅπου ὁ σεβαστὸς Πετρόπουλος δὲν εἶναι ἀκριβής, μεταφράζοντάς το ὡς αἰδοιολειχία. Πιστεύω ὅτι πρόκειται περὶ κεκτημένης ταχύτητος ἢ τυπογραφικοῦ παροράματος, μιᾶς καὶ τὸ ἁπλὸ πομπόν (ἢ πονπὸν) ἦταν σὲ εὐρεῖα καλιαρντοχρῆσι μὲ τὴ σημασία τῆς αἰδοιολειχίας (μὲ τὴ σύγχρονη ἔννοια τοῦ αἰδοίου, ἐννοουμένου ἀποκλειστικῶς ὡς ὀργάνου τοῦ θήλεος, ἐνῷ παλαιότερα τὰ αἰδοῖα ἐσήμαιναν τὰ γεννητικὰ ὄργανα ἐν γένει).

Ὁ Πετρόπουλος προτείνει δύο πιθανὲς ἐτυμολογήσεις γιὰ τὸ πομπὸν ἢ πὸν-πὸν (καὶ κατ´ ἐπέκτασιν γιὰ τὸ ὑπ´ ὄψιν λῆμμα):

  • Τὸ γαλλικὸ bonbon (ζαχαρωτό), προφανῶς συνειρμικῶς, διότι αὐτὸ πιπιλίζεται ἢ γλείφεται.
  • Τὸ ἐπίσης γαλλικὸ pompon (κρωσσός, φοῦντα), συνειρμικῶς ἐκ τοῦ τριχωτοῦ τοῦ ἐφηβαίου, [ἄλλο τώρα ἂν αὐτὸ τὸ πρᾶγμα σπανίζει τὴν σήμερον, κατ´ ἐπιταγὴν τῆς διεθνοῦς τῶν ὁμοφιλοφίλων μοδίστρων, ποὺ προωθεῖ τὰ νεκροφιλικὰ καὶ ἀφυλετικὰ (asexuel) πρότυπα γιὰ σερνικοὺς καὶ γιὰ θηλυκούς].

Μεταξὺ τῶν δύο θὰ ἔκλινα ὑπὲρ τοῦ πρώτου ἐτύμου, διότι παριστάνει πολὺ καλὰ τὴν πρᾶξι καθαυτήν, ἐνῷ τὸ δεύτερο παριστάνει μόνο τὸ ἀντικείμενο (τοῦ πόθου), καὶ εἶναι γι´ αὐτὸ λιγότερο παραστατικό. Ὅμως θὰ ἄξιζε νὰ δοῦμε καὶ μιὰ τρίτη ἐκδοχή, αὐτὴν τῆς γαλλικῆς λέξεως pompe (ρῆμα pomper), ποὺ σημαίνει:

  • Πομπή, παράταξις (δὲν μᾶς κάνει).
  • Ἀντλία, τρόμπα, ποὺ μᾶς κάνει μιὰ χαρά, ἰδίως μὲ τὴ δική μας χρῆσι τοῦ φραπέ.
  • Μάταιες ἡδονές (ἀπηρχαιωμένη σημασία: Vanités, faux plaisirs mondains qui distraient le chrétien de ses devoirs religieux), ἡ ὁποία μᾶς κάνει κατὰ σκανδαλώδη τρόπον.

Ἡ λέξις πομπίνο μοιάζει ψευδοϊταλικὸ ὑποκοριστικὸ τοῦ πομπόν. Δὲν θὰ μποροῦσε εὔκολα νὰ προέρχεται ἀπὸ τὸ bonbon, καὶ ἀκόμη λιγότερο ἀπὸ τὸ pompon. Συμβατὴ μὲ τὴν ἐτυμολόγησι α. τοῦ Πετροπούλου καὶ τὴ β. δική μου εἶναι καὶ ἡ λέξις πομποτάμπακο, ποὺ σημαίνει τσιμποῦκι (τοῦ καπνίσματος), εἴτε διότι καὶ αὐτὸ γλείφεται, εἴται διότι ρουφιέται, ἀντλεῖται.

Σημειωτέον ὅτι τὸ γλείψιμο λέγεται ροντοσόλ καὶ ροσολιμαντέ (<ροσόλω=γλῶσσα)· τὸ δεύτερο χρησιμοποιεῖται περισσότερο ὡς ἐπίρρημα. Τὸ γλειφιτζοῦρι, ζαχαρωτὸ λέγεται κοντυλομπομπόνι (bonbon).

Καπιάζει τὸ πακέτο τοῦ κατὲ ἡ Γεωργία καὶ τοῦ μπενά μποὺτ σουκρατζέ:

- Τί φωτογένεια! Θὰ μοῦ ἀβέλῃς μωρό μου; Χορχόριασα γιὰ σουάντες... Ἂχχχ!
Καὶ κοντραστάρει ὁ σπαριλόμπεης:
- Νάκα μωρή! Ἐμάντε ἀβέλῃς πομπίνο-φραπέ!

Γαλλικός φραπέ Πομπαντούρ... για τον Λουδοβίκο ΙΕ και όχι μόνο (από GATZMAN, 20/05/11)Τελευταίος φραπέ στην Πομπηία (από GATZMAN, 20/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η αναποδιά, όπως φαίνεται στην έκφραση τρώω ψωλιά.

  2. Μια μαλακοκουβέντα ή μαλακοκατάσταση, κ. παπαριά, αρχιδιά, μπαρούφα κττ., εξ ου κι ο ψωλέμπορας που τις πουλάει, ή κάτι το οποίο θεωρούμε σκέτη σαχλαμάρα.

  3. Δε ρήαλ θινγκ, η κίνηση του πέοντα τη στιγμή που τα φλόκια πετάγονται α λα Πήτερ Νορθ.

  4. Κυριολεκτικά πάλι, το γαμήσι.

  1. Αλλά πάντα έτσι δεν γίνεται; Χρηματιστήριο; Ψωλιά το 1992, ψωλιά το 2.000. Δάνεια; Ψωλιά το 95, ψωλιά το 2010.
    Δεν μαθαίνει ρε ο Ελληνας, δεν μαθαίνει.

  2. ...είχε και καλό χαρακτήρα, γλυκό πρόσωπο και άκουγε και Madrugada και όλες τις ψωλιές αυτές.

  3. … και με γέμισε με τα χύσια του με μια δυνατή ψωλιά….

  4. Κάθισα αποκαμωμένη στον καναπέ ευτυχισμένη όμως από τις δυνατές ψωλιές που έφαγα…

-όλα διχτυωτά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Κάπως πιο κυριολεκτικά σημαίνει γαμώ με έμφαση στην ενέργεια της τοποθέτησης του τσουτσουνιού εντός της δεχομένης οπής.

  2. Πιο σλανγκικώς σημαίνει μια γενική συμπεριφορά η οποία χαρακτηρίζεται από ένα μεγάλο φάσμα διαφορετικών στοιχείων, όπως αυθάδεια, προπέτεια, επιδειξιομανία, επιθετικότητα, αυτοπεποίθηση υπερβολική ως προς την αξία του τσουτσουνίζοντος υποκειμένου, ασοβαρότητα και τα συναφή. Βασικά, σαν να πρόκειται για κάποιον εφηβικής ή νεαρής ηλικίας, ο οποίος θέλει να επιδείξει το τσουτσούνι του, ή και να το χρησιμοποιήσει, κάνοντας διάφορα πεσίματα με άκομψο τρόπο. Ο όρος, δηλαδή, μάλλον παραπέμπει σε επίδειξη και επίθεση η οποία είναι δυσανάλογα άκομψη σχετικά με την μικρή αξία του νεαρού ή νεαρόφρονος τσουτσουνιστή. Επίσης, σε γενικότερα φαινόμενα νεανικής ανησυχίας, ακράτειας και πεσίματος για γαμήσι (κυριολεκτικά ή μεταφορικά) σε αντίθεση με την υποτίθεται υστερότερη σοβαρότητα και εγκράτεια του ώριμου άντρα. Συναφώς, μπορεί να σημαίνει ότι λέω βλακείες και πράγματα στερούμενα σοβαρότητας, κλαπαρχιδιές.

  1. - Πώς πήγε με το Μαιράκι στην Πάρο; Τον βαφτίσατε τον Αλβανό;
    - Άσε, πάνω που ήμουν έτοιμος να την τσουτσουνίσω, μου είπε ότι είχε περίοδο. Ε, την άλλη μέρα φλέρταρα με κάτι τουρίστριες και στράβωσε η φάση.
    - Καλός καλημεράκιας είσαι και του λόγου σου...

  2. - Τι τσουτσουνίζει μωρέ το τσουτσέκι; Ποιος νομίζει ότι είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ μαλακό πέος που δεν επιτυγχάνει καλή στύση.

Τι να κλάσει μωρ΄ ο πουρέιτζερ με το ζελέ;

H απαραίτητη μουσική υπόκρουση (από allivegp, 27/12/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι η στάση όπου η γυναίκα τρίβει τους όρχεις του άντρα.

- Έτσι, ναιιιι, ζούλα μου τ' αρχίδια...
- (επιφώνημα που δείχνει απόλαυση)
- Ναι, μωρό μου. Κάνεις τέλειο τσαγωτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά για να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε να σας ενημερώσω ότι:

Τα γκόρτσα είναι τα φρούτα του δένδρου Αγκορτσιά (ή αλλιώς Γκορτσιά). Η Αγκορτσιά είναι ένα είδος αγριαχλαδιάς. Κατά βάση λοιπόν τα γκόρτσα είναι κάτι σαν αχλάδια ένα πράγμα.

Πάμε τώρα στον καθεαυτό ορισμό. Ορισμούς μάλλον, γιατί η έκφραση είναι πολυσήμαντη.

  1. Η φράση μου τίναξες τα γκόρτσα σημαίνει με κούρασες πάρα πολύ, με ξεθέωσες, με ξεπάτωσες, με ξεκώλωσες, με ξέκανες, με ξέσκισες, με ξεμούνιασες, μου έδωσες το μουνί στο χέρι, με πέθανες, με εξουθένωσες, με έφτασες στα όρια της φυσικής μου αντοχής. Όλα αυτά, το καθένα ξεχωριστά και όλα μαζί.

  2. Από τον παραπάνω ορισμό προκύπτει η δεύτερη σημασία της έκφρασης. Ένας άντρας μπορεί να χρησιμοποιήσει την έκφραση αυτή για να παινέψει τον εαυτό του σχετικά με την μεγάλη του αντοχή κατά τη διάρκεια του σεξ, καθώς και για την ποσότητα και την ποιότητα των οργασμών, της ευχαρίστησης και της ηδονής που μπορεί να προσφέρει στη σύντροφό του.

  3. Τέλος το τινάζω τα γκόρτσα σημαίνει δέρνω, πλακώνω στο ξύλο, αρχίζω στα μπουνίδια, με την απαραίτητη προϋπόθεση ότι θα είμαι ο αδιαμφισβήτητος νικητής του όλου διαπληκτισμού. Γενικεύοντας, σημαίνει ότι υπερνικώ με διαφορά τους αντιπάλους μου, ότι επιβάλλομαι δυναμικά, ότι είμαι ο καλύτερος με διαφορά.

Ετυμολογικά θα πρέπει να υποθέσω ότι το τίναγμα της Αγκορτσιάς για να μαζέψουμε τα φρούτα της θα πρέπει να είναι πάρα πολύ σκληρή και κουραστική εργασία. Γιαυτό και η έκφραση έμεινε υποδηλωτική μιας τέτοιας κατάστασης.

  1. - Σήμερα στο γραφείο έπεσε πολύ δουλειά. Μας τίναξαν τα γκόρτσα!!!!

  2. Νάρα: - Τάκηηηηη, θέλω κι άλλο... Τάκης: - Πας καλά μωρή; Μου τίναξες τα γκόρτσα και θες κι άλλο; Την πέφτω για ύπνο, κάνε παρτούζα μόνη σου... (Όπως είχε πει και ο Παπακωνσταντίνου: δεν πάει άλλο, μ' έχεις ξεκάνει κι από πάνω θέλεις κι άλλο!)

  3. Τάκης: - Νάρα, πάμε μωρό μου στο κρεβάτι να πηδηχτούμε, να σου τινάξω τα γκόρτσα!!!
    Νάρα: - Αχχχχχ Τάκη μου, τέτοια μου κάνεις και με τρελαίνεις!!!!!

  4. Τάκης: - Άσε ρε Μάκη χτες πλακώθηκα με τον πούστη τον Λάκη!!!!
    Μάκης: - Και, τι έγινε, ποιος τις έφαγε;
    Τάκης: - Του τίναξα τα γκόρτσα. Ένα με το δάπεδο τον έκανα. Αλοιφή τον έκανα σου λέω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Το κρεβάτι > το γαμήσι > το βρακί/μουνί της εν λόγω γκόμενας.

  2. Όταν ακόμη δεν κυκλοφορούσαν εκτυπωτές ink-jet ή laser και οι μόνοι διαθέσιμοι ήταν οι θορυβώδεις κρουστικοί με τη μελανοταινία, το χαρτί για εκτυπώσεις ήταν σελίδες κολλημένες η μια με την άλλη. Όταν λοιπόν κάποιος τύπωνε μεγάλο κείμενο ή πρόγραμμα, η ατελείωτη σειρά από κόλλες εκτύπωσης αποκαλούνταν σεντόνι. Ακούγονταν τα: «Πάλι την Πειραϊκή-Πατραϊκή τυπώνει/ράβει /κεντάει;» Πιστεύω πως, αν και προέρχεται από τον ορισμό που δίνει η ironick (που αφορά στον έντυπο τύπο), είναι ακόμη πιο πετυχημένος τουλάχιστον οπτικά.

  3. Το τεράστιο κυκλικό πανό που εικονίζει μια ποδοσφαιρική μπάλα και έχει φτάσει να είναι συνώνυμο του Champions League. Έτσι προκύπτουν τα:

  • Ώρα για σεντόνι = Άντε ν' αρχίσει το/Ώρα για Chamnions League
  • Ο Γκέκας βλέπει σεντόνι = Η ομάδα του θα προκριθεί κι αυτός θα παίξει στο Champions League
  • Κουνώ το σεντόνι = Συμμετέχω στο Champions League
  1. - Μεγάλε, έχουμε να σε δούμε από τότε που σε τύλιξε στα σεντόνια της ή μου φαίνεται;
    - Εμ της Πόπης σέρνει καράβι. Ο Κώτσος θα γλίτωνε;

  2. - Ξέρεις πόσα δέντρα σφάζεις με τα σεντόνια σου κάθε μέρα;
    - Άσε που μας παίρνεις και τ' αυτιά.
    - Σόργια! Δε γίνεται αλλιώς και το ξέρετε. Γι' αυτό μόκο!!

  3. - Σεντόνι έεε; Ναααα!!
    - Σκάσε ρε μαλάκα και θα σε γαμήσουν δίχως σάλιο!!

το σεντόνι στο γήπεδο την ώρα που το κουνάνε (από sstteffannoss, 09/11/10)το σεντόνι στο γήπεδο την ώρα που το κουνάνε (από sstteffannoss, 09/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η διείσδυση στο σεξ και ιδίως η ώρα του οργασμού, όπου και σκοράρεις. Και το πρωκτικό είναι γκολ, αλλά με οφσάιντ.

  1. Βάλε γκολ, βάλε γκολ κι άσε τα πολλά κοντρόλ
    (Δες σχόλιο electron εδώ).

  2. Καλύτερη κι από γκολ σε τελικό Μουντιάλ! Ποια; Αυτή! 1-0.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified