Further tags

Απαντά και ως ολιγονούσης και λιγονούστης. Αυτός που έχει λίγο νου, ο βλαξ. Για την ακρίβεια, ο αισθητά πιο βλαξ από το μωρόπιστο και τον αγαθό, η περίπτωση «ελαφράς νοητικής καθυστέρης».

Ο όρος κατά κανόνα χρησιμοποιείται ως εύσχημη περιγραφή των ατόμων αυτών αλλά μπορεί να είναι και ύβρη εναντίον ανθρώπων εγνωσμένης αλλά μη διαγνωσμένης ηλιθιότητας.

Από Δ. Κρήτη.

  1. — Ίντα μρε τον έχουνε τον ολιγονούση στο τζιπάκι;... Πράμα έκαμε;...
    — Κιαμέ! (=σιγά!)... Ψευτορουφιάνο τον έχουνε και τονε παίρνουνε πότες πότες βόλιτα και θαρρεί ο κακομοίρης πως κάνει πράμα...

  2. Όποιος όμως είναι μικροπρεπής και λιγονούσης και τιποτένιος και σκέφεται ότι η Κρήτη θα είναι αυτόνομη είναι σα να προσπαθεί να χωρίσει τα γράμματα από το τετράδιο ή το κεφάλι από το σώμα!!

(Απ' εδώ).

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμησις (μὲ μετατροπὴ) τοῦ μουνόπανο, ὅταν αὐτὸ χρησιμοποιεῖται ὡς ὑβριστικὸς-ὑποτιμητικὸς χαρακτηρισμὸς προσώπου.

Πρόκειται γιὰ Πατρινὸ ἰδιωματισμό, τὸν ὁποῖον ἔμαθα ἐπὶ τόπου τὴν δεκαετία τοῦ ὀγδόντα, καὶ ὁ ὁποῖος ἐπιβεβαιώθηκε ἐν συνεχείᾳ στὴν καθ' ἡμέραν πρᾶξι ἀπὸ δύο εἰδικευομένους ποὺ εἶχα, μέχρι τὸ 1995.

Ἐπιμελητής: Παναγιώτη, εἶπε ὁ Σόλων (συνειδικευόμενος γιατρὸς μὲ τὸν Παναγιώτη) νὰ κατέβῃς ἐσύ στὰ ἐξωτερικὰ ἰατρεῖα, διότι τὸν θέλει ὁ διευθυντής.
Παναγιώτης: Τὸν θέλει ὁ διευθυντής, τὸ πανί, νὰ μὴ τοῦ γ... τὴν Π..., τὸ σκατόγλειφτα... ...Δὲν πάω πουθενά νὰ τοῦ πῇς. Σιγὰ μὴν κάτσω ἐγὼ νὰ γ...μαι κι αὐτὸς νὰ μινάρῃ. (Μετὰ ἀπὸ λίγο προσθέτει:) Καλὰ ρέ, θἄρθω νὰ σὲ βοηθήσω... (προσθέτει δὲ μουρμουρίζοντας:) Τὸ μουνόπανο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παιδεραστής, στὸ Πατρινὸ ἰδίωμα.

Ἡ ἐτυμολογία προέρχεται κατὰ τὴ γνώμη μου ἀπὸ σύγχυσι: Αὐτὸς ποὺ «τρίβει» ἢ «τρίβεται» μὲ τὰ παιδιά, ἐνῷ κανονικὰ εἶναι αὐτὸς «παρὰ τῷ ὁποίῳ διατρίβουσιν οἱ παῖδες», δηλαδὴ ὁ παιδαγωγός.

Ὁ Πανίτσας ἀπ' τὰ Ταμπάχανα (πλατεία λαϊκῆς συνοικίας τῶν Πατρῶν) ἐνδιεφέρετο γιὰ τὴν θέσι τοῦ ἐπιστάτου στὸ σχολεῖο. Σχολιάζει λοιπὸν κάποιος:

- Μὰ μπίτι μινάρηδες εἴστενε μωρέ! Αὐτὸς εἶναι παιδοτρίβης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που καυλώνει το μεσημέρι.

Στον Παγώνδα, μεγάλο χωριό της Σάμου, στις δεκαετίες του '50 και του '60 (ίσως και παλιότερα) λεγόταν καυλουμησ'μέρ'ς (καυλομεσημέρης) ο γεωργός που, αντί να πάρει μαζί του στο χωράφι το μεσημεριανό φαγητό του και να επιστρέψει μια και καλή το βράδυ, επιστρέφει στο χωριό το μεσημέρι, τρώει μεσημεριανό με τη γυναίκα του και τα παιδιά του και ξαναγυρίζει στο χωράφι για να συνεχίσει την εργασία του.

Τουν είδης; Πάει πάλι ου καυλουμησ'μέρ'ς να ξηκαυλώσ' στ' κυρά Μαριώ κι να ξαναγυρίσ' στου χουράφ'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όταν ο διακατεχόμενος από έντονο και σφοδρό σεξουαλικό πόθο βρίσκεται σε πλήρη και περήφανη στύση. Ο όρος απαντάται κυρίως στην Κρήτη και τυγχάνει κυριολεκτικής αλλά και μεταφορική χρήσης, εκφράζοντας ακατανίκητη επιθυμία.

Παραλλαγή: ολοκαύλωτος.

  1. - Ξαπλωμένος όλο το βράδυ δίπλα της και αυτή να τρίβεται συνέχεια πάνω στη γκλίτσα. Καταλαβαίνεις, να προσπαθώ όλο το βράδυ να κοιμηθώ, ολόκαυλος!

  2. - Θα κατέβουμε στον αγώνα ολόκαυλοι και δεν σας βλέπω να την βγάζετε καθαροί.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πανάρχαια η λέξη που απαντά στα περισσότερα μέρη της Ελλάδας. Ο ηλεκΤριανταφυλλίδης λέει:

τρόχαλος ο [tróxalos]: (λαϊκότρ.) α. σωρός από πέτρες. β. τοίχος από ξερολιθιά. [αρχ. επίθ. τροχαλός = που τρέχει, στρογγυλός].

Τρόχαλος στην Κρήτη ήταν κυρίως ο σωρός από μεγάλες πέτρες, τις οποίες οι αγρότες μαζεύαν σε ένα σημείο του χωραφιού όταν το «ξεπετρίζανε» για να μπορεί να οργωθεί πιο εύκολα. Σπανιότερα ως τρόχαλος αναφερόταν η πρόχειρα κατασκευασμένη ξερολιθιά (η οποία ως λέξη δεν απαντούσε στην Κρήτη). Η πιο κοινή μεταφορική χρήση είναι στην περιγραφή ετοιμόρροπων κτισμάτων συντριμμιών - που για τα παλιά, πετρόχτιστα σπίτια ήταν βέβαια σχεδόν κυριολεξία.

[I] Τρόχαλος έγιν' η μονή κι εσείστ' ο Ψηλορείτης κι αντιλαλούνε τα βουνά κι απ’ άκρ’ ως άκρ’ η Κρήτη.[/I] (από ρίμα για το ολοκαύτωμα του Αρκαδίου)

Όπως έχω γράψει στο περίπου και στο λήμμα πετραδίζεις;, η ενασχόληση με τις πέτρες (με τις απελέκητες, μη οικοδομικές πέτρες) εθεωρούνταν στην ύπαιθρο μια από τις πλέον βαριές, απαξιωμένες, στα όρια του νοήματος ανθρώπινες δραστηριότητες. Όπως φαίνεται και στο μύθο του Σισύφου, η μάχη του ανθρώπου με την πέτρα είναι συνώνυμη της ματαιοπονίας. Η πέτρα είναι η πιο αρχετυπική συμπύκνωση της δύναμης της φύσης σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, ιδιαίτερα τη νησιωτική και ορεινή. Αν η πέτρα είναι το ανώφελο, ο τρόχαλος είναι σε απόλυτο βαθμό συνώνυμο της απαξίας, της μηδαμινής χρησιμότητας. Είναι ένας σωρός από άχρηστες πέτρες.

[I]Καλλιά τροχάλους να χαλώ, καλλιά να σκάφτω λάκκους καλλιά δαιμόνους να θωρώ παρά χωροφυλάκους[/I].
(μαντιναδάρα).

Στην Κρήτη η λέξη είναι αυτό που θα λέγαμε κούργιαλο-σλανγκ. Απαντά στις φράσεις «εγινήκαμε τρόχαλος» που σημαίνει:

α) ότι μπλεχτήκαμε σε καυγά, σε μεγάλο μανικουλέ β) ότι έγινε παρτούζα γ) ότι εξετσιλακωθήκαμενε, ότι εγινήκαμε τάπα τση μεθιάς δ) ότι παρεκτράπημεν καθ΄οιονδήποτε άλλο τρόπο.

Απαντά και η φράση «έκαμα-τα τρόχαλο» που σημαίνει τα έκανα πουτάνα, με όλες τις πιθανές έννοιες.

Στα Χανιά, στα Νεώρια, υπάρχει το ομώνυμο μαςπηρανειδησόμπαρο, τελευταίας υποστάθμης σταθμός για τη βραδυνή σας έξοδο, το οποίο ουκ ολίγες φορές έχει προσφέρει προς τα ξημερώματα αξέχαστα θεάματα στους λατέρνατιβ θαμώνες των μπαρ της Σαρπηδώνος.

  1. - Ιντά 'ναι μρε τα χάλια σας, τρόχαλος εγενίκετε...
    - Νικολιό, μρε Νικολιό, κατσ΄α΄πιούμε μπράμα μρε....

  2. - Αν έρθει η Σόνια και φέρει και κείνηνα τη γκαυλιάρα τη Φένια απού σε γουστάρει θα γενούμε τρόχαλος, μόνο α δεν έχεις δουλειά κάτσε σου λέω...

  3. - Και μπαίνει μέσα μέσα στο μαγαζί στσι καναπέδες και την-ε θωρεί με τον άλλο, βάνει ομπρός ένα σκαμπό και έκαμε τα τρόχαλο μα ίντα να σου λέω...
    - Σα δεν την-ε σκότωσε λέω ΄γώ έτσα τροζός που είναι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ουδετέρου γένους. Και έτσι λέγαμε την μπάλα όταν ήμασταν μικρά στη Λευκάδα.

Κρύφ' το τό μπαλί! θα το δει ο Φίντο-Ντίντο και θα το πάρει ο Tsibouk.

(Για κάποιο λόγο μας απαγόρευαν να φέρνουμε μπάλες απ' το σπίτι. Φίντο-ντίντο: παρατσούκλι του πιο αντι-κουλ καθηγητή που έχει περάσει, γυαλαμπούκες κ όταν μίλαγε δεν καταλάβαινες τίποτα απ' το βουητό. Tsibouk (προφέρεται Τσίμπουκ): διευθυντής στο γυμνάσιο στα Βαρδάνια. Μορφή αντάξια του παρατσουκλίου. Ναι.)

(από Vrastaman, 16/10/09)(από Vrastaman, 16/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published

Κατσιφάρα λέγεται στα κρητικά αλλά και σε πολλά άλλα μέρη της Ελλάδας (Αρκαδία - βλ. εδώ, Ηλεία - βλ. εκεί και αλλού) το τοπικό σύννεφο, η ομίχλη, η καταχνιά.

Τα Κύθηρα ανήκουν στα μέρη που πλήττονται συχνά από την κατσιφάρα (παρ.1).

  1. ... τα ελικόπτερα του ΕΚΑΒ δεν πετάγανε λόγω καιρού και νέφωσης -η περίφημη κυθηραϊκή «κατσιφάρα»- και έτσι αποφασίστηκε να επιστρέψω οδικώς στην Αθήνα.
    Θανάσης Τζαβάρας, «Ταξίδι από τα Κύθηρα».

  2. από μπλογκ (http://sarantakos.wordpress.com/)
    Α: - Η κατσιφάρα (τοπική καταχνιά των Κυθήρων, με αιφνίδια εμφάνιση και ταχύτατη κίνηση) να υποθέσω ότι έχει αρβανίτικο όνομα;
    Β: - Δεν είναι μόνο τσιριγώτικη η κατσιφάρα, είναι και κρητικιά (τη λέξη την έχω ακούσει και από κάτοικο θεσσαλονίκης αλλά χαμουτζή).
    Ήθελα να 'μουνε πουλί γη πρίνος στη Μαδάρα
    να μ’ αγκαλιάζει δροσερά τσ΄αυγής η κατσιφάρα.
    Γ: - Περί ανέμων δε μπορώ να βοηθήσω αλλά περί ομίχλης ας πω κι εγώ το κατιτίς μου: και στη Μεσσηνία κατσιφάρα τη λένε.
    Β: - Κώστα, ευχαριστώ. Πιθανότατα Κατσιφάρα θα λέγεται και στην Αχαΐα, αν κρίνω από το γνωστό επίθετο.

  3. Κρητικό ριζίτικο:
    Παιδιά κι είντα 'ναι η καταχνιά και τούτη η κατσιφάρα, και γιάντα φεύγουν τα πουλιά κι ανατριχιούν τα δάση; Οι Γερμανοί πλακώσανε κι ουρανοκατεβαίνουν με μηχανές και με φωθιά την Κρήτη πλημμυρίσαν.
    Κρήτη, στα μαύρα θα ντυθείς, στα σίδερα θα πέσεις...

Γ. Κατσιφάρας (από GATZMAN, 18/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Στη λίμνη των Ιωαννίνων Παμβώτιδα, υπήρχε ένα σημείο, λίγο μακρύτερα από τα ταβλοκαφενεία, που το λέγανε «το δώδεκα». Ο μύθος επισημαίνει ότι επειδή ήταν το βαθύτερο, (δώδεκα μέτρα έως το βυθό) εκεί ρίχνονταν όσοι ξέφευγαν από το Ψυχιατρείο, που τότε ήταν παραλίμνιο και ακόμη όσοι απελπισμένοι αποφάσιζαν να κόψουνε την άλυσο αφήνοντας τον μάταιο τούτο κόσμο για πάντα.

Εκτός του ότι οι λίμνες είναι φορτισμένες αιώνες τώρα με θρύλους για τέρατα, για απόκοσμες υπάρξεις, για στυγερές δολοφονίες αθώων, πλην εκπάγλου καλλονής νεανίδων που ανατάρασσαν τα πάθη, για παλικάρια που χάνονται στα νερά τους αναζητώντας την άπιαστη θηλύτητα, το μέρος εκείνο ανέδυε και κάτι από τη μοιραία και σκοτεινή γοητεία της εθελουσίας εξόδου στο Επέκεινα.

- Ρε συ, θυμάσαι τον Παντέλα;
- Ποιόν ρε, εκείνον που χρωστάει σ’ όσους μιλάνε Ελληνικά;
- Α γειά σου.
- Εκείνον που τ’ ανοίξανε το μαγαζί και τα σήκωσαν όλα τις προάλλες;
- Ετς.
- Ε…
- Τον παράτησε η γυναίκα του και του άφησε και τα τρία τους παιδιά.
- Ώι-ντάαα… είναι κατευθείαν για το δώδεκα ο τζες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το λήμμα αιτήθηκε στο ΔΠ η ironick ως «αβέρτα σκέτο» γιατί ήδη υπάρχουν παράγωγα στο σάιτ. Το λήμμα αβέρτα κουβέρτα καλύπτει (με την κουβέρτα του) το λήμμα αβέρτα «σκέτο» (σπεκ στον προλαλήσαντα): φανερά, χωρίς περιορισμούς, κατ’ εξακολουθηση, προκλητικά, ξετσίπωτα, αδιάκριτα.

Περαιτέρω έρευνα στο διαδίκτυο απέδωσε τα παρακάτω: Η λέξη αβέρτα, φαίνεται να προέρχεται από το ιταλικό aperto που θα πει ανοιχτό. Εδώ περιλαμβάνονται οι σχετικοί όροι με τις σχεδόν μονολεκτικές έννοιές τους, όπως χρησιμοποιούνται στην Κέρκυρα και τους Παξούς (αναμενόμενο το Ιόνιο για λέξη ιταλικής προέλευσης, νομίζω;). Σο, αβέρτα, αβέρτα πάγκα: συνέχεια, αβέρτο: ανοιχτός χώρος, μεγάλος, χωρίς εμπόδια, αβέρτο πετσάλι: ελεύθερο, ανοιχτό.

Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει κανείς τους μηχανισμούς που οδήγησαν στις τρέχουσες χρήσεις της λέξης. Συνήθως αυτές έχουν μια αρνητική χροιά, στα πλαίσια μιας εννοούμενης υπερβολής, ενώ επιπλέον υπονοείται ότι δεν πρόκειται για περιστατικά μια κι έξω, αλλά μάλλον για συνεχιζόμενες καταστάσεις:

  • Απλοχεριά. Ένα ανοιχτό πεδίο, μια άπλα χωρίς στριμώγματα, χωρίς μιζέριες, χωρίς τσιγκουνιές στους χώρους. Χωρίς τσιγκουνιές γενικά, γενναιόδωρα. Αρνητικά: αφειδώς, συνεχής σπατάλη.
  • Πρόκληση. Ένα ανοιχτό πεδίο, είσαι εκεί χωρίς διαθέσιμες κρυψώνες, χωρίς σκιές, τίποτα δεν σε κρύβει, όλα γίνονται μπροστά σε όλους, φάτσα μόστρα, φόρα παρτίδα, όλοι βλέπουν, εκτίθεσαι, αλλά δεν σε νοιάζει. Αρνητικά: συνεχής ξετσιπωσιά.
  • Ελευθερία. Ένα ανοιχτό πεδίο χωρίς εμπόδια, όσο μακριά βλέπει το μάτι, ελεύθερα ως τον ορίζοντα, δεν υπάρχει κάτι δεσμευτικό, δεν υπάρχει τίποτα που να περιορίζει, sky is the limit. Χωρίς να θέτει κανείς όρια, χωρίς να το σκέφτεται πολύ. Απερίσκεπτα. Αρνητικά: συνεχής ασυδοσία.

    Όλα αυτά μαζί, σε ένα παγωτό.

Δικά μας:
*Βρήκα κώλο και γαμάω αβέρτα.

*Γαμιολόπουστα: [...] είναι η αδερφή που τον παίρνει αβέρτα.

*Ασεπατζού: [...] μετά θα λυσσάξουνε να κάνουνε παιδί-να πάρουνε αβέρτα άδειες και να την πέσουνε κ.ο.κ.

*Αρπαχτοτσιμπούκω: [...] η εμφάνιση και το στυλ της προδίδουν ότι γαμιέται αβέρτα.

*- Τι γίνεται με την εξεταστική; Γράφεις τίποτα;
- Ραμού έχω να γράψω...
- Πώωω, σοκ και πέος! Αυτή κόβει αβέρτα...

Ξένα:
*Αν συνεχίσει να σκορπάει αβέρτα τα λεφτά του, στο τέλος θα μείνει άφραγκος.

Εδώ: Τα βιβλία θα είναι από δω και πέρα μόνο στολίδια για αραχνιασμένες βιβλιοθήκες, που κι΄αυτές αντικαθίστανται από συλλογές ταινιών πορνό και τραγουδιών του Φοίβου, που παρέχουν αβέρτα πάγκα οι εφημερίδες και τα περιοδικά…

Ανοιχτό πεδίο. Ελευθερία. Το "αβέρτα" με την θετική του έννοια: η πάμπα της Αργεντίνας. (από Galadriel, 19/10/09)Πιο σωστή μετάφραση κττμγ (από Vrastaman, 19/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified