Further tags

Ο κλώνος- σάιμποργκ του τίγκα (βλ. τίγκας) : μισός κλώνος, μισός ρομπότ.

Θεωρείται εξελιγμένο είδος και χρησιμοποιεί ΚΑΘΕ νέο προϊόν της χημικής βιομηχανίας για να δείχνει φουσκωτός, να πετάγονται οι φλέβες του και να δυσκολεύεται να περπατήσει με αρμονία. περπατάει με διακοπτόμενες, μηχανικές κινήσεις. Οι διανοητικές του ικανότητες περιορίζονται στον υπολογισμό των γραμμαρίων πρωτεϊνης που τρώει και το πόσα στεροειδή καταπίνει. Προκαλεί τον τρόμο από όπου περνάει.

Πρόγονος του πιστεύεται πως είναι ο Ράλφ Λούντργκεν.

-Έλεος μ'αυτό τον τύπο. Κλάνει ψαρίλα όποτε λυγίζει τη μέση του.
-Άσε μάγκα παίζει φάση τίγκατρον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ψηλή γκόμενα με τα ανυψωμένα, καλλίγραμμα οπίσθια.

- Την είδες την καινούρια γυμνάστρια;
- Πωωω ρε φίλε, τι είναι αυτή;!
- Άλογο!

(από Khan, 27/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατ 'αναλογία με και σε επέκταση του: ερήμην. Και ο νοών νοείτω.

(πριν την εξέταση μαθήματος)
-Έχεις διαβάσει;
-Μπάαα...
-Κατάλαβα, πάλι ερημιτζής κατέβηκες...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που κοιτάει μόνο την πάρτη του. Φροντίζει για το βόλεμά του και συμπεριφέρεται καιροσκοπικά και ωφελιμιστικά. Χρησιμοποιείται και με πιο ήπια σημασία για να καταδείξει ανάλογες περιστασιακές συμπεριφορές.

  1. Ο παρτάκιας ο Τάσος με θυμόταν μόνο όποτε ήθελε νά 'ρθει σπίτι και να παίξει με την κιθάρα μου...

  2. Ρε παρτάκια, όλον τον μπάφο ήπιες και μου άφησες μόνο την τζιβάνα!

Αρκάς, Ισοβίτης (από patsis, 07/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα με τον χαρακτηριστικό ελληνικό σωματότυπο, τουλάχιστον κάποια χρόνια πριν, χαμηλού αναστήματος και μεγάλης περιφέρειας. Συνώνυμο της χαμηλοκώλας, αυτή που περπατώντας, τα πόδια της βρίσκουν στα οπίσθια.

- Το κολάν τη μάρανε την κοντοκλώτσα... Λίγο ακόμα και ο κώλος της θα σκουπίζει το πάτωμα!

Οι Απαράδεκτοι, "Γαλλική κουλτούρα". Στο 4:00. (από patsis, 04/06/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κοντός/-ή, συνώνυμο του πρώτο μπόι.

- Κοίτα να δεις που κάνει και τον νταή, η κουβαρίστρα δέκα νούμερο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνόπανο, αυτός που δεν ξηγιέται σωστά. Συνήθως ο χαφιές, ο απατεώνας.

- Δώσε μου πίσω τα λεφτά μου ρε αρχίδι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άπειρος και ανόητος άνθρωπος που περνιέται για μεγάλο γατόνι.

- Κοίτα ρε το κωθώνι του ναυτικού, που επειδή ο μπαμπάς είναι το αφεντικό, νομίζει πως μπορεί να γαμάει και να δέρνει!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός λόγω μικρού πέους. Χρησιμοποιείται για να κοροϊδέψουμε κάποιον που το παίζει μεγάλος σε δύναμη.

-Θα σε δείρω ρε μαλάκα!
-Για ηρέμησε ρε μικρούλη μη σε βάλω κάτω και σε αχίσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κοπέλα που λόγω της σπαστικής της συμπεριφοράς, διώχνει τους άντρες (διώχνει μακριά το γκαβλί), η αγάμητη.

Theo: Και για το πιο απλό θέμα να μιλήσουμε, δεν μπορεί, θα μου τα σπάσει τα παπάρια. Sakis: Ναι μωρέ, χέσ' τηνα τη ξούγκαβλη .

Να ποιά είναι η πραγματική Αλεξάνδρα. (από GATZMAN, 14/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified