Further tags

Το μελαχρινό παιδί. Λέγεται και μαυροτσούκαλο.

- Ωραίο παιδάκι ο γιός του, αλλά πολύ μελαχρινό βρε παιδί μου! Εντελώς μαυροκούραδο!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μελαχρινός άνθρωπος. Λέγεται και μαυροκούραδο (για παιδιά συνήθως).

- Ηρθε με τα παιδιά του, και τα τρία μελαχρινά, ίδια η μάνα τους... Μαυροτσούκαλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

O γλοιώδης κόλακας. Tσανάκα είναι (νομίζω) το πήλινο που βάζουν το γιαούρτι.

Α, τον γελοίο, τον τσανακογλείφτη! Τι έχει βάλει στο μυαλό του πάλι;

Γιαούρτι Δορκάδος σε τσανάκες (από poniroskylo, 16/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ο τσιγκούνης.
  2. Αυτός που έχει πολλά λεφτά.
  1. - Αυτός ο Αντώνης είναι πολύ Σκρουτζ, δεν δίνει τίποτα σε κανέναν!

  2. - Ο ιδιοκτήτης της Microsoft έχει τόσα λεφτά, όσα είχε ο Σκρουτζ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που μοιάζει με κινέζο.

Χθες το απόγευμα είδα έναν κινέζο που νόμιζα ότι ήταν αδελφός του Σημίτη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ως παρτιτούρα , ορίζεται η γυναίκα που εμφανισιακά ακροβατεί ανάμεσα στα όρια του χαρακτηρισμού της πατούρας (στο εν λόγω site έχει καταχωρηθεί ως κατι θετικό, αλλά αντιθέτως υπάρχει και αρνητική σημασία δίνοντας έμφαση στο - μεγάλο ομολογουμένως - μέγεθος των οπισθίων ) και της πατσόλας.

(_!_) = regular ass (___!___) = fat ass

Σε σύγκριση όμως με τα παραπάνω λήμματα, η έννοια της παρτιτούρας δεν κάνει επίκληση μόνο στην εξωτερική της εμφάνιση, αλλά αντίθετα σκιαγραφεί και τις ενδόμυχες πτυχές του χαρακτήρα της. Δηλαδή ΘΕΛΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΤΗΣ, η απόλυτη παρτάκιας.

Συνοψίζοντας: χοντρό μπάζο που τα θέλει όλα για πάρτη της, δηλαδή:

ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΑΡΤΗ ΤΗΣ + ΠΑΤΟΥΡΑ = ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ

- Άκουσα ότι σε γουστάρει η Μαρία...
- Άσε ρε... Ποιος είναι να μπλέκει τώρα με την παλιοπαρτιτούρα... Τελειώσαν οι εκπτώσεις. Ας βρει αλλού θύμα!

(από ktinodia, 19/02/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Είδος χιμπατζή που αυνανίζεται πού και πού...
  2. Το χρησιμοποιούμε για να πούμε κάποιον πιο ευγενικά μαλάκα.
    (Έγινε πιο γνωστός από τότε που τον ανέφερε ο Λαζόπουλος!)
  1. - Κοίτα έναν μακάκα στο δέντρο!

  2. - Είσαι πολύ μακάκας όμως!

(από Khan, 17/05/12)

Ο χιμπατζής λέγεται μακάκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το άτομο που γενικά θυμίζει το μόριο του άντρα σε μορφή, συμπεριφορά ή συνήθειες.

- Στ' αρχίδια μου!
- Πουλιλόμορφος είσαι, τι θα έλεγες;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαστουρωμένος, συνήθως από βρομά, ή και ο μεθυσμένος.

- Άσε μαλάκα, τρεις μέρες κλασμένος ήμουν από το πάρτυ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified