Το μελαχρινό παιδί. Λέγεται και μαυροτσούκαλο.
- Ωραίο παιδάκι ο γιός του, αλλά πολύ μελαχρινό βρε παιδί μου! Εντελώς μαυροκούραδο!
Το μελαχρινό παιδί. Λέγεται και μαυροτσούκαλο.
- Ωραίο παιδάκι ο γιός του, αλλά πολύ μελαχρινό βρε παιδί μου! Εντελώς μαυροκούραδο!
Got a better definition? Add it!
Ο μελαχρινός άνθρωπος. Λέγεται και μαυροκούραδο (για παιδιά συνήθως).
- Ηρθε με τα παιδιά του, και τα τρία μελαχρινά, ίδια η μάνα τους... Μαυροτσούκαλα!
Got a better definition? Add it!
O γλοιώδης κόλακας. Tσανάκα είναι (νομίζω) το πήλινο που βάζουν το γιαούρτι.
Α, τον γελοίο, τον τσανακογλείφτη! Τι έχει βάλει στο μυαλό του πάλι;
Got a better definition? Add it!
- Αυτός ο Αντώνης είναι πολύ Σκρουτζ, δεν δίνει τίποτα σε κανέναν!
- Ο ιδιοκτήτης της Microsoft έχει τόσα λεφτά, όσα είχε ο Σκρουτζ!
Got a better definition? Add it!
Αυτός που μοιάζει με κινέζο.
Χθες το απόγευμα είδα έναν κινέζο που νόμιζα ότι ήταν αδελφός του Σημίτη!
Got a better definition? Add it!
Ως παρτιτούρα , ορίζεται η γυναίκα που εμφανισιακά ακροβατεί ανάμεσα στα όρια του χαρακτηρισμού της πατούρας (στο εν λόγω site έχει καταχωρηθεί ως κατι θετικό, αλλά αντιθέτως υπάρχει και αρνητική σημασία δίνοντας έμφαση στο - μεγάλο ομολογουμένως - μέγεθος των οπισθίων ) και της πατσόλας.
(_!_) = regular ass (___!___) = fat ass
Σε σύγκριση όμως με τα παραπάνω λήμματα, η έννοια της παρτιτούρας δεν κάνει επίκληση μόνο στην εξωτερική της εμφάνιση, αλλά αντίθετα σκιαγραφεί και τις ενδόμυχες πτυχές του χαρακτήρα της. Δηλαδή ΘΕΛΕΙ ΤΑ ΠΑΝΤΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΡΤΗ ΤΗΣ, η απόλυτη παρτάκιας.
Συνοψίζοντας: χοντρό μπάζο που τα θέλει όλα για πάρτη της, δηλαδή:
ΚΑΙ ΓΙΑ ΠΑΡΤΗ ΤΗΣ + ΠΑΤΟΥΡΑ = ΠΑΡΤΙΤΟΥΡΑ
- Άκουσα ότι σε γουστάρει η Μαρία...
- Άσε ρε... Ποιος είναι να μπλέκει τώρα με την παλιοπαρτιτούρα... Τελειώσαν οι εκπτώσεις. Ας βρει αλλού θύμα!
Got a better definition? Add it!
- Κοίτα έναν μακάκα στο δέντρο!
- Είσαι πολύ μακάκας όμως!
Ο χιμπατζής λέγεται μακάκος.
Got a better definition? Add it!
Βλ. και liposan, αβοκάντο, αρκούδα, βόιδαγλας, βυζόχερος, εύχοντρος, ζελές, θωρηκτό Ποτέμκιν, ιπποπόταμος, κινητό χασάπικο, κουμπαράς, κρεοπωλείο η αφθονία, Μπίλιας, μπόγος, ντουλάπα, ξίγκι, Οβελίξ, πατσοκοιλιάς, σμπόκος, τόφαλος, χοντρολίπαρος, χοντρομπαλάς
Got a better definition? Add it!
Το άτομο που γενικά θυμίζει το μόριο του άντρα σε μορφή, συμπεριφορά ή συνήθειες.
- Στ' αρχίδια μου!
- Πουλιλόμορφος είσαι, τι θα έλεγες;
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified