Further tags

Φαφλατάς και μεγαλόστομος.

(πομφόλυγα = φούσκα)

-Ήλθε και αυτός ο πομφολυγοπαφλάζων, με ύφος δεκαπέντε καρδιναλλίων, και μας τα έπρηξε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πασιχαρής = ο gay. Λέγεται στις Κυκλάδες.

- Σαν πεσίχαρος μου φαίνεται ο καινούργιος μας Δάσκαλος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος.

- Πώς σου φαίνεται ο νέος συνάδελφος:
- Για πισωκούντη τον κάνω. Λες να είναι «του συλλόγου»;

Βλ. και πισωγλέντης. Αντ. πισωκέντης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοσούλουπος, χτικιάρης.

Από το τραπουλόχαρτο.

- Πώς είσαι έτσι ρε! Σαν δύο καρώ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακοσούλουπος, αδύνατος, κιτρινιάρης.

Χτικιό = η φυματίωση.

Σ' έψαχνε ένας ψηλός, αδύνατος, χτικιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πονηρός, απατεωνάκος, μπαγαπόντης, αλλά και σεξουαλικά πονηρούλης.

Μάλλον εκ της τουρκικής, γι' αυτό και το υποβρύχιο λέγεται «μπερμπάντ-παπόρ» (όχι στην αληθική τουρκική γλώσσα, εννοείται!)

- Ά, τον μπερμπάντη, τον πορνόγερο! Τι στριφογυρίζει εδώ πέρα αυτός;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απατεώνας.

Αυτός ο ασφαλιστής δεν με πείθει. Πολύ παγαπόντης μου φαίνεται!

Μπαγαπόντισσα. (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πονηρός, πονηρή σουπιά.

Βρε μπαγάσα, έχεις κι άλλη γκόμενα και μου το έκρυβες; Δεν φοβάσαι μην το μάθει η Σούλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πονηρός, που θολώνει τα νερά.

Από το ασπόνδυλο είδος «Σηπία η μελανηφόρος».

- Έλα 'δώ εσύ, πονηρή σουπιά! Τι μας λές ότι κοιμήθηκες νωρίς χθές, αφού σε είδε κάποιος την νύχτα σε κακόφημο μπάρ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σαραντάρα-πενηντάρα, γεροντοκόρη ή ζωντοχήρα, με καλό στυλ και ευκατάστατη.

Τείνει να γυμνάζεται, να μακιγιάρεται, ντύνεται, συμπεριφέρεται νεανικά, ιδιαίτερα επιτυχημένα, ώστε να έχουν μια νεανική λάμψη (μέχρι να τις δεις από κοντά)

Κάτι σαν μιλφ, αλλά έχουν φροντίσει να εξαλείψουν τη «γοητεία του ώριμου».

Βλέπε Betsey Johnson

- Ήμασταν Κηφησιά και πέρασε ένα ξέκωλο κοκκινομάλλικο με τον ώμο έξω, και μαλλί ράστα... κουφαθήκαμε μαλάκα... πάμε πιο κει να κοζάρουμε φάτσα, και όταν πλησίασε και είδαμε πιο καθαρά, τι είδαμε; Πιπινόγρια! 40άρα και...
- Και ξενέρωσες;
- Δε με χαλάει μαλάκα, τέτοιο σώμα ούτε της ηλικίας μας!

H Betsey Johnson ... που λέγαμε ... (από poniroskylo, 11/11/08)

Σχετικά: γρέτζω, ξεκωλόγρια, Γρετζώρα, πουρογκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified