Further tags

Ο σπαγκοραμμένος, ο τσιφούτης. Προέρχεται από την γλύνα (=γλίτσα).

  1. - Άφησε κανένα χαρτζιλίκι ο κυρ-Κώστας;
    - Μπα, τίποτα. Αφού είναι γλύνας ο τύπος.

  2. - Πάλι αναπάντητη μου έκανες ρε γλύνα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα φράγκα. Ο έχων το πακέτο, ο επονομαζόμενος και «πακέτος», είναι ο πλούσιος. Η έκφραση ακομπανιάρεται από συγκεκριμένη ογκομετρική χειρονομία η οποία οριοθετεί το μέγεθος του πακέτου σημειώνοντας στο χώρο την θέση των 6 πλευρών του. Προφανώς, όσο πιο μεγάλο το πακέτο, τόσο πιο πολλά τα φράγκα.

Ο τύπος έχει το πακέτο λέμε. Φερράρι 430 σπάιντερ με κιτ ανθρακονήματα και κεραμικά. Μόνο τα κεραμικά έχουν όσο το Μοντέο του μπαμπά μου ρε μαλάκα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μυθικό τέρας με κορμί γυναίκας από τη μέση και πάνω και ερπετού από τη μέση και κάτω.

Η Λάμια, μητέρα της Σκύλλας, έτρωγε παιδιά και έπινε το αίμα των ανδρών, κάτι σαν θηλυκό βαμπίρ ένα πράμα. Εικάζεται δε ότι οι σεξουαλικές της ορέξεις ήταν κομματάκι ρισκέ για την εποχή, μιλάμε τώρα και κάτι χιλιάδες χρόνια πίσω, μη βλέπεις τώρα...

Χρησιμοποιείται για να περιγράψει την άσχημη πλην όμως σεξουαλικά αχόρταγη γυναίκα, το οποίο ως συνδυασμός σκοτώνει. Συντάσσεται συνήθως με το "ουστ" ή με το "μωρή".

Προσοχή: να μη συγχέεται με τη Λαμία, διότι εκτός του ότι δεν έχει αποδειχθεί κάποια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ των δύο, το είδος ευδοκιμεί παντού λέμε και άρα κανείς δεν είναι ασφαλής.

- Έλα δω γλυκό μου να σου πω δυό λογάκια.
- Ουστ μωρή λάμια, που να σου πει ο παπάς στ' αυτί.

(από acg, 18/03/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέγεται για μέλη ενός σάιτ που είναι πολύ δραστήρια στο φόρουμ.

Ο τάδε γράφει πολλά ποστς... είναι πολύποστος!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γελοιωδέστατος ευφημισμός για δουλειές του ποδαριού σε επιχειρήσεις, το σύρφερ υποβαθμίζεται ακόμη περισσότερο ως έννοια με την ειρωνική επικόλληση της λέξης μάνατζερ. Εν ολίγοις, το παιδί για τους καφέδες, για όλες τις δουλειές, σε μια επιχείρηση. Ηχομιμητική λέξις, εκ της συνηθιστέρας των εντολών τις οποίες δέχεται ο εν λόγω μάνατζερ: 'Συρ'φερ' τό'να, σύρ'φερ' τ'άλλο'. Απαντά και ως άειφερ', όταν οι συνθήκες δουλειάς αγριεύουν λόγω της καπιταλιστικής αντεπίθεσης μετά την πτώση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού και οι εντολές αλλάζουν ύφος προς το πιο καταπιεστικό. Έχει ακουστεί και στο Muppet show ως gofer manager, από το ρήμα go, ενώ το fer προέρχεται από το for, με την αμερικάνικη προφορά ('gofer a coffee', etc).

- Τι διευθυντής πωλήσεων και πίπες μωρέ, ο κομπλεξικός, που δεν μπορεί να χωρίσει δυο γαϊδουριών άχυρο. Σύρφερ μάνατζερ τον έχουν.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

ο χοντρόπετσος, αυτός που δεν καταλαβαίνει τίποτα ο κόσμος να καίγεται. Λέγεται το ίδιο για άντρες και γυναίκες.

συνώνυμο: το μπόβο

Εσύ, ένας αισθηματίας είσαι βρε παιδί μου. Τί δουλειά είχες μ' αυτό το παχύδερμο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο χοντρόπετσος και συνάμα βλαξ. Συνώνυμα: παχύδερμο, βόδι.

Εμπιστεύτηκαν να τους κάνει τη δουλειά. Τί ξέρει αυτός καλέ, το μπόβο;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κυριολεκτικά: μια μπουκιά. Μεταφορικά: κάτι τόσο δα μικρό και ασήμαντο.

  1. Μια χαψιά άνθρωπος. (= μια σταλιά ανθρωπάκι)

  2. - Δεν τον φοβάμαι, θα τον κάνω μια χαψιά μέχρι να πει κύμινο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ολιγόμυαλος, αυτός που χαζοφέρνει.
Συνώνυμα: λειψός και λειψοκούκης.

Αφού τό 'χει ξίκικο (το κεφάλι), τί χαίρι περιμένεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αρχηγός των γουδιών. Ο μεγάλος μαλάκας. Χρησιμοποιείται και ως γουδάρχης αλλά σε πιο επίσημο λόγο.

-Καλά, πιστεύεις τον Ρουσσάκη; Αυτός ειναι μεγάααλος γούδαρχος.
Μια φορά μου είχε πει ότι τα είχε με μια Pamela!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified