Further tags

Η πολύ χαζή γκόμενα που είναι μόνο για τον πούτσο.

- Ρε μαλάκα, το βράδυ που θα έρθω σπίτι σου, μπορεί να είναι η γκόμενά σου με κάνα κοτόπουλο παρέα;
- Που να βρω ρε κοτόπουλο τέτοια ώρα; Καλά, μπορεί να πω στην γειτόνισσα.
- Λοιπόν βρες μια κάμερα και προφυλακτικά κι έρχομαι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει μάλλον μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του αλλά βασικά είναι κομπάρσος και άνευ σημασίας.

Θεατρικής προελεύσεως όρος. Κοντάρια έλεγαν στους θιάσους αρχαίας τραγωδίας τους αποτυχημένους ηθοποιούς οι οποίοι μια ζωή έπαιζαν τους δορυφόρους και άλλα βωβά πρόσωπα. Επί σκηνής στόμα είχαν και μιλιά δεν είχαν, αλλά στις παρέες τους ευκαιρία δεν έχαναν να αναφέρουν ότι «αυτή τη σαιζόν ανεβάζουμε Οιδίποδα στο Εθνικό».

- Κι απ' αυτούς, ποιοι ήρθανε στο μίτινγκ;
- Οι δυο Σκορδομπούτσογλου βασικά και κουβαλήσανε κι έναν άλλο που πρώτη φορά τον έβλεπα... Ένας Κωλομερόπουλος, δικηγόρος νομίζω... Τον ξέρεις;
- Άστον αυτόν, κοντάρι είναι, δε μετράει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το ρε προέρχεται από το ο μωρός / η μωρή / το μωρό.
Η κλητική του μωρός είναι μωρέ και για συντομία ρε.

Κυριολεκτικά σημαίνει αυτός που είναι ανόητος και απερίσκεπτος. Από αυτή τη λέξη προέρχεται και το μωρό (ως ανόητο λόγω ηλικίας).

Συνοδεύεται από επίθετο (ρε ηλίθιε) ή από mini υβριστικές λέξεις όπως παπάρα, μαλάκα, πούστη.

  1. Ρε παράλυτε πώς είσαι έτσι; Σα μπάλα με πόδια είσαι με αυτή τη φόρμα! Άντε άλλαξε!

  2. Ρε μαλάκαααα, προχώρα να ξεκολλήσουμε! Έχουμε πήξει δύο ώρες στην κίνηση!

Δες και ρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομογραφία του αποκαΐδι. Αρχικά: ο κατεστραμμένος από drugs, ξίδια και άλλες έξεις. Πλέον συνδέεται με κάθε είδους κολλήματα και μονομανίες, αλλά και συγκεκριμένες στυλιστικές επιλογές και το όλο πλασάρισμα.

- Πάμε Mall να δούμε καμμιά ταινία;
- Άσε ρε μαλάκα, είναι πήχτρα από emo καΐδια, μου έρχεται να τα ψεκάσω τα μαλακισμένα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η Ρωσίδα χορεύτρια σε σκυλάδικο (και δευτερευόντως σε στριπτιζάδικο)

Μπαλαλάικα = παραδοσιακό έγχορδο μουσικό όργανο

Η λέξη επεκράτησε λόγω της μουσικής χρήσης της, της εθνικότητας του οργάνου και την κατάληξης λάικα (που σχετίζεται με τα λαϊκά μαγαζιά αλλά και με την σκυλίτσα Λάικα από την Ρωσία.

- Πως θα γίνει να γνωρίσουμε καμιά μπαλαλάικα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πασόκος, συνήθως συνδικαλιστής ή μέλος της νεολαίας του κόμματος. Λέγεται για άνδρες και γυναίκες ομοίως.

- Θα κατέβω να ψηφίσω στο συνέδριο.
- Ρε Μάρα, είσαι πολύ πρασινοφρουρός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πουρό που το παίζει νέος. Μερικά χρόνια πριν στις ειδήσεις έγιναν πρώτο θέμα τα ρέιβ πάρτυ. Τότε υποτιθέμενη μητέρα παραπονιόταν στην τηλεόραση με γυρισμένη πλάτη και από κάτω οι σουπερατζούδες γράφανε: μάνα ρέιβερ. Σε λίγες μέρες άρχισε να κυκλοφορεί στην καθομιλουμένη ο χαρακτηρισμός πουρέιβερ.

Ο κύριος Γιώργος ο δικηγόρος είναι τελείως πουρέιβερ. Τον έχεις δει πώς βγαίνει τα βράδυα ντυμένος;

(από patsis, 07/05/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηριστικό στυλ τύπου τρέντυ.

Δες πώς πάνε στο σχολείο! Όλα τρεντυφατσουλάκια.

Δες και -φατσα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από τη λέξη κύριος και χαρακτηρίζει (αναλόγως θετικά ή αρνητικά) πρόσωπο ή κατάσταση.

Αντίθετο της λέξης χαβαλέ, και πιθανότατα η λέξη κυριλέ ακολουθεί την ίδια κατάληξη.

Αρκετά παλιά έκφραση, που η χρήση της υποδηλώνει ολόκληρη τη φιλοσοφία και στάση ζωής του ομιλούντα...

Παραλλαγές: κυριλάτος, κυριλάτα, κυρίλα και άλλες σύνθετες

Επίσης από αυτήν προέρχονται και άλλες παρεμφερείς που ομοιάζουν ηχητικά με την ίδια ακριβώς σημασία: Κύριλλος, Κυριλέησον.

  1. - Περάσαμε κυριλέ χθες το βράδυ...

  2. - Η γκόμενα που γνώρισα πολύ κυριλάτη...

  3. - Να ντυθείς κυριλάτα να είμαστε ασορτί...


  1. - Στο πάρτυ είχαν κυριλοκατάσταση και την κοπανήσαμε γρήγορα...

  2. - Η γκόμενα; Πολύ κυριλέ για να γούστα μου...

  3. - Μες στην κυρίλα το πουρό...

Διάσημη χρήση του "κυριλέ" από τον Τάκη Κυριλέ. (από Khan, 29/04/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η λέξη σημαίνει κύριος, και χρησιμοποιείται με την ίδια ακριβώς έννοια επειδή ομοιάζει ηχητικά.

Συνώνυμο: κυριλέ

Ο Κύριλλος ήταν μοναχός που μαζί με τον αδερφό του Μεθόδιο διέδωσαν τον χριστιανισμό στους Σλάβους και δημιούργησαν την σλαβική γραφή.

- Η Μαρία με έφτυσε, αλλά εγώ στάθηκα Κύριλλος.

- Άσ' τα σήμερα ντύθηκα αναγκαστικά Κύριλλος... Ο αδερφός μου παντρεύεται, γι' αυτό φόρεσα κοστούμι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified