Further tags

  1. Αυτός που αργεί να πάρει μπρος, ο καθυστερημένος

  2. Αυτός που αργεί να πάρει μπρος ερωτικά

- Άσε, να μου λείπει το βύσσινο. Θα το ξημερώσουμε με τον βραδυφλεγή.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης κυριλέ - προέρχεται από το εκκλησιαστικό Κύριε ελέησον.

Η κατάληξη -έησον πιθανόν να υιοθετήθηκε και από την ομόηχη αγγλική κατάληξη -ation.

- Πολύ κυριλέησον είσαι ντυμένος σήμερα βρε αδερφάκι μου. Γιατί δεν μου το είπες και ήρθα με τα σκισμένα τζίν;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο απίθανος, ο φοβερός, ο ασυναγώνιστος. Χρησιμοποιείται ως θετικός χαρακτηρισμός προσώπων ή πραγμάτων, ενίοτε όμως χρησιμοποιείται και ειρωνικά.

  1. - Πολύ δεινό το παιχνιδάκι που μου έγραψες... Έχω κολλήσει κανονικά μιλάμε...

  2. - Χάχαχα!! Πρόσεξες τι φοράει η Κάτια σήμερα; - Δεινή εμφάνιση, έτσι; Τρελό γούστο στα ρούχα...

Got a better definition? Add it!

Published

Υποτιμητικός χαρακτηρισμός γυναίκας λόγω του ντυσίματος της (αμπέχονο, αρβύλες, τζην, φαρδιά μάλλινα πουλόβερ), που καθιερώθηκε την δεκαετία του '70 και αφορούσε κυρίως τις φοιτήτριες...

Το όνομα οφείλεται στον τορβά, το μάλλινο σακίδιο, που είχαν όλες τους περασμένο χιαστί στον ώμο.

Το ντύσιμο υποδηλώνει ανεμελιά, έλλειψη προσεγμένης εμφάνισης και αντίστοιχη φιλοσοφία.

Ο χαρακτηρισμός «ταγάρι» είναι συνώνυμος της απεριποίητης, αντισεξουαλικής γυναίκας.

- Γέμισε ταγάρια το μπαρ, πάμε να φύγουμε...

- Σαν ταγάρι είσαι ντυμένη, βάλε κάτι πιο σένιο...

Η ταγάρι chic βουλευτίνα του Σύριζα Μαρία Κανελλοπούλου (από Khan, 30/03/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αναρχικιά γυναίκα, στις ιδέες αλλά και στο ντύσιμο (βλ. ταγάρι)

Η λέξη προέρχεται από σύμπτυξη / περικοπή της σύνθετης λέξης αναρχοκομμούνι, για να μείνει η επιθυμητή από τον λεξιπλάστη κατάληξη -μούνι που δηλώνει γένος θηλυκό.

  1. - Με αναρχομούνι έμπλεξε ο Πέτρος, γι' αυτό κι είναι μέσα σε όλες τις πορείες...

  2. - Όλο αναρχομούνια είναι η σχολή μου, μια γυναίκα κυριλάτη καλοντυμένη δεν βρίσκεις...

(από GATZMAN, 12/11/09)Αναρχομούνα ιν λαβ με σταλίνα: - Πάντα ανάρχα ήσουνα κι αγύριστο κεφάλι, - Κοίτα καλέ που έμπλεξα μ\' έναν σταλινικό. (από Khan, 04/03/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κολλιτσίδας, δηλαδή ο ενοχλητικός τύπος που κολλάει πάνω σου σαν βδέλλα και σου ζαλίζει τ' αρχίδια αδιάκοπα και ασταμάτητα. Όσο και να προσπαθείς ευγενικά να του ξεφύγεις, ματαιοπονείς: ή θα τσακωθείς μαζί του μέχρι να σε αφήσει στην ησυχία σου, ή θα μάθεις να ζεις με αυτόν.

  1. - Τι είναι αυτός ρε;; Κάθε μέρα με παίρνει τηλέφωνο και μου ζαλίζει τα αυτιά με βλακείες! Άσε που όλο με ρωτάει τι θα κάνω το βράδυ, και να κανονίσουμε, και να βγούμε όλοι μαζί, και μπούρου-μπούρου μαλακίες... Έλεος πια! - Τι να σου πω, έμπλεξες με κολλώδη τύπο... Ρίχτου κανένα μπινελίκι, αλλιώς δεν πρόκειται να σε αφήσει σε ησυχία!

Got a better definition? Add it!

Published

Παραλλαγή του ονόματος Κουασιμόδος (ο παραμορφωμένος κωδωνοκρούστης της Παναγίας των Παρισίων του Ουγκώ)

Σημαίνει τον κακάσχημο άνδρα ή γυναίκα που ακολουθεί την τελευταία λέξη της μόδας στο ντύσιμό του / της, με οικτρά όμως συνήθως αποτελέσματα...

- Δες τον κουασιμόδα παλτουδιά! Τσάμπα πάνε τα λεφτά του κακομοίρη με τέτοιο σώμα που έχει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραλλαγή της λέξης άνθρωπος, που χρησιμοποιείται με κοσμητική διάθεση.

Ενίοτε χρησιμοποιείται και για να περιγράψει μεγαλόσωμους άνδρες...

Προφέρεται και με τους δύο τονισμούς αλλά και ως σκέτο «αθρώπας - άνθρωπας»

Επίσης: άνθρωπας, άθρωπας.

  1. - Τι είπα πάλι ο άνθρωπας! Δοξάστε με...

  2. - Και βλέπω έναν ανθρώπα τρία μέτρα...

  3. - Άμα έχεις όρεξη ρε ανθρώπα, μεγαλουργείς!

Δες και αθρώπα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρώμα, αντικείμενο ή συμπεριφορά που καταδεικνύει άμεσα τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσιες και διαθέσεις κάποιου.

- Καλά, τι είναι αυτό το μπλουζάκι ρε Μπάμπη; Και κολλητό και ροζ πουστριλέ;
- Δεν είναι ροζ πουστριλέ ρε ανώμαλε. Ζαχαρί πουστριλέ είναι. - Σωστόστ τοτε. Πάω πάσο.
- Τα ρέστα.
- Δικαίωμα.

(από GATZMAN, 21/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο άντρας με το υπερβολικά μεγάλο πέος.

Ο όρος προέρχεται από την γνωστή ασφαλιστική εταιρία INTERAMERICAN, με το ιστορικό πλέον σλόγκαν 'Μεγάλη και σίγουρη!', ο οποίος καθιερώθηκε μετά από την πρεμιέρα της ομώνυμης τσόντας 'INTERARAPICAN: Μεγάλη και σίγουρη', όπου πρωταγωνιστές ήταν μαύροι με αλογίσιες ψωλές.

Χρησιμοποιείται κυρίως για τύπους για τους οποίους έχει κυκλοφορήσει φήμη ότι την έχουν 2 μέτρα, ή για άτομα που κυκλοφορούν απίστευτες γκόμενες, που όμως είναι δυσανάλογες σε σχέση με τα εμφανή χαρακτηριστικά τους (π.χ. κοντοί, φαλακροί, χοντροί, κ.τ.λ.) οι οποίες όμως ΔΕΝ ξεκολλάνε από πάνω τους και συνήθως τους τρίβουνε το πόδι όπου και να βρίσκονται.

Επίσης, παίζει πολύ και η χρήση του όρου για interracial ζευγάρια (όπου ο άντρας είναι μαύρος). Ειδικά σε χώρες όπου η mixed λογική δεν είναι και πολύ αποδεκτή (βλ. Ελλάδα), όταν βλέπουμε ένα τέτοιο ζευγάρι, το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε είναι στάνταρ αυτό.

- Ρε ψηλέ, τσίμπα με να δω αν είμαι ξύπνιος!!! Τι δουλειά έχει αυτή η μουνάρα με τον αράπακλα;;;
- Πού ζεις αγόριιιι μουυυυ;;; Δεν τον βλέπεις τον τύπο; 'ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ: Μεγάλη και σίγουρη'!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified