Αυτός που αργεί να πάρει μπρος, ο καθυστερημένος
Αυτός που αργεί να πάρει μπρος ερωτικά
- Άσε, να μου λείπει το βύσσινο. Θα το ξημερώσουμε με τον βραδυφλεγή.
Αυτός που αργεί να πάρει μπρος, ο καθυστερημένος
Αυτός που αργεί να πάρει μπρος ερωτικά
- Άσε, να μου λείπει το βύσσινο. Θα το ξημερώσουμε με τον βραδυφλεγή.
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή της λέξης κυριλέ - προέρχεται από το εκκλησιαστικό Κύριε ελέησον.
Η κατάληξη -έησον πιθανόν να υιοθετήθηκε και από την ομόηχη αγγλική κατάληξη -ation.
- Πολύ κυριλέησον είσαι ντυμένος σήμερα βρε αδερφάκι μου. Γιατί δεν μου το είπες και ήρθα με τα σκισμένα τζίν;
Got a better definition? Add it!
Ο απίθανος, ο φοβερός, ο ασυναγώνιστος. Χρησιμοποιείται ως θετικός χαρακτηρισμός προσώπων ή πραγμάτων, ενίοτε όμως χρησιμοποιείται και ειρωνικά.
- Πολύ δεινό το παιχνιδάκι που μου έγραψες... Έχω κολλήσει κανονικά μιλάμε...
- Χάχαχα!! Πρόσεξες τι φοράει η Κάτια σήμερα; - Δεινή εμφάνιση, έτσι; Τρελό γούστο στα ρούχα...
Got a better definition? Add it!
Published
Υποτιμητικός χαρακτηρισμός γυναίκας λόγω του ντυσίματος της (αμπέχονο, αρβύλες, τζην, φαρδιά μάλλινα πουλόβερ), που καθιερώθηκε την δεκαετία του '70 και αφορούσε κυρίως τις φοιτήτριες...
Το όνομα οφείλεται στον τορβά, το μάλλινο σακίδιο, που είχαν όλες τους περασμένο χιαστί στον ώμο.
Το ντύσιμο υποδηλώνει ανεμελιά, έλλειψη προσεγμένης εμφάνισης και αντίστοιχη φιλοσοφία.
Ο χαρακτηρισμός «ταγάρι» είναι συνώνυμος της απεριποίητης, αντισεξουαλικής γυναίκας.
- Γέμισε ταγάρια το μπαρ, πάμε να φύγουμε...
- Σαν ταγάρι είσαι ντυμένη, βάλε κάτι πιο σένιο...
Got a better definition? Add it!
Η αναρχικιά γυναίκα, στις ιδέες αλλά και στο ντύσιμο (βλ. ταγάρι)
Η λέξη προέρχεται από σύμπτυξη / περικοπή της σύνθετης λέξης αναρχοκομμούνι, για να μείνει η επιθυμητή από τον λεξιπλάστη κατάληξη -μούνι που δηλώνει γένος θηλυκό.
- Με αναρχομούνι έμπλεξε ο Πέτρος, γι' αυτό κι είναι μέσα σε όλες τις πορείες...
- Όλο αναρχομούνια είναι η σχολή μου, μια γυναίκα κυριλάτη καλοντυμένη δεν βρίσκεις...
Got a better definition? Add it!
Ο κολλιτσίδας, δηλαδή ο ενοχλητικός τύπος που κολλάει πάνω σου σαν βδέλλα και σου ζαλίζει τ' αρχίδια αδιάκοπα και ασταμάτητα. Όσο και να προσπαθείς ευγενικά να του ξεφύγεις, ματαιοπονείς: ή θα τσακωθείς μαζί του μέχρι να σε αφήσει στην ησυχία σου, ή θα μάθεις να ζεις με αυτόν.
Got a better definition? Add it!
Published
Παραλλαγή του ονόματος Κουασιμόδος (ο παραμορφωμένος κωδωνοκρούστης της Παναγίας των Παρισίων του Ουγκώ)
Σημαίνει τον κακάσχημο άνδρα ή γυναίκα που ακολουθεί την τελευταία λέξη της μόδας στο ντύσιμό του / της, με οικτρά όμως συνήθως αποτελέσματα...
- Δες τον κουασιμόδα παλτουδιά! Τσάμπα πάνε τα λεφτά του κακομοίρη με τέτοιο σώμα που έχει...
Got a better definition? Add it!
Παραλλαγή της λέξης άνθρωπος, που χρησιμοποιείται με κοσμητική διάθεση.
Ενίοτε χρησιμοποιείται και για να περιγράψει μεγαλόσωμους άνδρες...
Προφέρεται και με τους δύο τονισμούς αλλά και ως σκέτο «αθρώπας - άνθρωπας»
Επίσης: άνθρωπας, άθρωπας.
- Τι είπα πάλι ο άνθρωπας! Δοξάστε με...
- Και βλέπω έναν ανθρώπα τρία μέτρα...
- Άμα έχεις όρεξη ρε ανθρώπα, μεγαλουργείς!
Δες και αθρώπα.
Got a better definition? Add it!
Χρώμα, αντικείμενο ή συμπεριφορά που καταδεικνύει άμεσα τις ομοφυλοφιλικές προτιμήσιες και διαθέσεις κάποιου.
- Καλά, τι είναι αυτό το μπλουζάκι ρε Μπάμπη; Και κολλητό και ροζ πουστριλέ;
- Δεν είναι ροζ πουστριλέ ρε ανώμαλε. Ζαχαρί πουστριλέ είναι.
- Σωστόστ τοτε. Πάω πάσο.
- Τα ρέστα.
- Δικαίωμα.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο άντρας με το υπερβολικά μεγάλο πέος.
Ο όρος προέρχεται από την γνωστή ασφαλιστική εταιρία INTERAMERICAN, με το ιστορικό πλέον σλόγκαν 'Μεγάλη και σίγουρη!', ο οποίος καθιερώθηκε μετά από την πρεμιέρα της ομώνυμης τσόντας 'INTERARAPICAN: Μεγάλη και σίγουρη', όπου πρωταγωνιστές ήταν μαύροι με αλογίσιες ψωλές.
Χρησιμοποιείται κυρίως για τύπους για τους οποίους έχει κυκλοφορήσει φήμη ότι την έχουν 2 μέτρα, ή για άτομα που κυκλοφορούν απίστευτες γκόμενες, που όμως είναι δυσανάλογες σε σχέση με τα εμφανή χαρακτηριστικά τους (π.χ. κοντοί, φαλακροί, χοντροί, κ.τ.λ.) οι οποίες όμως ΔΕΝ ξεκολλάνε από πάνω τους και συνήθως τους τρίβουνε το πόδι όπου και να βρίσκονται.
Επίσης, παίζει πολύ και η χρήση του όρου για interracial ζευγάρια (όπου ο άντρας είναι μαύρος). Ειδικά σε χώρες όπου η mixed λογική δεν είναι και πολύ αποδεκτή (βλ. Ελλάδα), όταν βλέπουμε ένα τέτοιο ζευγάρι, το πρώτο πράγμα που σκεφτόμαστε είναι στάνταρ αυτό.
- Ρε ψηλέ, τσίμπα με να δω αν είμαι ξύπνιος!!! Τι δουλειά έχει αυτή η μουνάρα με τον αράπακλα;;;
- Πού ζεις αγόριιιι μουυυυ;;; Δεν τον βλέπεις τον τύπο; 'ΙΝΤΕΡΑΡΑΠΙΚΑΝ: Μεγάλη και σίγουρη'!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified