Further tags

Ξέρουμε όλοι τον παλαιοπώλη, τον παγοπώλη και τον παντοπώλη. Και σίγουρα έχουμε μπει σε κρεοπωλεία, καπνοπωλεία και καφεζυθοπωλεία. Είναι δε πλέον και πολύ πιθανό να συχνάζουμε σε κάποιο μεζεδοπωλείο - σχετικά νεόκοπο αυτό αλλά απολύτως καθιερωμένο πια.

Η ευελιξία των καταλήξεων -πώλης, -πωλείο είναι απεριόριστη και η χρησιμότητα τους για τους λεξιπλάστες ανεξάντλητη. Σχεδόν όποιο ουσιαστικό και να κολλήσεις μπροστά θα βγει, πάνω κάτω, νόημα - και την ίδια στιγμή θα έχει δημιουργηθεί μια καινούργια λέξη που θα περιγράφει, θα αποσαφηνίζει, θα ειρωνεύεται ή και θα φαντάζεται κάποια μεταπρατική δραστηριότητα ή αυτούς που την ασκούν.

Σε λεξιπλασίες αυτού του τύπου καταφεύγουμε συχνά για διάφορους λόγους - και ιδού μερικοί από τους λόγους αυτούς και ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα:

  • δεν υπάρχει όρος που να εκφράζει την έννοια, ή τουλάστιχον΄όχι μονολεκτικά - π.χ. στοιχηματοπώλης αντί για πράκτορας στοιχημάτων ή μπούκις, ή καρτοπώλης αντί για πωλητής καρτών κινητής τηλεφωνίας, ή/και
  • κρίνουμε ότι απαιτείται μια δόση δηκτικής ειρωνείας - αλλά, σε ένα σχετικά κόσμιο - π.χ. ρουσφετοπωλείο αντι για το πολιτικό γραφείο βουλευτή, ή κηδειοπώλης αντί για ιδιοκτήτης γραφείου τελετών, εργολάβος κηδειών ή κοράκι, ή τσοντοπωλείο αντί για ερωτικό βίντεο κλαμπ ή sex shop, ή/και
  • θέλουμε να δώσουμε μια λόγια επίφαση σε κάτι καθημερινό και μπανάλ - π.χ. σουβλακοπώλης αντι για σουβλατζής με παρόμοια λογική με το σουβλακερίαντί για σουβλατζίδικο, ή/και
  • αυτό μας ζητούν είναι άκαιρο, εξεζητημένο, παράλογο - βλ. παραδείγματα κάτωθι, και
  • απλώς θέλουμε να κάνουμε τον έξυπνο

-πώλης, -πωλείο = το τέλειο εργαλείο ... και φτιάχτο μόνος σου

  1. - Θέλω μπισκότοοοο ...
    - Τάκη, το παιδί θέλει μπισκότο ...
    - Κι εγώ τι θες να κάνω;
    - Να πα να του πάρεις ...
    - Τέτοια ώρα; Τέτοια ώρα, όλοι οι μπισκοτοπώλες έχουν κλείσει ...

  2. - Αχ, ένα ταγεράκι που φορούσε η Νικόλ Κίντμαν ... αλλά, πού να βρεις τέτοιο εδώ ... Παρίσι μόνο ...
    - Έτσι είναι, Ελίζα μου ... ταγεροπωλεία της προκοπής μόνο Παρίσι βρίσκεις ... άντε και Μιλάνο ... (κούνια που σε κούναγε, μωρή μπάζο ...)

  3. - Ξέρεις, Μήτσο μου, μ'αρέσεις ... αλλά εγώ δεν θέλω αυτές τις σχέσεις της μιας βραδιάς ... έγω θέλω μια σχέση σοβαρή ... θέλω δεσμό ...
    - Εντάξει, ρε μανούλα μου ... αύριο πρωί που θ' ανοίξουν τα δεσμοπωλεία θα πάω να σου πάρω έναν ... Τώρα θα κάτσεις για όχι ... έτσι να στον ακουμπήσω λίγο ... όχι τίποτα δύσκολο ...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι στοιχηματοπώλες. Τα γραφεία στοιχημάτων. Από το αγγλικό bookmakers που συχνά συντομεύεται σε bookies.

Οι μπουκις δίνουν 10/1 στη Λιβερπουλ 2-1 (Από blog)

Οι μπουκις παντως δειχνουν να το ψιλοφοβουνται το ματσακι.... Θεωρουν μεν τη Βερντερ φαβορι, αλλα οχι αυτο που λεμε ακλονητο φαβορι.... (Από forum)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου το οποίο είναι λίγο sui generis, λίγο τρελαμένο, λίγο εκτός της πεπατημένης, γενικώς λίγο πιο μακριά από το μέσο όρο.

Σημείωση: Το άτομο που είναι «αλλού» είναι πιθανό να είναι σωματικώς εδώ, γεγονός το οποίο μπερδεύει λίγο τα πράματα, αλλά αν υπάρχει καλή θέληση θα υπάρξει τελικώς και συνεννόηση.

1
... Μιλάμε ότι το τυπάκι είναι εντελώς τελείως αλλού. Μού 'λεγε κάτι ιστορίες χθες για τους Ελοχίμ και τους Νεφελίμ και φρίκαρα. Λες κι είχα βγει ραντεβού με το Λιακόπουλο, γαμώ την τύχη μου μέσα.

2
- Είσαι αλλού;
- Τι αλλού ρε μαλάκα; Εδώ είμαι.
- Ναι εδώ είσαι, αλλά είσαι αλλού με τις παπαριές που μου λες.
- Πώς δηλαδή;
- Α καλά...

Ας θυμηθούμε και το αριστούργημα του Μίλαν Κούντερα, Η ζωή είναι αλλού (από patsis, 13/07/09)

βλ. και αλλούφο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατάσταση στην οποία οδηγούνται κάποιοι μετά από υπερβολική κατανάλωση αλκοολούχων ποτών.

Η όψη τους θλιβερή, η φάτσα παραμορφωμένη. Μάτια πρησμένα και κόκκινα, στόμα μισάνοιχτο, μαλλιά αχτένιστα, και ρυτίδες σε έξαρση.

Τάκης: Έλα ρε! Γιατί δεν το σηκώνεις το γαμοτηλέφωνο;
Μανώλης: ... Ποιος είναι;
Τάκης: Ρε μαλάκα κοιμάσαι ακόμα;
Μανώλης: Ωχ, τι ώρα είναι;
Τάκης: Δύο και δέκα. Σε είκοσι λεπτά πρέπει να είμαστε στη Βάρκιζα!
Μανώλης: Όχι ρε πούστη!!!... Ντύνομαι κι έρχομαι να σε πάρω.
Τάκης: ... Καλά ρε μαλάκα πάλι την ήπιες.
Μανώλης: Άσ' το! Ήρθε χθες ο Μάρκος με έναν ξάδερφό του κρητικό , και δύο λίτρα τσικουδιά.
Τάκης: Και σίγουρα τα κατεβάσατε!!
Μανώλης: Ναι μαλάκα, γίναμε κουνουπίδια.

(από nick, 20/04/08)(από poniroskylo, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα συμπαθέστατο μικρό γεράκι - λίγο μεγαλύτερο από περιστέρι - που φωλιάζει σε χαλάσματα, παλιές αποθήκες κ.λ.π και τρέφεται κυρίως με έντομα. Ζει σε όλη σχεδόν την Ελλάδα - αν και το χειμώνα πάει στην Αφρική. Λίγο τα φυτοφάρμακα, λίγο η οικοδομική δραστηριότητα είναι και αυτό είδος απειλούμενο πλέον.

Κιρκινέζι, επίσης, λέγεται και ο άνθρωπος με τη μεγάλη και, κυρίως, γαμψή μύτη (βλ και το λήμμα γιαταγκάν). Η λέξη κιρκινέζι πρέπει να προτιμάται από το γιαταγκάν, το μπουγατσομάχαιρο κ.ο.κ. όταν θέλουμε να αναφερθούμε συγκεκριμένα σε κάποιον με στεγνά τα άλλα χαρακτηριστικά του προσώπου - δηλ. λεπτά χείλη, βαθουλωμένα ζυγωματικά και τραβηγμένο μέτωπο. Είναι δε η απολύτως ακριβής λέξη όταν πρόκειται για μια γυναίκα που έχει κάνει επιπλέον και προσπάθεια να αναδείξει τη μύτη - π.χ. με το μαλλί κορακί, ξαστό και φουντωμένο, έντονο μαύρο μολύβι και μαύρη η πράσινη σκιά στα μάτια κ.λ.π.

Μια άχρηστη, αλλά ενδιαφέρουσα, πληροφορία: Στην Κρήτη, το κιρκινέζι - το γεράκι, όχι τη μυτόγκα - το λένε και αερογάμη. Και υπάρχει και το σχετικό λήμμα. Άλλο πράμα, βέβαια.

- Πάρε, ρε, το κιρκινέζι που θέλει να το παίξει και γκοθού...

(από poniroskylo, 20/04/08)(από poniroskylo, 20/04/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπέρτατο ούφο, ο πιο αφηρημένος και αλλοπαρμένος και νεραϊδοπαρμένος και αλαφοΐσκιωτος και τζαζ (και όλα τα λοιπά) άνθρωπος του κόσμου. Από το αλλού + το αγγλικό aloof + το Ούφο.

- Αμάν ρε πούστη μου αυτή η Τζενούλα, δεν παλεύεται, δεν χαμπαριάζει Χριστό, της μιλάς, τη σκουντάς, της τα εξηγείςς μια ώρα και εκείνη στον κόσμο της... Μπας και μας δουλεύει;
- Όχι μωρέ το Τζενάκι, αφού την ξέρεις, είναι αλλού το άτομο...
- Τι αλλού, μωρέ, μόνο αλλού; Αλλούφο είναι.... Δεν θυμάσαι που πήγε να βάλει τις προάλλες τα σκουπίδια στο ψυγείο... Τι περιμένεις τώρα... Χαλαρά...
- *%&#>?)(@...............

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μικρούουουλης, ο μικρός ψυχή τε και σώματι. Συνώνυμο του κοντός και του νάνος με την μεταφορική τους έννοια.

- Κοίτα τον μαλάκα, τον τιποτένιο, που πάει να στρώσει καυγά με τους σκουπιδιαραίους!!! Κιμά θα τον κάνουνε!!!
- Δες όμως και το μουνάκι δίπλα του πώς καμαρώνει...
- Ουστ ρε μπισμπιρίκο, γαμάς κιόλας ε;;;;

Όχι, ναι, όχι νάνος. (από Galadriel, 27/11/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κατά το εργατοπατέρας: είναι ο παλιός μεταλλάς που πουλάει ιστορία στους νέους. Ο εν λόγω μεταλλοπατέρας βέβαια μπορεί να έχει φάει τη ζωή του ακούγοντας μπούρδες και να μην έχει ακούσει τίποτε άλλο εκτός από κάποια συγκεκριμένα παρακλάδια του μέταλ (τα άλλα είδη μουσικής δεν προβλέπονται καν). Παρόλα αυτά έχει φροντίσει να γνωρίζει διάφορα συγκροτηματάκια που δεν τα ξέρει (δικαίως) ούτε η μάνα τους κι έτσι γίνεται ψαρωτικός προς τους άπειρους βαφτίζοντάς τα καλτ, underground κτλ...

Βέβαια υπάρχουν και κάποιοι μεταλλοπατέρες που θα άξιζαν αυτόν τον χαρακτηρισμό γιατί διαθέτουν όντως γνώσεις και δεν είναι κολλημένοι... Επειδή όμως το heavy metal δεν είναι ΚΚΕ οι οδηγητές είναι περιττοί, ιδιαίτερα δε αν διαθέτουν και υφάκι!

- Τι είναι αυτό που παίζει;
- Tysondog. Καλά δεν τους ξέρεις;
- Όχι, θά' πρεπε;
- Ε αφού είσαι καυλοπιτσιρικάς, που να τους ξέρεις!
- Βρε σάλτα και γαμήσου μεταλλοπατέρα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπαθείς κοινωνικές ομάδες που αναλώνονται στην χρήση ινδικής κάνναβης σαν να μην υπήρχε αύριο!
Παρατηρήστε ότι αν αλλάξουμε τα αρχικά των δύο λέξεων αναμεταξύ τους παίρνουμε το:

«φασίστες και χουντικοί»...

...μικρός που είναι ο κόσμος, ε;

Χασίστες και φουντικοί όλου του κόσμου ενωθείτε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συμπαθέστατο μικρό ψαράκι (άνω των 4 εκ. γιατί παρακάτω θεωρείται ακόμη γόνος και ντροπή σας αν την τρώτε) το οποίο είναι εξαιρετικός ουζομεζές.

Στην καθομιλουμένη χρησιμοποιείται αφ' ενός για να περιγράψει ομάδα μειρακίων ή πιτσιρικάδων και αφ' ετέρου ως χαρακτηρισμός των μικροεπενδυτών στο γνωστό Ναό της Σοφοκλέους. Στην πρώτη περίπτωση δεν έχει αρνητική χροιά και μάλλον αποτελεί χαριτωμενιά, ενώ στη δεύτερη δημιουργεί σαφείς αρνητικούς συνειρμούς του τύπου «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό», πράγμα που δεν απέχει από την πραγματικότητα ούτε στη θάλασσα ούτε στο Χρηματιστήριο.

1
Μ' έφαγαν τη ζωή τα ζωντόβολα να τα πάω στο Allou Fun Park και μάσησα τελικά το Σάββατο. Μιλάμε ότι όλη η μαρίδα ήταν μαζεμένη εκεί ρε παιδί μου. Μου πήραν το κεφάλι τα ρημάδια για παιδιά.

2
ΧΑ: Στη "μαρίδα" ξεπούλησαν φορολογικοί παράδεισοι και funds
...Επιβεβαιώνοντας λοιπόν τον άγραφο νόμο των αγορών που θέλει τη "μαρίδα" να τσιμπά στο αγκίστρι της χρηματιστηριακής ανόδου όταν αυτή συνήθως φτάνει στο απόγειό της της, αρκετές χιλιάδες μικροεπενδυτών ξεθάρρεψαν στην πιο ακατάλληλη στιγμή, και εφόρμησαν στο "μέλι" των μετοχών όταν οι τιμές στο Χρηματιστήριο σκαρφάλωναν στα υψηλότερα επίπεδα από τις αρχές της δεκαετίας.
[από το διαδίκτυο]

(από acg, 21/04/08)Βάλε τώρα που γυρίζει... (από Marco De Sade, 16/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified