Further tags

Ο άντρας που μιλάει ακατάπαυστα. Έμεινε στην ιστορία σαν έκφραση από τον Γιώργο Γεωργίου όταν αναφερόταν σε γνωστό αθλητικό δημοσιογράφο.

- Για που τό 'βαλες μεσημεριάτικα ρε μαλάκα;
- Πάω για καφέ με τον Αντώνη, έρχεσαι;
- Ποιόν, τον πουρουπουπού; Από και κλείεται! Την άλλη φορά δεν προλάβαμε να αρθρώσουμε λέξη, αφού δεν το έκλεινε το ρημάδι με τίποτα!

(από polemarxos90, 29/03/10)(από Khan, 11/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Για τις δύσκολες ώρες... Αφού έχει «φαγωθεί», παραμένει σε κατάσταση σταντμπάι περιμένοντας μήνυμα / τηλέφωνο / σήματα καπνού για το επακόλουθο σέσιον... Μετά απ' αυτό ξαναπερνάει σε κατάσταση σταντμπάι κ.ο.κ...

- Κοίτα μαλάκα να κάνεις σχέση μ' αυτό το πουτανίδιο.
- Ε και τι να κάνω ρε φίλε; Αφού θέλω να γ_ _ _ _ ω.
- Ε, κράτα καμιά καβάτζα τότε ρε μαλάαακααα!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μουνόσκυλο, δηλαδή το άτομο που δεν είναι άξιο εμπιστοσύνης και είναι ρουφιάνος. Σύνθετη λέξη από τις αιδοίον και κύων, δηλαδή μουνί και σκύλος.

Με κάρφωσε ο αιδοιόκυνος.

Σαν να κλαίει το αιδοικυνάκι... (από MXΣ, 26/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός που χρησιμοποιείται κυρίως από αρβανίτες και ειδικότερα από τους αρβανίτες της Κούλουρης ως υποκοριστικό, συνήθως με το μω -που προέρχεται από το μωρέ- να προηγείται.

- Που σε μω μανάρι;
- Να, εδώ μωρέ.

(από GATZMAN, 10/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που τη βλέπει κάτι και το παριστάνει. Παράδειγμα οι ψευτομεταλάδες που νομίζουν ότι είναι μεταλάδες επειδή έχουν μακριά μαλλιά, η οι ψευτοΕΜΟ που νομίζουν ότι είναι ΕΜΟ επειδή χαρακώνονται. Συνήθως όταν τους κοροϊδεύεις επειδή είσαι αυτό που αυτοί νομίζουν ότι είναι, σχολιάζουν άκυρα πράγματα της εμφάνισής σου που δεν έχουν σχέση με το τι είσαι.

- Που σαι ρε ποζερι;
- Καλά εσύ τι είσαι τελικά, ράπερ που φοράς φαρδιά και το παίζεις μεταλάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μπονιόνιος είναι ο σύγχρονος τέντυ-μπόι. Άτομο που σηκώνεται από το κρεβάτι στις 2:00 μμ και παίρνει τηλέφωνο τους άλλους μπονιόνηδες για να πάνε για καφέ ή μπιλιάρδο.
Κατά περίεργο τρόπο «μαγνητίζει τη σύγχρονη γυναίκα που όλως περιέργως -όσο περνάνε τα χρόνια- θέλει τον άνδρα κατοικίδιο (βλ. Πασχάλης). Η εξωτερική του εμφάνιση είναι η τελευταία λέξη της πουστοφλωριάς.
Συνώνυμα: ανεπρόκοπος, κοπρόσκυλο, χαραμοφάης, μόνο να τρως και να χέζεις είσαι, κλπ.

- Έλα ρε Αγαμέμνονα, πού είσαι; Έχεις εξαφανιστεί τελείως.
- Πού νά 'μαι ρε συ Μένιο, από τη σχολή στη δουλειά και από δουλειά στη σχολή. Τα έχω δει όλα κολυώμενα...
- Καλά ρε θηρίο, πώς τα προλαβαίνεις όλα ρε συ; Καλά, μη μου πεις ότι παίζει και κάνα γκομενάκι γιατί θα φάω τη φρίκη της ζωής μου!
- Τι γκομενάκι και μπαρμπουτσαλιές μου λες ρε μαλάκα; Ακόμα και να ήθελα να έχω και γκόμενα, χλωμό. Καθότι ναούμ τώρα η κορασίδα δεν γουστάρει τον άνδρα που εργάζεται και μυρίζει ίδρωτα ναούμ. Άμα δεις τα καλύτερα μουνιά κάτι μπονιόνηδες που κυκλοφοράνε, θα πεις μα καλά, κοιμάται πάλι ο θεός και δεν βλέπει τι γίνεται στον κόσμο ναούμ...;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ή ζαχαρένιος ή «καλά ρε μαλάκα από ζάχαρη είσαι;».
Επίθετο που χρησιμοποιήται κυρίως για άτομα χαμηλών αντοχών και τόνων.

- Μίμη, πού είναι ρε η γκόμενά σου σήμερα; Την έκλασες;
- Άσε ρε μαλ, αυτή με έκλασε ναουμ το πουτανίδιο! Ποιον, εμένα που στην περασά μου ξαπλώνουν οι γκόμενες κάτω σανιδωμένες ναουμ. Και με ποιόνα;; Με τον Ντιντή το μυζηθρένιο! Που εκεί που χέσανε οι μάγκες φύτρωσε αυτός ο μπονιόνιος...
- Μάγκα μου, δεν πουλάς πλέον. Πρέπει να το γυρίσεις στο μπονιόνικο για να πηδάς...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που με την πρώτη ματιά δείχνει καθώς πρέπει, αλλά στο background ξεσκίζεται ασύστολα με κάθε είδος μόριο ανεξαρτήτου μήκους και εθνικότητος.

- Ωραία γκόμενα αυτή ρε μάγκα μου, κόψε ρε περπατησιά, κόψε αξιοπρέπεια... ΚΥΡΙΑ ΡΕΕΕ!!
- Ποια μωρέ εφταμάλακα, αυτή είναι η πρώτη σταχτοπούτσα Αττικής και προαστείων. Καλά, ακόμα τα αγγουράκια από τη πρωινή σου μάσκα ομορφιάς έχεις στα μάτια σου και δεν βλέπεις μπροστά σου; Έεεε... νισάφι πια βρε παιδί μου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μόνιμα καβλωμένος με την κακή έννοια, αυτός που δεν μπορεί να σταυρώσει μουνί, που δεν μπορεί να γαμήσει για να ξεκαβλώσει, αυτός που προσπαθεί απεγνωσμένα να γαμήσει και την πέφτει ασύστολα από δω κι από κει, αλλά στο τέλος μένει πάντα με το καβλί στο χέρι. Εννοείται ότι είναι ανά πάσα στιγμή έτοιμος να γαμήσει ό,τι βρεθεί, να φάει ό,τι του σερβίρουν.

Οι συγγενείς του: Είναι σύζυγος της χήρας με τα πέντε ορφανά και πρώτος ξάδερφος του Σάββα του Ουρογάμη.

- Τον είδες ρε μαλάκα τον νέοπα; Ακόμα δεν πρόλαβε να έρθει στο γραφείο και τις κυνηγάει να τις γαμήσει όλες! Με χαιρεκακία Αλλά είμαι σίγουρος ότι θα τον καταλάβουν και θα μείνει με το πουλί στο χέρι, ο καβλιάγγουρας!

Ποιός έχει το όνομα (από Galadriel, 16/02/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο λαγοπόδαρος, αυτός που το βάζει γρήγορα στα πόδια, ο εξαφανιζόλ εν ριπή οφθαλμού, ο τιγκανά σε κλάσμα δευτερολέπτου. Προέρχεται από παραφθορά του ονόματος του γνωστού ολυμπιονίκη Αιθίοπα δρομέα Said Auita, πόσο δε μάλλον λόγω και της ακουστικής ομοιότητας με την σαΐτα, συνώνυμης της ταχύτητας.

- Ο μαλάκας το παίζει μαγκιά, κλανιά κι εξάτμιση και πήγε να την πέσει στην Ελένη που ξέρει ότι είναι δικιά μου. Με το που σκάω μύτη όμως, σαΐτα ουίτα ο δικός σου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified