Further tags

(συνέχεια των παραπάνω) Πέρα απ' τη διάλεκτό τους, το βασικότερο χαρακτηριστικό των barboyle είναι ο τσαμπουκάς τους. Πιο εύκολα ξεκινάς καυγά με μπαρμπόιλ, παρά με οξύθυμο πιτσιρικά που μπλέκει με φασαρίες και κουβαλάει μαχαίρι. Πηγαίνουν στις δημόσιες υπηρεσίες με σκοπό να κάνουν φασαρία με το καλημέρα σας, το παίζουν ξερόλες γενικά κλπ. Αναφέρονται συχνά στο πόσο διαφορετικά και καλύτερα είναι στην Γερμανία, με συνεχή παραδείγματα και υψηλό τόνο φωνής -σαν τους ζουλού ένα πράμα, παρόλα αυτά όταν ήταν εκεί πεθυμούσαν την Ελλάδα. Επόμενο στάδιο μετά τα μπαρμπόιλ είναι τα παππούδια.

Βλέπεις ξένη ταινία και σου πετάνε την super ατάκα «χαμήλωσέ το, αφού έχει γράμματα!»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται αντί επιφωνήματος προς έγκριση πράξεως ανδρείας. Συνοδεύεται από γκριμάτσα σκληρού τύπου, βλέπε εξώφυλλα μπλακ μέταλ δίσκων, και το αντίστοιχο νεύμα -ελαφρά και κοφτή κίνηση της κεφαλής προς τα κάτω.

Στο ουδέτερο, πάλι εν είδει επιφωνήματος, με προφορά ένρινη και παρατεταμένο το -ο-, εξαπολύεται όταν ανακοινώνεται γεγονός το οποίο δεν έχει, και θα θέλαμε να έχει, σχέση με εμάς, παρ' όλ' αυτά έχουμε το θράσος να αντιδρούμε χαιρέκακα καθώς «μακριά απ'τον κώλο μας, κι όπου θέλει ας είναι».

  1. - Θα πάρω κι άλλη μπύρα.
    - Σκληρός.

  2. - Άσε ρε φίλε. Στην εξεταστική που θέλω να πάρω το γαμήδι το πτυχίο, μου σκάνε τρία μαθήματα την ίδια μέρα.
    - Σκληρόοοο...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αυθαιρεσία που χαρακτηρίζει τους ταρίφες, το σύνδρομο king of the road, η λογική του σερίφη ή ταρίφη της ασφάλτου, αφού επιθυμούν να καθορίζουν τους νόμους κατά το δοκούν, τους έχει εντάξει στα μάτια του κόσμου ως μια ξεχωριστή κάστα ατόμων. Τους ταρίφα-ταρίφα.

Κοροϊδευτικά, έμφαση στην ανάγκη για «προστασία» της κίτρινης φυλής. Κάτι σαν τις μονάχους-μονάχους, κάτι σαν τις καρέτα-καρέτα, που η επίδραση τους βέβαια μάλλον με τις μύγες τσε-τσε θα μπορούσε να παραλληλιστεί.

  1. - Είδες τι παρανομία έκανε ο άτιμος ο ταρίφας; Και έχει το θράσος να φωνάζει κιόλας.
    - Κάνουν ό,τι γουστάρουν. Δεν μπορείς να βρεις το δίκιο σου. Μιλάμε για ταρίφα-ταρίφα. Δεν βρίσκεις άκρη.

  2. (Κοροϊδευτική ατάκα)
    - Γιατί ρε τα βάλαν όλοι με τους ταρίφα-ταρίφα; Γιατί τέτοιος ρατσισμός πια;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σημαίνει ταρίφα-ταρίφα. Προέρχεται από παραφθορά γνωστού νησιώτικου τραγουδιού. Λέγεται κυρίως όταν μια νηοπομπή ταρίφηδων περνά από κομβικά σημεία αλιεύσεως πελατών.

- Τάρι Τάρι Τάρι Τάρι, γέμισε ο τόπος Τάρι. Τάρι Τάρι Τάρι Τάρι να μας παίρνανε μακάρι
- Βγήκαν οι Τάρι παγανιά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πορτοφολάς.

«Δυο λαχανάδες πιάσανε που κάναν την κυρία... » : παλαιό τραγούδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προέρχεται από το ισπανικό chulo, -a που σημαίνει όμορφος / -η. Στα λιμάνια οι πουτάνες είναι chulas και οι Έλληνες ναυτικοί το έφεραν ως συνώνυμο της πουτανιάς.

Είμαι μια τσουλίτσα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο βλάχος που κατέβηκε απο το χωριό του και (προσπαθώντας αποτυχημένα να κρύψει την καταγωγή του) το παίζει γαμπρός, γκομενιάζει, ντύνεται σαν το καρναβάλι κλπ.

Παντού υπάρχει ένας κλαρινογαμπρός.

Βίκτορ από Ατίθασα Νιάτα, ένδοξος κλαρινογαμπρός της έρλι ναϊντίλας. (από Khan, 28/12/12)Κι ο Ιππότης της Ασφάλτου από την ακόμη πιο ένδοξη εϊτίλα! (από Khan, 28/12/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Απο το γαμώ και το πούστης. Χωρίς ιδιαίτερη ερμηνεία, αυτή η λέξη απλά υπάρχει. Λίγο η εξύβριση, λίγο το πουστριλίκι, κάνει τη δουλειά της. Λέγεται ευχάριστα απο μικρούς και μεγάλους. Το καλύτερο είναι στην κλητική όπου μπορείς να το μεταμορφώσεις σε γαμόπουστε.

Στην οδήγηση:
- Κοίτα τον γαμόπουστα μας πήρε το πάρκινγκ.
- Ώχ, κοίτα ένα γκομενάκι αριστερά!

Στο γήπεδο
- ΓΑΜΟΠΟΥΣΤΕ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του φρικιό, όταν αναφέρεται σε ανάρχες της κατηγορίας μπάχαλος, μπαχαλάκιας. Βλ. και φρίκουλο.

Νταξ, μπορεί να είναι φρίκος και να σπάει και κάνα ΑΤΜ πού και πού, αλλά κατά βάθος είναι καλό παιδί κι εργατικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ηλικιωμένος, ο γέρος, ο μπάρμπας, αυτός με το ένα πόδι στον τάφο και το άλλο στο σαπούνι, ο υπερήλικας, γενικά όποιος είναι σε πολύ άσχημη φυσική κατάσταση.

- Κοίτα το χούφταλο με το πιπίνι. Αυτός ρε φίλε είναι με το ένα πόδι στον τάφο...
- Έτσι είναι φίλε μου, βλέπεις τι κάνει το χρήμα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified