Further tags

Ο μπουρδελόβιος και κατά συνυποδήλωση οποιοσδήποτε ανάξιος και ευτελής. Προέρχεται από την τουρκική λέξη kerhaneci με παρόμοια έννοια.

- Είδες πόσα λεφτά έφαγαν εκείνοι οι τύποι στον δήμο; - Ντιπ κερχανατζήδες είναι αφού, να κάνουμε κάτι να φύγουν.

Δες και μπουρδελιάρης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ρήση αυτή αναφέρεται σε ζευγάρι όπου ο άνδρας είναι κοντός και η γυναίκα ψηλή. Η ρήση αυτή αναφέρεται σε ζευγάρι, λόγω της γειτνίασης των κοντινών Αθηναϊκών εκκλησιών της Μητρόπολης (Ευαγγελισμός Θεοτόκου) και του Αγίου Ελευθερίου και του γεγονότος πως ο Άγιος Λευτέρης και η Παναγία είναι διαφορετικού φύλου. Το γεγονός πως η ρήση αναφέρεται σε ψηλή γυναίκα και σε κοντό άνδρα αντιστοιχίζεται με τη μεγάλη διαφορά ύψους που υπάρχει μεταξύ της Μητρόπολης( Παναγία παραπέμπει σε γυναίκα) και του Αγίου Λευτέρη (παραπέμπει σε άνδρα), όπου η πρώτη είναι αρκετά ψηλότερη από τη δεύτερη. Γενικότερα η Μητρόπολη έχει πολύ μεγαλύτερες διαστάσεις από το εκκλησάκι του Αγίου Ελευθερίου, αλλά η ρήση αυτή δίνει έμφαση στη διαφορά ύψους.

- Πω πω καλά φάε ρε το ζευγάρι απέναντι. Αυτή είναι πανύψηλη κι αυτός νανοφέρνει.
- Πράγματι. Σαν τη Μητρόπολη με τον Άγιο Λευτέρη!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κύπριοι που έχουν γεννηθεί και μεγαλουργούν στο Ηνωμένο Βασίλειο. Ομιλούν ένα ιδιαίτερο ιδίωμα, παντελώς ακατάληπτο τόσο από τους Άγγλους όσο και από τους Κυπρίους. Εκ του B.B.C. (British Born Cypriot).

Κυπριακή αργκό.

- Πάμε για chopping;
- Παναγία μου, η νύφη του Τσάκι θέλει να με διαμελίσει!
- Χαλάρωσε, το κορίτσι είναι μπιμπισού και θέλει να πάει για ψώνια!

Πάμε chopping? (από Vrastaman, 09/07/08)Its a vraka ting! (από Vrastaman, 09/07/08)

Δες και τσάρλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ελληνική απόδοση του αγγλικού ιντερνετικού όρου for teh lulz που σημαίνει ανάλογα με το νόημα της πρότασης που χρησιμοποιείται:

  • γελάω εις βάρος κάποιου
  • κάνω κάτι για χαβαλέ το οποίο θα ζημιώσει τον άλλο
  • κάνω κάτι για πλάκα ενώ ξέρω ότι θα αποτύχω
  • κάνω κάτι εντελώς γελοίο και χωρίς νόημα που κάνει τους άλλους να γελάνε μαζί μου ή μ' αυτόν που θα ζημιωθεί απ' αυτήν την πράξη.

- Ρε φίλε τι κάνει αυτός ο καραγκιόζης εκεί, κατουράει πάνω στο αμάξι της γκόμενας;
- Ναι ρε, ο τύπος το κάνει φορ τεχ λουλζ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός γυναίκας η οποία είναι σεξουαλικώς εντελώς παθητική, δεν παίρνει ποτέ καμιά πρωτοβουλία, απλά ξαπλώνει στο κρεβάτι αφήνοντας τον άντρα να κάνει τα πάντα με αποτέλεσμα να παίρνει το σχήμα αστερία.

Ρε φίλε ωραία είναι αυτή, αλλά είναι τρελός αστερίας στο κρεβάτι τι να την κάνω, εγώ θέλω μια ανάφτρα.

Ένα ικανό πουλί, μπορεί να τον φάει τον αστερία ζωντανό (και να του αρέσει κιόλας) (από Galadriel, 01/03/09)

Δες και έπιπλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η εντελώς άστηθη γυναίκα, επηρεασμένο από τις εντελώς επίπεδες τηλεοράσεις φλάτρον.

- Γλυκιά είναι ρε συ αλλά εντελώς φλάτρον, εγώ θέλω να πιάνω πράμα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Βολιώτες.

Τον χαρακτηρισμό χρησιμοποιούν απαξιωτικά οι κάτοικοι άλλων πόλεων, και ειδικά οι Λαρισαίοι. Αλλά, τους Βολιώτες δεν φαίνεται να τους χαλάει ιδιαίτερα - οι φανατικοί οπαδοί του Ολυμπιακού Βόλου αυτοαποκαλούνται Austrian Boys.

Το ενδιαφέρον είναι από πού βγήκε η προσωνυμία Αυστριακοί. Βασικά, κανείς δεν είναι σίγουρος και κυκλοφορούν διάφορες εκδοχές:

  • Διότι οι Βολιώτες είναι τσιγκούνηδες - σαν τους Αυστριακούς
  • Διότι είναι ψυχροί άνθρωποι - σαν τους Αυστριακούς
  • Διότι είναι μοχθηροί - επί Τουρκοκρατίας, οι Αυστριακοί είχαν χειρότερη φήμη κι απ' τους Τούρκους.
  • Διότι στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν μπήκε στον Παγασητικό ένα Αυστριακό πολεμικό, αν και εχθρικό, οι Βολιώτες το υποδέχθηκαν με μπάντες και αυστριακές σημαίες.

Αυτά τα λένε οι Λαρισαίοι. Οι εξηγήσεις που δίνουν οι ίδιοι οι Βολιώτες είναι:

  • Επί Τουρκοκρατίας, η πόλη είχε διάφορα εμπορικά προνόμια ένα από τα οποία ήταν και η ύπαρξη Αυστριακού προξενείου και η δυνατότητα που είχαν οι Βολιώτες να εμπορεύονται υπό Αυστριακή προστασία.
  • Μετά το 1881, που ο Βόλος ενσωματώθηκε στο ελληνικό κράτος, η νέα διοίκηση φορολόγησε βαριά την Θεσσαλία. Μπήκε ένας ιδιότυπος νέος κεφαλικός φόρος σε όλους τους «Έλληνες το γένος» (κατά κύριο λόγο εμπόρους), κάτι το οποίο οδήγησε στους μαγαζάτορες να βάλουν ξένες, Αυστριακές σημαίες στα μαγαζιά τους για να αποφύγουν να φορολογηθούν.

Και υπάρχει και η εκδοχή της Φρικηπαίδειας.
* Ο Βόλος είναι μία πόλη στην κεντρική Ελλάδα. Γνωστή αυστριακή αποικία που εξελίχθηκε σε αποικία των ΕΛ, μετά την εκδίωξή τους από την αφιλόξενη προσωρινή τους κατοικία, την γνωστή υποβαθμισμένη περιοχή της Αθήνας.

  1. Επεισόδια όμως είχαμε και μετά το τέλος του αγώνα... Συγκεκριμένα οι οπαδοί της Λάρισας αντέδρασαν στην προκλητική στάση των αυστριακών που ξήλωσαν κομμάτια από το δημοσιογραφικό θεωρείο του γηπέδου και τα πετούσαν σε παρακείμενα σπίτια και αυτοκίνητα, με ξυλοφόρτωμα σε καμιά 10αριά (από τους 120 συνολικά που ήταν στο γήπεδο) αυστριακούς, καταιγισμό από πέτρες και ξύλα προς τη εξέδρα τους, σπάσιμο των 2 λεωφορείων τους (ποίος σας είπε να έρθετε με λεωφορεία? άραγε ποιος κακομοίρης τα κλαίει.?..!) και υποχρεώνοντας τους στην παραμονή τους στο γήπεδο επί 1 ώρα και πλέον... Κατακαημένοι αυστριακοί...Μια ζωή τρέξιμο και κυνήγι σας έχουμε... (post με τίτλο «Γαμιέται ο Βόλος και η Αυστρία» σε forum οπαδών της ΑΕΛ, 2004)

  2. Και στα τέλη του Μαίου όταν θάχουμε ανεβεί
    Σουπερλίγκα ετοιμάσου, έρχονται Αυστριακοί (Σύνθημα των Austrian Boys)

Το έμβλημα των Austrian Boys (από poniroskylo, 09/07/08)(από allivegp, 02/11/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που έχει άγνοια για το οτιδήποτε ... έχει υπερηφάνεια και κοκορεύεται όποτε βρίσκει ευκαιρία αλλά είναι βλάκας χαζός και ημιμαθής, βαριέται και είναι τεμπέλης όμως χαβαλετζής.

Ό,τι να 'ναι ο, τύποs ... Τελείωs γκαομπίου δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

'Ακλιτος επιθετικός προσδιορισμός με διττή σημασία:

1) Ανυπέρβλητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος, ασύγκριτος, αυτός που υπερέχει τόσο πολύ των άλλων που ταράζει τις ισορροπίες.

2) Θαυμάσιος, καταπληκτικός, θεσπέσιος.

Εννοιολογικές παρατηρήσεις: Η αρχική σημασία του «ίμπα» ήταν η αναγραφόμενη στην περίπτωση 1, όμως σταδιακά το στοιχείο της συγκρίσεως εκφυλίστηκε με αποτέλεσμα να χρησιμοποιείται και με την έννοια 2.

Προέλευση/ετυμολογία: Προέρχεται από το αγγλικό «imbalanced».

  1. - Καλά αυτό το αμάξι είναι εντελώς ίμπα. Ένα τέτοιο θέλω να πάρω κι εγώ.

  2. - Συγνώμη, πας καλά; Θα τα βάλεις μ' αυτόν; Ο τύπος είναι ίμπα, δεν έχεις καμία ελπίδα.

  3. - Άντε μωρέ κωλόνουμπε, έχεις τον ίμπα χαρακτήρα και μιλάς!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα η οποία δεν χάνει την ευκαιρία να ρουφήξει οποιονδήποτε (κοινώς όσα φέρνει ο άνεμος), δηλαδή να κάνει στοματικό έρωτα σε περιστασιακές ερωτικές περιπτύξεις που συμβαίνουν συχνά έως πολύ συχνά (ήρθε ο καλός ο άνεμος, που λένε, και βρέθηκες μπροστά μου... στο δρόμο μου). Έχει σχέση με το ανεμογκάστρι με κοινό συνθετικό τον άνεμο, αλλά διαφορετική έννοια.

- Μου 'κατσε μια γκόμενα χθες...
- Ααα... αυτή η ρουφιάνα τους πιπώνει όλους σε κάθε ευκαιρία που της δίνεται... είναι να μη σταθείς στο δρόμο της...
- Κάτι στοματικά... να πάθεις την πλάκα της ζωής σου... ρουφήχτρα σκέτη!! Όλα μέσα...
- Πώς δεν κόλλησε τίποτα ακόμη... να μου πεις, η ανεμορουφήχτρα δεν παθαίνει ανεμογκάστρι...

Το \'φαγες κοπέλα μου το καλαμπόκι, το \'φαγες, τι το ρουφάς τώρα;;; (από Galadriel, 01/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified