Further tags

Ειρωνικά, αυτός που πιστεύει ότι είναι ο θεός της μπάλας, ότι παίζει φοβερό ποδόσφαιρο. Εναλλακτικά, μπορεί να χρησιμοποιηθεί και το «Μαραντόνα» ή το «Ζιζού» (ή και οποιοδήποτε όνομα κορυφαίου ποδοσφαιριστή).

- Καλά, χθες που πήγαμε για 5x5, έβαλα ένα γκολ γαμάτο! Πέρασα 3 αμυντικούς και πριν καλά καλά καταλάβει τίποτα ο τερματοφύλακας, το κάρφωσα στη γωνία!
- Σώπα ρε Πελέ, και τι έχει να λέει αυτό... εγώ έχω βάλει καλύτερα γκολ.

Βλ. και σχετικά λήμματα: άμπαλος, ο και Ampalinho (Αμπαλίνιο)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Αθηναίοι ταξιτζήδες (ή ταρίφες), λόγω του κίτρινου χρώματος που έχουν τα ταξί στην Αθήνα.

- Μου τη σπάει η κίτρινη φυλή! Οι περισσότεροι από αυτούς την έχουν δει άρχοντες του δρόμου επειδή απλά και μόνο έχουν μεγάλη πείρα!

Βλ. και σχετικό λήμμα κιτρινιάρης

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αδιάφορος, ο σταρχιδιστής, αυτός που τους έχει όλους κλασμένους.

Μεγάλο κλαστήρι η Τόνια. Τρεις μέρες είναι που της έχω στείλει μήνυμα κι ακόμα να απαντήσει.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

στειλιάρι, στυλιάρι

  1. Κομμάτι ξύλο.
  2. Mεταφορικά: ο αγράμματος άνθρωπος.
  1. Θ' αρπάξω το στειλιάρι και θα δεις!
  2. Καλά είσαι τελείως στειλιάρι; Δεν καταλαβαίνεις;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός για μία υπερβολικά λεπτή, ανορεξική και ταυτόχρονα κακάσχημη γκόμενα. Μοιάζει να έχει δραπετεύσει από την πυραμίδα του Τουτανχαμώντα ή απο το Άουσβιτς. Μαλλί απεριποίητο, μάτια πεταγμένα, όπου και να πιάσεις κόκκαλα. Χρησιμοποιείται και για άντρες με παρόμοιο παρουσιαστικό (ο μούμιας).

- Πώς είσαι έτσι ρε μαλάκα, φάε τίποτα μη σε πάρει ο αέρας.
- Τι έπαθες; Ζηλεύεις γιατί είσαι σαν παιδοβούβαλος;
- Ασταδγιάλα μωρή μούμια, μη σου δώσω καμμία και σκορπίσεις...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το βουτυρόπαιδο, ο μαλθακός άνθρωπος, ο φλώρος, ο μαμάκιας.

- Καλά, αυτός είναι τελείως βουτυρομπεμπές. Ακόμα και στο σινεμά πάει μαζί με τη μαμά του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ κουρασμένος και πεσμένος, είτε σωματικά είτε ψυχολογικά.

- Άσε, δεν έχω κουράγιο για τίποτα, μετά τον πρόσφατο χωρισμό είμαι συνέχεια ράκος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δεν αφορά την προσωπικότητα του εν λόγω παλαίμαχου ποδοσφαιριστή αλλά το χαρακτηριστικό της κόμης του. Ξέφωτο και μοιραία λατινοαμερικάνικη χαίτη. Συνώνυμα: Μπουμπλής, καραφλογιεγιές.

- Πω, πω! Ρε φιλε σε σένα έχει κάνει ο τριχοφάγος χρυσές δουλειές... Πας για ξύρισμα ε;
- Ασ' τον... την έχει δει Ρότσα!

(από Dimosthenis, 05/12/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψεύτης, αυτός που πουλάει παραμύθι για να κοροϊδέψει τους άλλους.

- Πήρες τελικά την αύξηση που σου υποσχέθηκε το αφεντικό;
- Άσε ρε φίλε, 4 μήνες έχουν περάσει και ακόμα να μου την δώσει... καλά είναι και πολύ ψευτόπουλος...

(από GATZMAN, 28/09/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το μπούρτζι, πυροβολαρχείο που προστατεύει ένα λιμάνι, και το βλάχος.

Αρχικά, χρησιμοποιούταν προς απόδοση της μεταφορικής έννοιας Φρουρίου-βλαχιάς, ή καρά-βλαχιάς για πρόσωπα με τελείως αγροίκους τρόπους.

  1. Σκωπτική λαϊκή έκφραση ως προσωνυμία των βλαχοποιμένων.
  2. Αγροίκος, άξεστος.

Καθηγητής μουσικής προς μαθητή ----> Πιάσε μια λα μινόρε... ΛΑ ΣΟΥ ΕΙΠΑ ΒΡΕ ΜΠΟΥΡΤΖΟΒΛΑΧΕ!!

Μεταξύ «φίλων» ----> Πωωω, πόση κέτσαπ έβαλες στο φαΐ βρε μπουρτζόβλαχε!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified