Further tags

Η γκόμενα που προσελκύεται από τον οποιονδήποτε τύπο κάγκουρα που κατέχει οποιοδήποτε είδος μηχανής (απαραιτήτως)... Είναι γκόμενα που το μόνο στάνταρ που έχει για τον υποψήφιο γκόμενο είναι αν έχει μηχανή και πόσο μακριά την πάει στη μια ρόδα...

Αλλιώς: η καγκουρομάνα, η ποντικοπηδιόλα.

1
- Ωραίο μουνάκι ρε η Σοφία... φαίνεται και εύκολη... θα πάω να χωθώ...
- Αφού δεν έχεις πάπια...
- Ε και;
- Είναι σελογκόμενα.

2
Γιούλη: -Θέλω ο άλλος να είναι ευγενικός, δυναμικός, έξυπνος, αστείος, όμορφος, πιστός. Θέλω να τον θαυμάζω και να έχει μεγάλη πούτσα.
Μαρία: -Εγώ θέλω να έχει μηχανή.

Η Μαρία είναι σελογκόμενα.

Βλέπε και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο μαλάκας. Τόσο πολύ όμως που... έχει καταντήσει να τη βροντάει (τη χτυπάει δυνατά... χάμω ή οπουδήποτε αλλού!!!).

Ρε μαλάκα τι κάνεις κλεισμένος σπίτι; Ψωλοβροντάς όλη μέρα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι γκόμενες που, πριν τελειώσουν μια σχέση, έχουν ήδη βρει το επόμενο θύμα. Ακριβώς δηλαδή όπως κάνουν τα πιθήκια... Πριν αφήσουν το ένα κλαδί έχουν ήδη γατζωθεί από το άλλο. Οι γκόμενες δηλαδή που δεν έχουν μείνει ποτέ χωρίς σχέση και συνήθως χαρακτηρίζονται από ανασφάλεια και έλλειψη προσωπικότητας.

- Ρε φίλε, μεγάλη καριόλα αυτή η Μαρία...
- Γιατί ρε; - Πριν χωρίσει με τον Τάκη είχε βρει τον Μάκη για καβάτζα και τον Σάκη σε περίπτωση που στράβωνε κάτι με τον Μάκη...
- Μεγάλο πιθήκι η γκόμενα...

%

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη με διπλή σημασία.
1. Η σούζα στα καγκουρίστικα (πρέπει να είσαι λίγο άτομο για να το πεις)
2. Ο πιτσιρικάς στα μάτια μιας διψασμένης για sex σαραντάρας.

  1. - Κι έσκασε μύτη ο ψηλός με τη χουσβάρνα και το σηκώνει ξερολούκουμο μπροστά από το μπατσικό... Μάγκας ο δικός σου, σου λέωωωωωωωωω.

  2. - Ρε φίλε σου λέω με κοίταζε όλο το βράδυ σαν ξερολούκουμο η σαραντάρα...
    - Και μετά;
    - Σπίτι της ρε ... Άσ' το... Με ξεζούμισε ρε... Μου ήπιε το μεδούλι, σου λέω... Θα πάρει καιρό μέχρι να μου ξανασηκωθεί... Με πέθανε!

Mr Υφήλιος 2007 - οκ, δεν είμαι ακόμα σαράντα εντάξει; αχαχαχαχαααα (από Galadriel, 08/05/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόκειται για όρο που χρησιμοποιείται για άτομα περιορισμένης νοημοσύνης σε σημείο να θυμίζουν σε εξυπνάδα, ευστροφία και οξύνοια κάποιο φρούτο ή λαχανικό που, φύσει και θέσει, είναι αδύνατο να είναι έξυπνο. Δεν έχει σχέση με το φυτό, το οποίο σημαίνει το άτομο που μελετά πολύ.

- Πώς λες να γράψει η Αγγελική στις πανελλαδικές;;;
- Από τη μία διαβάζει 25 ώρες τη μέρα... Από την άλλη όμως είναι τέτοιο ζαρζαβατικό που μια μαλακία από τις γνωστές της να πετάξει, θα της το μηδενίσουν το γραπτό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό «cocksucker», δηλαδή πουτσογλείφτης. Χρησιμοποιείται κυρίως από τους Έλληνες της Αμερικής, με την έννοια, όπως στα Αγγλικά, του «μαλάκας».

  1. Έλα 'δώ ρε κακσάκα να σε γαμήσω.

  2. Είδες τον κακσάκα πώς κοιτάζει την αδελφή σου;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος όμοιος με το «κακσάκας» (από το αγγλικό «cocksucker»), αλλά βαρύτερος.

- Νά τον κακσάαααακαρα που είπε την αδελφή μου πουτάνα μπροστά σ' όλους. Άντε, μάζεψε τα δόντια του άμα τελειώσω...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σύντμηση για «Displaced Person», ο επίσημος όρος στα Αγγλικά για πρόσφυγες ή αυτούς που μεταναστεύουν λόγω πολέμου ή λιμού, χωρίς να θέλουν και με το ζόρι. Χρησιμοποιείται από τους ομογενείς της Αμερικής για να περιγράφουν κάποιον Έλληνα που, παρόλο που ζει 50 χρόνια στην Αμερική, δεν μιλά ούτε μια λέξη Αγγλικά και συμπεριφέρεται ακριβώς σαν να βρισκότανε στο χωριό του.

Χρησιμοποιείται επίσης ειρωνικά για «Αμερικανάκι» της δεύτερης-τρίτης γενιάς που π.χ. φοράει ελληνικές ποδοσφαιρικές φανέλες ή είναι μέλος μιας ομάδας παραδοσιακού χορού.

  1. - Πάμε στο καφενείο του θείου σου; - Όχι ρε μαλάκα, είναι γεμάτο D.P. και θα μας αγριοκοιτάζουν που φοράμε βερμούδα.

  2. - Ωραίο μουστάκι έβγαλες ρε D.P. Δεν βγάζεις και την τσαμπούνα σου να μας παίξεις μια σούστα να χορέψουμε;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

1) Πρόκειται για όρο ενδεικτικό της κατάστασης μιας απεριποίητης ηβικής περιοχής, η οποία θυμίζει έντονα τον επεξηγούμενο όρο.
2) Παρασυνθηματική λέξη για το χασίς.

1) Η Λυδία, μεγάλη φούντα... Ρώτα όλους τους πρώην της. 2) Στο πάρτυ θα έχει φούντα ή να φέρω από το σπίτι;;;

εδώ βαράει εξαφάνιση το ίδιο το αντικείμενο, δε θα βαράει η αργκό του;) (από xaxac, 07/10/08)και με τις 2 σημασίες (από Khan, 27/01/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αλλιώς = φουντούκια. Βλέπε ημοκοράς, μόνο που για να το προσδιορίσουμε καλύτερα είναι οι τύποι, τύπισσες που τα μαλλιά τους συνήθως είναι σγουρά ή κατσαρά και δεν τους κάθονται όπως θα ήθελαν και, προσοχή, ποτέ δεν κυκλοφορούν μόνοι τους. Να σημειωθεί ότι ο όρος χρησιμοποιούταν και πριν την ύπαρξη του όρου ημοκόρος για τους brit – popάδες που σύχναζαν στο decadence και στο pop. Γενικά οι alternative, εναλλακτικοί τύποι.

- Αυτή δίπλα είναι η παρέα με τους κεφτέδες που τους πετυχαίνουμε όλο στο booze;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified