Further tags

Αναφέρεται κυριολεκτικά στο πέος, αλλά χρησιμοποιείται και ως υβριστικός χαρακτηρισμός.

  1. Μας έχει κάνει το λεβίδι κατσαβίδι ο δικός σου, πολύ πρήξιμο μιλάμε.

  2. Μού 'πε η δικιά σου να πάμε για καφέ, και μου κουβάλησε και το λεβίδι τον γκόμενό της μαζί.

Ετυμολογία: (αρχιδο)λεβιές + -ίδι, υπό την επίδραση μάλλον του αρχίδι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πάρα πολύ, εξαιρετικά πολύ.

- Γουστάρεις σήμερα μπαρότσαρκα;
- Άσε ρε, αύριο δίνω κι'έχω να βγάλω του κώλου την ύλη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που φλερτάρει με την αισθητική των φρικιών, χωρίς να την υιοθετεί πλήρως.

  1. — Πάμε ν' αράξουμε Ναβαρίνου;
    — Τί λέ' ρε; Να κολλήσουμε καμιά υποφρικίαση;

  2. — Τί λέει η καινούργια γκόμενα του Μάκη;
    — Ανώδυνο πίρσινγκ στη μύτη, σχισμένο παντελόνι αγορασμένο απο Ζάρα και μαλλί επιμελώς... Κι' όταν σκάσαμε τον μπάφο την έκανε μ' ελαφρά... Υποφρικιό της χειρίστης μιλάμε.

  3. Μοϊκάνα με ζελέ; Υποφρικιό πήδηξες ρε βλάκα;
    — Λές να την πηδούσα ρε άμα βρόμαγε αβγουλίλα;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο που έχει παραμείνει ξύπνιο σερί τη νύχτα και την ακόλουθη μέρα.

Ο όρος προέρχεται ετυμολογικά από το σερί, αλλά και σημασιολογικά από το επάγγελμα του σερίφη καθεαυτό, που απαιτεί μοναχικές βραδινές βάρδιες.

-Θα έρθεις το βράδυ;
-Μπα χλωμό, επιτέλεσα καθήκοντα σερίφη χθες τη νύχτα με το WoW και είμαι κομματιανός.

Και χτεσινός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκλεκτός, κυρίως ως προς τις κομπιουτερικές ικανότητες.

Ελίτ -> elite -> lit -> leet (-> l33t)

- Πέρασα χθες από το net cafe της γειτονιάς και είδα το Nuker...
- Ε και;
- Με το ένα χέρι πόουναρε στο ένα PC κάτι νιούμπηδες στο counter stike, και με το άλλο πάτσαρε τον κέρνελ του μπι ες ντι σε άλλο PC. Είχε βγάλει και το ένα παπούτσι και την κάλτσα του κι έστελνε μήνυμα στο κινητό με την πατούσα του. Είναι πραγματικά πολύ leet αυτός ο Nuker...
- !

(από jesus, 15/05/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εκ του αγγλικού newbie. Ο «νέος» και άρα περιορισμένων ικανοτήτων σε κάποιο αντικείμενο, κυρίως βιντεοπαίγνιο.

Βαρέθηκα να παίζω με σας τους νιούμπηδες πια. Δεν έχει και πολύ ενδιαφέρον πλέον... Neeeext;

Και νουμπάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλές οι σημασίες και οι χροιές ανάλογα με τα συμφραζόμενα και τον τόνο.

  • Ο ορατός: κοίτα ένα μαλάκα
  • Ο τεφάλ: ξεκόλλα ρε μαλάκα
  • Ο σταθερός: έμεινε μαλάκας
  • Ο αδιόρθωτος: ε τον μαλάκα
  • Ο επώνυμος: έλα ρε Μαλάκα
  • Ο νυχτωμένος: ξύπνα μαλάκα
  • Ο χαμένος: που 'σαι ρε μαλάκα;
  • Ο φευγάτος: την έκανε ο μαλάκας
  • Ο βαθμοφόρος: α, τον αρχιμαλάκα
  • Ο αμφίβολος: καλά μαλάκας είσαι;
  • Ο διττός: και πούστης και μαλάκας
  • Ο ευρεσιτέχνης: μαλάκας με πατέντα
  • Ο εμετικός: τα ξέρασε όλα ο μαλάκας
  • Ο καλοδεχούμενος: καλώς το μαλάκα
  • Ο εξακριβωμένος: είναι τελικά μαλάκας
  • Ο επιρρεπής: Μη γίνεσαι μαλάκας τώρα
  • Ο εκνευριστικός: άει γαμήσου ρε μαλάκα
  • Ο ανεκδιήγητος: μα πόσο μαλάκας νά 'σαι!
  • Ο αργοκίνητος: άντε ρε μαλάκα, κουνήσου
  • Ο φαφλατάς: μιλάμε για πολύ χοντρομαλάκα
  • Ο επαναλαμβανόμενος: την είπε πάλι ο μαλάκας
  • Ο σεξιστής: μαλάκας μπορεί να είμαι, πούστης όμως όχι!!
  • Ο απίστευτος: Τι λες ρε μαλάκα;
  • Ο κυριολεκτικός: Το πολύ το τίκι-τάκα κάνει το παιδί μαλάκα
  • Ο προβλέψιμος: Μαλάκας είναι, μαλακίες θα κάνει
  • Ο χορταστικός: Μαλακομπούκωμα
  • Ο άξιος: Μπράβο μαλάκα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κάγκουρας, αλλά πιο κάγκουρας. Κάνει την εμφάνιση του τη νύχτα, κυρίως κατά την καλοκαιρινή περίοδο. Το κλασικό χαρακτηριστικό του γκιολέ είναι ότι συνοδεύεται από άλλους γκιολέδες, γεγονός που οδηγεί στην εκθετική αύξηση του αριθμού τους όπου και να βρίσκονται.

- Άσε φίλε, το μαγαζί ήταν τίγκα στους γκιολέδες.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η χανιώτισσα ψώλα. Ο όρος ουσιαστικά αναφέρεται σε όλες τις γκόμενες που κατάγονται και ζουν στα Χανιά Κρήτης.

- Άντε μωρή χανιώλα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παραπέμπει στο ιταλικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, ωστόσο αναφέρεται σε μια παρέα από γκόμενες που είναι μπάζα, οι λεγόμενες κάμπιες.

- Πήγαμε για καφέ και η Μαρία κουβάλησε και το καμπιονάτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified