Further tags

Ο χλίμης, ο χλιμίτζουρας, ο φίτσουλας, ο χλέμπουρας, η χλεμπόνα, ο χλεμπονιάρης, ο λαδοπόντικας, ο πορδοσάλτε.

Προφάνουσλυ εκ του ομώνυμου εμπτύσματος.

1.
Αυτός ο χλέπας που θέλανε κάτι δικά μας τσουτσέκια, να του δώσουνε να κρατήσει τη σημαία, λές κι ήτανε κανένα καφάσι ντομάτες, θα γυρίσει από τις Λόντρες, που τον σπουδάξαμε, και θα κάνει κόμμα, να μας μπει και στη μύτη!

2.
Και μέσα σε όλα αυτά κάθε καρακάξα στο γραφείο να συζητάει για τον «Άγιο Βλαμμεντίνο», τι δώρο θα της πάρει ο γκόμενος και πόσο θα χώσει το χέρι στην τσέπη ο κάθε χλέπας. Τι άντρες σκυλάκια κυκολοφορούν ρε διάολε.

3.
Ποσο χλεπας πρεπει να εισαι για να προσπαθεις να πηδηξεις δειχνοντας καρτα της ΧΑ;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πόμολο εσφαλμένα ταύτισε το τραμπάκουλο με το ταράκουλο, με αποτέλεσμα η έκφραση παθαίνω τραμπάκουλο να έχει ψιλοκαθιερωθεί (βλ. εδώ).

Άλλο όμως οι Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως. Το βέρο τραμπάκουλο (> Ιταλ. trabàccolo) υπήρξε espèce de αργοκίνητο ιστιοπλοικό που προ αιώνων μετέφερε εμπορεύματα κι επιβάτες στην Αδριατική.

Η πρώτη εκσλάνγευση του όρου αφορούσε σε εύχοντρους και δυσκίνητους ανθρώπες, κυρίως του ασθενούς φύλου, της συνομοταξίας φακλάνα, μαούνα, θωρηκτό Ποτέμκιν.

Δευτερεύουσα σημασία: υπάρχουν αποχρώσες ενδείξεις στην ιστιογραφία ότι το τραμπάκουλο εκφέρεται κι ως συνώνυμο τση καρπαζιάς.

  1. - Το μεγάλο, ογκώδες, άχαρο, κατσιβέλικο αντικείμενο, ιδίως όχημα.
    (Kitty Darling, εδώ)

  2. - ΟΚ, είναι το αργό καράβι και λέγεται επίσης για μια γυναίκα κάποιων κιλών που περπατάει σεινάμενη-κουνάμενη.
    (ΡΤΠ, εδώ)

  3. - Έτσι λοιπόν, την ώρα που ο Αστέρας πάλευε με τα σύγνεφα, μπήκε ο λεγάμενος στο μαγαζάκι, μποτζάροντας δώθε κείθε, σαν τραμπάκουλο σε σοροκάδα.
    (Μ. Καραγάτσης, εδώ)

  4. - Ενα πράμα δμως άπορώ : πώς κρατείς στά λιανά σου τά πόδια, στά καλάμια σου, αυτό τό τραμπάκουλο.
    (Γ. Ξενόπουλος, εδώ)

5.
- θα σου ρίξω ένα τραμπάκουλο

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η περούκα, ιδίως η κακής ποιότητας που δεν μπορεί να ξεγελάσει κανέναν και να θεωρηθεί φυσικό μαλλί. Αναλόγως, οι επεκτάσεις των μαλλιών (extensions) και άλλες παραπλήσιες προσθήκες ξένου τριχικού υλικού.

Βλ. και καούκα, φλοκάτη.

  1. Από εδώ:

Σπανια εμφανιση του Ν. ΚΟΥΡΟΥ με ψοφιμι μαλλι περουκα & φυσικη καταληξη μεσηλικα που γινεται ταρανδος απο μανουλι..

  1. Από εδώ:

aytes oi xoreftries sta clubs pou vazoun tis kammenes xan8es treses den fovountai mhn fygei sth fash figoura elikoptero panw se kanena dolio pelath; kai paei sto diaolo pes pws ginetai. an einai kai karaflas; den 8a gelaei olo to syban mazi tou an katsei to psofimi sthn kouroupa tou; krima einai

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έχω καλό οπτικό αποτέλεσμα στην κάμερα, ιδίως στην τηλεοπτική και κινηματογραφική, έχω φωτογένεια, η εμφάνισή μου (ρούχα, μακιγιάζ, συμπεριφορά, υποκριτική) είναι πετυχημένη και ευχάριστη για τον τελικό θεατή.

  1. Από εδώ:

Στην παραγωγή που θα κυκλοφορήσει απ’ ευθείας σε DVD στις 4 Ιουνίου πρωταγωνιστής είναι ο Randy Orton και απ’ ότι φαίνεται από τις πρώτες εικόνες o Viper γράφει στην κάμερα.

  1. Από εδώ:

Ο Νάιτζελ, που τουλάχιστον γελάει συχνά και γράφει στην κάμερα, έγινε η φωνή τους εκεί που η φωνή τους δεν ακουγόταν και καμία γκάφα δεν θα του στερούσε την ψήφο τους.

  1. Από εδώ:

Το θέμα με τον Lundgren είναι ότι διαφέρει από τα «action icons» των '80ς σε αρκετά πράγματα. Δεν είναι μόνο ένας γεροδεμένος, γραμωμένος πρώην αθλητής, που «γράφει» στην κάμερα. Έχει μερικά... πραγματάκια ακόμα, όπως : πτυχιούχος Μηχανολόγος, σπουδές στο Royal Institute of Technology της Στοκχόλμης, υποτροφίες και διδακτορικά στα πανεπιστήμια του Σίδνεϋ και του Τεχνολογικού Ινστιτούτου της Μασαχουσέτης(MIT) και συμβολή στην κατασκευή του συστήματος ύδρευσης στα διαστημικά λεωφορεία της NASA.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κακεντρεχής χαρακτηρισμός του Κόμματος και των μελών του, υπονοεί ότι οι κουκουέδες είναι πειθήνια βελάζοντα προβατάκια.

Βλ. επίσης: αρσενοκνίτης, κνάιτ, ΚΝΑΤ, κνιτόμπατσο, κούτβηδες, λαϊφστάλιν, σταλίνας, σταλινοτσολιάς, το πολύ το Κάπα Κάπα κάνει το παιδί μαλάκα.

1.
- Από τη σύγκρουση εκείνη, εκτός από το μόνιμο πρόβλημα του ελληνικού πανεπιστημίου, έμεινε στην ιστορία το όνομα του αρχισυνδικαλιστή τότε της ΚΝΕ στο Χημικό, του φημισμένου Μαλάμη. Θα τον θυμίζουν στους επόμενους και οι στίχοι τραγουδιού του Τζίμη Πανούση, που τότε έχτιζε κι αυτός την εικόνα του ατίθασου και αταξινόμητου καλλιτέχνη: «Βάρα μας Μαλάμη, χτύπα μας Μαλάμη, είμαστε όλοι μαζοχιστές» διότι «μας χτυπούσαν αδελφωμένοι φοιτητές και εργατιά». («Μαλαμης ο αρχιτραμπουκος των τραμπουκων του κουκουμπε»)

2.
- αχαχαχαχαχα η νουδουλα το τσυριζα το πατσοκ η ρημαδ οι καμμενοι και τα κουκουμπε εχουν …………. σοβαρό φιλοσοφικό ὑπόβαθρο.

3.
- ΣΥΣΤΗΜΙΚΗ ΚΟΥΚΟΥΜΠΕ,,,,,,ΞΥΠΝΗΣΕ Ο ΛΑΟΣ

4.
- Τσιπρανδρέου, Θαμαράς, Ποταμίσοι, Κουνέλης, Κουκουμπε..ΑΝΤΑΡ-CIA, Αλ Καμίν ή Κρασέμπορας;

5.
Μια φορά από κάτι κουκουμπέδες σαν εσένα Λευτεράκη δεν έχουμε κάτι να περιμένουμε. Εσύ πας με τα γυναικόπαιδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τελευταίος, ειδικότερα με την έννοια του τελειωμένου. Χρησιμοποιείται αποδοκιμαστικά για άτομα τα οποία παρουσιάζουν δυσθυμία ή απροθυμία να πράξουν οτιδήποτε αξιόλογο λόγω εξάντλησης των ορίων στην εκάστοτε περίπτωση.

Λέγεται ότι η συγκεκριμένη λέξη ανήκει παραδοσιακά στην Πειραιώτικη διάλεκτο.

- Που είναι ο Μιχάλης;
- Δεν ήρθε, σάπισε σπίτι πίνοντας όλη μέρα και χαζεύοντας στο ίντερνετ.
- Πω ρε, τον τελέπα!

(από nikos_dee, 19/06/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που είναι κολλητός με μία γκόμενα, δεν είναι γκέι και προφανώς επιδιώκει να καρπωθεί σεξουαλικώς την όλη σχέση, αλλά ανεπιτυχώς. Φυσικά, η γκόμενα έχει τον κύριο λόγο για το τί θα κάνει το «παρεάκι» και καταλήγει να της κάνει όλα τα χατίρια, να συμμετέχει σε γκομενοσυζητήσεις, ενίοτε να την βοηθά στα αισθηματικά της προβλήματα και επομένως να ζει σαν γκόμενα, με μια μικρή, βεβαίως, βιολογική διαφορά.

-Μεγάλε, ωραίο το γκομενάκι απέναντι, αλλά είναι με ένα τυπά.
-Όχι ρε μη μασάς, τον ξέρω αυτόν, φιλενάδα με πούτσο είναι. Χώσου εσύ.

(από Khan, 10/07/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψυχάκιας, ψυχάκι. Το αψυχολόγητο άτομο το οποίο θα επιτελέσει την αψυχολόγητη πράξη σε ανύποπτη στιγμή. Γενικότερα ο ασταθής ψυχολογικά άνθρωπος που βρίσκεται στα όρια της τρέλας.

-Πω μαλάκα η Βάσω το χει χάσει τελείως!
-Τι έγινε;
- Είπε ότι έχει πλαστό λογαριασμό στο facebook και κάθεται και βρίζει τις γκόμενες στις φωτογραφίες από τα club.
-Στο πα ότι είναι ψυχαντήρι η μαστόρισα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ένα πρόσωπο του οποίου η παρουσία το μόνο που φέρνει είναι γκίνια. Το πρόσωπο αυτό αντιμετωπίζεται με ιδιαίτερη καχυποψία από τον περίγυρο του ιδίως από θαμώνες των προπατζίδικων, του ιπποδρόμου και άλλων ναών της τύχης. Η εξωτερική εμφάνιση αυτού του ατόμου χαρακτηρίζεται από κακομοιριά και μιζέρια.

Συνώνυμα: γρουσούζης, γκαντέμης

-Παίζω Νάπολι-Γιουβέντους άσσο και νικάμε 3-1 και με παίρνει τηλέφωνο ο Χρήστος η μαύρη κάλτσα και τρώμε δίγκολο και πάει 3-3! Αν τον κάνω ένα με το τοίχο φταίω εγώ μετά;
-Δε φταις εσύ Σταύρο μου!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν τουλάστιχον τρεις μεγάλες κατηγορίες τσάκα-τσούκας:

  • Τα ξηροκαρπίδια: ονοματοποιία κυρίως του πασατέμπου και του ηλιόσπορου, λόγω του κριτς-κριτς που παράγεται όταν δαγκώνουμε τα τσόφλια,
  • Διάφοροι εκνευριστικοί θόρυβοι: πιχί ανθρώπινη φασαρία ή μπλιμπλικώδεις ήχοι που μας προειδοποιούν ότι σωμ θυρών,
  • Παρατσούκλια γραφικών χαρακτήρωνε: του θρυλικού πλανόδιου πωλητή πασατέμπο (R.I.P.) που όργωνε την Ομόνοια και τα Εξάρχεια, και του τιτανοτεράστιου Βλάση Τσάκα.

1.
Τσιπς, κωκ, σάμαλι και τσάκα - τσούκα

2.
Λίγο ησυχία ρε παιδιά. Τσάκα, τσούκα, τσάκα, τσούκα

3.
Αν σου κάνει τσάκα τσούκα λόγω βυσμάτων, σκέψου να οδηγήσεις τον ένα ενισχυτή απευθείας από το άλλο σετ RCA του μίκτη, αυτό που είναι για την ηχογράφηση.....

4.
Vrastaman:
- Άλλη θρυλική φιγούρα της Αθήνας, ο Τσάκα-Τσούκας που πουλούσε ξηρούς καρποί στην Ομόνοια.
betatzis:
- Νομίζω είχε ταμπέλα ο βασανιάρης τσάκα τσούκας

5.
Θυμάμαι επί πάρα πολλά χρόνια, και μέχρι σχετικά πρόσφατα, έναν όλο και πιο ηλικιωμένο κύριο (θα πρέπει να πέθανε δουλεύοντας) να παίρνει σβάρνα όλα τα καφενεία και τα μπαράκια στα Εξάρχεια πουλώντας ξηρούς καρπούς, μ' ένα τρίκυκλο όπου έγραφε «Ο Τσακατσούκας - Πάω αργά γιατί βιάζομαι».

6.
Η ιστορία του «τσάκα τσούκα» μόνο γέλιο μπορεί να μας προκαλέσει. Ένας δήθεν εκπρόσωπος που ούτε το όνομα αυτού που εκπροσωπεί δεν ξέρει καλά καλά, ένας άνθρωπος που κοροϊδεύει τον κόσμο του Παναθηναϊκού, λέγοντας ότι ο «πρίγκιψ» είναι δήθεν οπαδός της ομάδας και μάλιστα ανησυχεί και για τους τραυματίες από τα επεισόδια και φυσικά δεν χρειάζεται να αναφέρουμε και στις πολλές αντιφάσεις στις οποίες έχει πέσει ο δήθεν εκπρόσωπος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified