Further tags

Μάθημα Κορμού πρωτοετών στην ελληνική τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Νωχελικός, ανεπρόκοπος, αυτός που ο κώλος του έχει πετσώσει στον καναπέ απ' την αντιπαραγωγικότητα. Ορκισμένος τεμπέλης που με την παραμικρή σκέψη σωματικής δραστηριότητας ανεβάζει δέκατα. Μείζον κοινωνικό βάρος, το ξίγκι της οκνηρότητας.

- Πού είναι ο άλλος ρε συ; Ξετρυπώνει καθόλου απ' τη σπηλιά του;
- Αυτός μόνο φαΐ, σκατό και ύπνο... Τον έφαγε ο ρεμαλισμός.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ήπιος υποτιμητικός χαρακτηρισμός εκείνων των μαθητών του λυκείου των οποίων η παιδαριώδης νοοτροπία και προκλητική ηλιθιότητα συνήθως τους ακολουθεί και στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Συνήθως παρατούν τη σχολή μετά από 2 χρόνια καθώς είναι ήδη κάτοχοι πτυχίου στο ρεμαλισμό και κατά συνέπεια δεν δικαιούνται άλλο πτυχίο.

Εκείνη η συνομοταξία από πρωτοέτια τα οποία νομίζουν ότι είναι πλέον ανεξάρτητα απ' τους γονείς τους και ότι τα ΑΤΜ απλά ξερνάνε ευρώ για να ανοίγουν κάθε βράδυ πέντε Jack στο ξεφτιλάδικο της πόλης και να γίνονται κουρούμπελα δίχως λόγο και αφορμή.

Συνήθως νοικιάζουν σε πολυκατοικία ώστε να μαζεύεται μπούγιο κάθε βράδυ για να ενοχλούν τους γείτονες με δυνατά μπάσα τα οποία θα παίζουν κάποιο ξεπερασμένο τραγούδι που απλά το ακούς και αναρωτιέσαι πού στο διάολο ζούσαν τόσα χρόνια.

- Τι έγινε ρε συ, πάλι δε κοιμήθηκες;
- Άσε ρε μαλάκα με την λυκειοταξία πάλι χθες... Είχανε βάλει Μαζωνάκη 5 το πρωί και γκάριζαν λες και είχε χαζέψει το μυαλό τους.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υπάρχουν δυο μεγάλες κατηγορίες ελληναράδων:

  • Σε αντιδιαστολή με το πάντα αρνητικό ζενεσεκουά του ελληνάρα, ο ελληναράς (όπως κι ο πουτσαράς) ενίοτε εμπεριέχει τη θετική αύρα του πολύ Έλληνα: μπεσαλής, φιλόξενος, φιλότιμος, πατριώτης, ψυχάρα, κ.ταλ.
  • Συχνότερα όμως ο ελληναράς ταυτίζεται με ότι αρνητικό στερεότυπο αποδίδεται στον ελληνάρα: εγωιστής, φωνακλάς, κλανιάρης, φραπέλληνας, σοβινιστής, κρατικοδίαιτος, κ.ταλ.Βλ. την ενδιαφέρουσα συζήτα στα λεξιλόγια.

1.
Ωραίος ο Τσίπρας που πιθανότατα δεν έχει πατήσει ποτέ το πόδι του στην Ακρόπολη να το παίζει τώρα πιο Έλληνας από τους άλλους. Ολοι οι υπόλοιποι είναι ανθέλληνες και προδότες και αυτός είναι ο Ελληναράς, ο πατριώτης που δεν πουλάει την Ακρόπολη. Η αναίδεια σε όλο της το μεγαλείο.

2.
Με 250 χιλιάρικα γίνεσαι Ελληναράς.

3.
Σφακιανάκης: Ο… Notis ο Ελληναράς, είναι πολιτικό ον και ψηφίζει… Χρυσή Αυγή!

  1. ελληναρ|άς <-άδες> [ɛlinaˈras] SUBST
  • ελληναράς (σοβινιστικός άνθρωπος): chauvinistischer Grieche
  • ελληναράς (με θετική σημασία): echter/richtiger Grieche
  • ελληναράς (ειρωνικά): toller Grieche

(γερμανός μεταφραστής, εδώ)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κουκουμπρέλα σημαίνει κάτι που κατασκευάστηκε λάθος, κάτι ασήμαντο, κάτι που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί ούτε χρησιμεύει σε κάτι.

Σημαίνει ο άνθρωπος που δεν μπορεί να κάνει κάτι σωστό.

  1. Τι είναι αυτός ρε, μεγάλος κουκουμπρέλας...

  2. Τι έφτιαξε πάλι; χαχα έφτιαξε μία κουκουμπρέλα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που ρουφάει μπάλες.

Κοίτα τον σακομπόλη, πάλι στο γραφείο του αφεντικού είναι και μας δίνει...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαϊδευτικό ή παρατσκούκλι του Κώστα στα αρβανίτικα.

  1. Πού είσαι ρε κόκο, που χάθηκες;

  2. Έλα ρε κόκο και σε περιμένουμε ώρα...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Νεαρός gay, αγροτοποιμενικής καταγωγής (συνων. βλαχοπουστάκι).

Μας ήρθε απ' την Άνω Τραγοπλαγιά και μας το παίζει λόρδος, το τυροπουστάκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ιδιότητα του να είναι κάποιος φλώρος, φλώρι, φλωρεντζέτουλας, φλωρεντία ή κάτι φλώρικο, ή μια πράξη φλώρικη, ή μια ομάδα ή σύνολο από φλώρους.

1. Έχουμε αράξει στο σπίτι σου μετά το σχολείο, μου βάζεις ν' ακούσω το «Turn! Turn! Turn!» των Byrds. «Τι φλωριά είναι αυτή ρε;» σου λέω. Ναι, κι όμως, είμαι τόσο βλάκας και άγουστος.

2. Η πλειοψηφία των Ελλήνων απορρίπτει το TEDx Athens. Δεν πάνε –λέει– γιατί είναι «φλωριά», «φιλελέ», «ακριβό». Ευτυχώς!

3. Και τώρα αγοράζεις το πιο φτηνό εβαπορέ, που δεν έχει κρικάκια και φλωριές, είναι για τον άντρα τον νταβραντισμένο, τον πολλά βαρύ.

Got a better definition? Add it!

Published

Ο άπλυτος, συνήθως απεχθής άνθρωπος, που τις περισσότερες φορές τυχαίνει να είναι και παχύσαρκος και άσχημος...

- Ρε συ, πώς είναι έτσι αυτός...
- Ναι ρε! Ο Αλέξανδρος είναι ντόντος, βρωμάει από χιλιόμετρα μακριά.

Ντόντος ο εξαφανισθείς (από σφυρίζων, 09/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Φαγανιάρης είναι αυτός που τρώει πολύ.

Μερικές φορές και ο λαίμαργος.

  1. Τι φαγανιάρης είναι αυτός, έφαγε 2 πιάτα μακαρόνια σερί!

  2. Πωπω τι φαγανιάρης, πάρε και καμιά ανάσα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified