Further tags

Ο μαλάκας. Τόσο απλά.

Χρησιμοποιείται με τρεις τρόπους:

  • Ως ευφημισμός. Κυρίως, αλλά όχι αποκλειστικά, όταν υπάρχουν μπροστά μικρά παιδιά. Και καλά.
  • Ως προσδιοριστικό ενός ειδικού τύπου μαλάκα-παλληκαρά, κομπορρήμονα και αφελούς. Δείγμα του κυνισμού των καιρών μας.
  • Ως επιτατικό, ειδικά στη φράση είσαι και μαλάκας, είσαι και λεβέντης.

Σχετικά λήμματα: μαλάκας, λεβέντης, λεβεντομαλάκας

  1. - Καλά, τον είδες... χωρίς φλας βγήκε... αέρα πατέρα.
    - Ναι, ναι, τον είδα... Πολύ λεβέντης, ε μπαμπά;
    - Καλέ, πού έμαθες εσύ τέτοια λόγια έξι χρονώ παιδί... πιπέρι στο στόμα θα σε βάλω...
    - Γιατί, ρε γυναίκα, τι είπε το παιδί; (ΠΡΟΣΕΧΕ, ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ, ΓΑΜΩ ΤΟΝ ΑΝΤΙΘΕΟ ΜΟΥ, ΠΟΥ ΠΑΣ ΑΠΟ ΔΕΞΙΑ;). Ε, τι είπε το παιδί, λοιπόν;

  2. Γνωστός λεβέντης... Πνευματικό τέκνο του Εφραίμ... Τι άλλο να σου πω...

  3. - Τάβγαλα τα εισιτήρια για το Μιλάνο. Όπως είπες, όλα καλά... - Για φέρε να δω... Καλά, εντάξει, είσαι και μαλάκας, είσαι και λεβέντης... Λινάτε είπα, Μαλπένσα έβγαλες... Σάββατο είπα, Κυριακή έβγαλες... Με τίποτα Αλιτάλια είπα, Αλιτάλια έβγαλες...
    - Έλα, μωρέ, δεν έγινε και τίποτα...
    - Όχι, ρε μεγάλε, τίποτα δεν έγινε... Απλώς πάμε στο χειρότερο αεροδρόμιο της Ευρώπης... ημέρα που δεν μας βολεύει... με μια εταιρεία που μέχρι τότε μπορεί και να μην υπάρχει... γαμώ τη λεβεντιά μου, δηλαδή...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Κλασσικός ελληνικός γυναικότυπος που χαρακτηρίζεται από ευθυτενές (αλλά σχετικά άκαμπτο) κορμί-λαμπάδα, μελαχρινή κόμη, παγερή και αγέρωχη ματιά και —συνήθως— αυτοκρατορική μυτόγκα.

Οι λεβεντομούνες προσπαθούν σκληρά να συμπεριφέρονται μοιραία —συνήθως σε βάρος της θηλυκότητάς τους— και σπάνια εκδηλώνουν οποιαδήποτε μορφή χιούμορ ή αυτοσαρκασμού.

- Για το πούτσο του λεβέντη, είδες ποιο λεβεντόμουνο κάθεται στο Da Capo; - Η Κουλιανού, λεβεντόνι μου! Αλί από μας τους λεβεντογαμόσαυρους που την βγάζουμε με λεβεντόμπαζα.
- Θα πάρω λεβεντοδάνειο, να λεβεντοσενιαριστώ μπας και ρίξω και εγώ καμιά λεβεντούμπα και το λεβεντοτσούτσουνό μου! Λεβεντααααϊγκλάν!!!
- Αρχίδια-λεβέντης θα γίνεις βρε λεβεντονταλάρα!

Βλέπε και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο νεαρός και ευπαρουσίαστος γεροδεμένος άνδρας, με παράστημα και χάρη. Κλασσική λέξη με αποδέκτες ανδρείους και γενναίους άνδρες. Λέξη που υιοθετήθηκε στην Ελληνική από τα τουρκικά, προέρχεται όμως από τα φαρσί [περσ. levend, ο όμορφος, ο δυνατός νέος].
Χρησιμοποιείται και ως συνώνυμο του κιμπάρη και μπεσαλή, του μεγαλόψυχου άνδρα με ιπποτική συμπεριφορά.

  1. - Έλα να δεις το γιο μου, τον θυμάσαι;
    - Μη μου πεις ότι αυτός ο λεβέντης είναι ο Κωστάκης... Το θυμάμαι τόσο δα παιδάκι, φοβισμένο και ντροπαλό. Πώς περνάνε τα χρόνια...

  2. Αυτά που ακούς για τον Κώστα είναι μαλακίες, το παιδί είναι εντάξει και πραγματικός λεβέντης, ξηγιέται σπαθί...

Ο θρυλικός Μουστάκιας της Κηφισίας, επιτομή της λεβεντιάς! (από Vrastaman, 30/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο εκτελών υπηρεσία καθαρισμού (τούρκικης) τουαλέτας στον ένδοξο ΕΣ.

Ο εκτελών με το ξύλο φονεύει τον δράκο κάτωθι του! (άντε βάλτε καμία εικόνα).

- Παντελίδη προάυλιο, Γαρατσίδη Άη Γιώργης, Χριστόφορου μαγειρεία...
-...την αδικία μου μέσα...

(από anma, 21/10/08)Αη Γιώργης Καζανιάρης! (από panos1962, 29/10/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η ικανότητα θήλεος να θέλγει τα αρσενικά σε βαθμό που να θέλουν να το... πιτσιλίσουν.

Σύνθετη λέξη εκ του πιτσιλάω και του αγγλικού ability.

Η κλίμακα κυμαίνεται από το -8 (π.χ. η κ. Λουκά) έως το +13 (σε Αντζελίνα Τζολί ένα πράμα).

- Πώς σου φαίνεται το παιδί στην γωνία;
- Ενα οκτώ στην πιτσιλισαμπίλιτυ θα το δώσω!

Δες και πιτσιλάω.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ειδική κατηγορία φραγκάτου. Όταν μιλάμε για σκαφάτο μιλάμε για ιδιοκτήτη ταχύπλοου θαλάσσιου σκάφους, αλλά συνήθως εστιάζουμε σε κάτοχο χλιδάτου ταχύπλοου θαλάσσιου σκάφους, μεγάλου μήκους. Ο σκαφάτος πολλές φορές τυγχάνει και σαλονάτος και μερσεντάτος και συναντάται στη γενιά των 700 εκατομμυρίων ευρώ.

Πολλά τα διάφορα -άτος λοιπόν, τα οποία μπορεί να αποτελούν παράλληλες διαστάσεις της προσωπικότητας ενός σκαφάτου. Χωρίς αυτό να σημαίνει βεβαίως πως είναι Κεφαλλονίτης. Επίσης, σίγουρα το βασικό του αμάξι δεν είναι Hyundai Atos, αν και μπορεί να χει και κάνα τέτοιο στη συλλογή του. Και σίγουρα ο σκαφάτος, ο οποίος δεν είναι απαραίτητο να είναι γάτος έλκει κάποιον άλλο -ατο, τον κόμματο... Η φυσική γοητεία του προσαυξάνεται κατακόρυφα από την αίγλη του χρήματος.

Πολυάσχολος λοιπόν. Αλήθεια, τι να πρωτοπρολάβει; Τη βόλτα του στο κλαμπ της Εκάλης, το απεριτίφ στο ναυτικό όμιλο, τον καφέ στο ταπεινό Κολωνάκι; Δεν μπορεί να μην πάει εκεί. Θέλει την αίγλη της Εκάλης, θέλει να κάνει τη βόλτα του στο κέντρο προβολής διασήμων, βουλευτών κ.λπ. στο Κολωνάκι και να προκαλεί τα βλέμματα των άλλων. Θέλει να κάνει εντύπωση και επιδιώκει να φωτογραφίζεται δίπλα σε υπουργούς κ.λπ. από τους παπαράτσι. Αισθάνεται παράγοντας. Θέλει να φαίνεται. Φορά τη στολή εξόδου του και προσπαθεί να κάνει τα κονέ του. Αισθάνεται πως δουλεύει. Ενώ αυτοδουλεύεται βεβαίως βεβαίως.

Σκαφάτοι υπάρχουν στον κόσμο των επιχειρήσεων, της πολιτικής, στο χώρο των media, της υψηλής ραπτικής, του ποδοσφαίρου, κ.λπ. που χρησιμοποιούν το κότερο ως εργαλείο επίδειξης για να διευρύνουν τα κονέ τους, και να υλοποιήσουν τις πολυποίκιλες δουλειές τους. Θα μπορούσαμε επίσης να προσθέσουμε πως προσφιλής του προορισμός η Μύκονος. In η Μύκονος, in κι αυτός. Αλλά τι χαρακτηρίζει το look ενός σκαφάτου;

Ενδεικτικά χαρακτηριστικά του ενδυματολογικού look του σκαφάτου φαίνονται παρακάτω:

Φορά συνήθως παπουτσάκι timberland, classic γυαλί ηλίου, λευκό παντελονάκι, μπλε σακάκι, άσπρη ή ριγέ μπλούζα κ.λπ. Πολλές φορές φορά και καπελάκι καπετάνιου και έχει και καπνίζει τσιμπούκι για να κάνει εντύπωση.

Ενίοτε διαβάζει οικονομική εφημερίδα για να το παίξει γνώστης των οικονομικών τάσεων και να αισθανθεί παράγοντας. Χαρακτηρίζεται από ύφος ν καρδιναλίων, νομίζει πως έχει πιάσει τον πάπα απ' τα αρχίδια και επιδίδεται συχνά σε πουλεμούρ.

Αυτός συνήθως σκάει στη μαρίνα με σπορτίβ εμφάνιση, περιστοιχίζεται από ένα πιπίνι που το μάζεψε το χρώμα του μαρουλιού που σέρνει πίσω του. Θεωρεί πως ανεβαίνει στην εκτίμηση της γκομενίτσας που έχει δίπλα του όταν δίνει επιδεικτικά εντολές στο προσωπικό του σκάφους τους (μούτσους, μάγειρες, κλπ). Προσπαθώντας να αυξήσει τις πιπινομετοχές του γίνεται ενίοτε και πουρέιτζερ. Από ανεπιβεβαίωτες φήμες, η συχνότητα λήψης τσιμπουκιών από νεαρές συνοδούς τους είναι συχνότερες από το φουμάρισμα του τσιμπουκιού του.

Αλλά ας δούμε δυο χαρακτηριστικούς τύπους σκαφάτου.

Ο classic σκαφάτος (σκαφάτος από τότε που βγήκαν οι λάσπες), έχει μεν την ανάγκη να επιδεικνύει το σκάφος του, γιατί αυτό ανέκαθεν αποτελούσε επέκταση της προσωπικότητας του, δεν έχει όμως την ανάγκη να επιδειχτεί στο βαθμό που το θέλει ο νεόπλουτος σκαφάτος, ο οποίος υποβοηθείται από την ύπαρξη σκάφους για να βγάλει τα κόμπλεξ του. Ο νεόπλουτος σκαφάτος θέλει να επιδεικνύεται στο μέγιστο βαθμό, για να μπορεί να ξεχωρίσει απ' την πλέμπα, από την οποία πρόσφατα έφυγε... Θεωρεί το σκάφος ως μέσο καταξίωσης και ως οδό ικανοποίησης των απωθημένων του.

Θυμόμαστε χαρακτηριστικά τον Βουτσά που στην ταινία «Κορίτσια για Φίλημα», προσπαθούσε να το παίξει πλούσιος γιατί είχε την αντίληψη πως η δύναμη του χρήματος λειτουργεί ως αιδοιοσυλλέκτης. Και δεν επένδυε τόσο στο χρήμα αυτό καθαυτό, αλλά σε μια διάσταση της αξιοποίησής του και συγκεκριμένα στην κατοχή κότερου. Και ήταν τέτοια η εμπιστοσύνη του στη δύναμη του κότερου, που τον έκανε να επαναλαμβάνει συνέχεια τη συγκεκριμένη ατάκα. Έχω κότερο... πάμε μια βόλτα;

- Πω πω πουλ μουρ ο Νώντας!
- Γιατί;
- Βλέπεις κληρονόμησε από ένα θείο του ένα ολοκαίνουργιο μεγάλο κότερο και... το παίζει σκαφάτος.

(από GATZMAN, 06/10/08)(από GATZMAN, 06/10/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η φράση μπορεί να είναι στην ενεργητική φωνή, εντούτοις το αντικείμενο της πρότασης (κώλος), μέσω του οποίου συμμετέχει το υποκείμενο της πρότασης στη σεξουαλική πράξη, παραπέμπει σε παθητική σεξουαλική συμπεριφορά. Γι' αυτό, λέγοντας τη φράση, είναι σα να λέμε: Αυτός γαμιέται. Δεν το λέμε όμως ξεκάθαρα, αλλά το πάμε μέσω Λαμίας, ώστε μέσω της σταδιακής ανατροπής της σημασίας του μηνύματος (από γαμάει... σε γαμιέται), να ειρωνευτούμε τον «γαμιά».

Κατά την ευρύτερη έννοια ο όρος παραπέμπει ειρωνικά σε κάποιον που δεν έχει πυγμή και λειτουργεί παθητικά σε κάποια διχογνωμία, σε κάποιον τσαμπουκά αφήνοντας τους άλλους να του επιβάλουν τη γνώμη τους, να τον σπάσουν στο ξύλο, κλπ...

Θα μπορούσε βεβαίως να παραπέμπει και σε κάποιον που ενώ λέει πως θα γαμήσει και θα δείρει, εντούτοις μόλις έρθει η ώρα να δείξει το ανάστημα του κιοτεύει, κλάνει μέντες, τις τρώει κλπ, και γενικότερα αποδεικνύεται κουραδόμαγκας.

Θα μπορούσαμε επίσης να αναφερθούμε σε αρχηγούς πολιτικών κομμάτων που ενώ πριν τις εκλογές είναι σίγουροι για τη μεγαλειώδη νίκη τους, μετά την πανωλεθρία τους στις εκλογές, λουφάζουν στη γωνιά τους.

  1. Δύο φίλοι βλέπουν μια συνάμενη και κουνάμενη αδερφάρα και σχολιάζουν το γεγονός:
    - Κοίτα ρε και όμως κι αυτή γαμάει....
    - Γαμάει;
    - Γαμάει με τον κώλο ρε... χα... χα... χα.
    - Χα... χα... χα.

  2. Πέτρος: Βλέπω καλά;Ο Μάρκος δε μας έλεγε πριν λίγο πως θα λιώσει στον ξύλο τον Γιάννη; Απ' ότι βλέπω ο Γιάννης τον έχει πλακώσει στις ανάστροφες από τα πρώτα λεπτά.
    Κώστας: Έτσι κάνει ο Μάρκος πάντα. Κάνει τον νταή, λέει πως θα γαμήσει τον άλλον, αλλά στην πράξη τον γαμάει με τον κώλο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός από γιαγιά για δριμύτατους χασικλήδες, όπου τα μάτια τους σχεδόν στάζουν αίμα και τα ρούχα έχουν ποτίσει πλέον χορτίλα.

-Πέτυχα χθες Μαριγώ μ' το Κωστάκη της Τασούλας και σαν διάολος ήταν... Τα μάτια του κατακόκκινα και κλειστά και βρώμαγε λιβάνι από μακριά... Άπαπα αυτό το παιδί...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόδα που μεσουρανούσε στα 80's και επανήλθε στα μέσα των 00's, εμπνευσμένη από την αρχαία φυλή των Χετταίων. Πρόκειται για κόμμωση όπου τα πάνω και μπροστά είναι κουρεμένα και τα πίσω χαίτη αφημένη, είτε ανέμελη είτε ισιωμένη με πιστολάκι. Παλιά ήταν γνωστό ως mullet αλλά άλλαξε χαρακτήρα κάπως στα 00's όταν άρχισε να είναι τσουλούφια ισιωμένα και βαμμένα με ανταύγειες...

-

Λέξεις για τη χαίτη: (μαλλί-)λασπωτήρας, μάλετ, μουλέτι, χαιτικό

Σε άλλες γλώσσες: mullet (αγγλικά), nuque longue (γαλλικά), Vokuhila (γερμανικά), svenskerhår (δανέζικα), czeski piłkarz (πολωνικά), hockeyfrilla (σουηδικά), takatukka (φινλανδικά)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το φαινόμενο που ένας κωλόφαρδος κάνει μια ζημιά, αλλά τελικά γλυτώνει από ένα μεγαλύτερο κακό.

Οι πιο παλιοί και οι χλεχλέδες το λένε «τυχερός μέσα στην ατυχία του».

- Ρε συ, ο Κώστας κόλλησε ίο στο μσν. Άμα σου στείλει ένα λινκ μη το πατήσεις. Εκτελεί κάτι περίεργες εντολές Τζάβα και θα κολήσεις κι εσύ. Εγώ δεν το ήξερα και το πάτησα!
- Έλα ρε... και σου γαμήθηκε ο κομπιούτορας από τον ιό;
- Θυμάσαι που σού λεγα ότι μου κολλούσε η Τζάβα;
- Ναι, και τι έχει να κάνει;
- Ε, χτες την είχα απεγκαταστήσει και ο ιός δεν κατάφερε να τρέξει!!
- Τη γλίτωσες γκαντεμοτυχερέ!!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified