Further tags

Αλλιώς ο ταλιμπάν, δηλαδή ο φανατικός με κάτι, ο,τιδήποτε κι αν είναι αυτό, ο ζντουπ, ο απόλυτος, ο φανατίκλας. Για τους πραγματικούς μουτζαχεντίν δες Βικούλα.

(Ινσέψιο: Ο μουτζαχεντίν της ορθολεξίας/ ορθογραφίας θα παρατηρούσε ότι το μουτζαχεντίν στα αραβικά είναι πληθυντικός και ότι ο σωστός ενικός είναι μουτζαχίντ).

Πάσα: Ν. Σαραντάκος.

1. Αυτό που οι μουτζαχεντίν της «ελευθερης» αγοράς ζητάνε πάντα το Δημόσιο να τους ξελασπώσει...

2. ΣΥΡΙΖΑ ante portas: Μπορεί ο Α.Τσίπρας να ελέγξει τους «μουτζαχεντίν» των συνιστωσών;

3. Τσίπρας: Η Κυβέρνηση των νεοφιλελεύθερων Μουτζαχεντίν ξεπουλά τη χώρα

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ηλικιωμένος γεροξούρας που παραμένει ικανός μπήχτης και γαμίκουλας, οπότε παρά τα χρονάκια του όταν είσαι κοντά του πρέπει να πηγαίνεις τοίχο-τοίχο. Συχνά αναπολεί πόσο γαμούσε ακόμη καλύτερα στα νιάτα του και δίνει συμβουλές από τις πλούσιες εμπειρίες του στους φλωράκουλες νεώτερους. Στην περίπτωση που είναι και εκνευριστικός γεροξούρας σκατόγερος, που γκρινιάζει για τα πάντα προκαλεί εντύπωση πώς έχει παράλληλα τόση επιτυχία στις γυναίκες. Αρχέτυπο του τελευταίου ο ήρωας Μαθουσαλίξ στα κόμιξ με τον Αστερίξ.

  1. Ο γερομπήχτης είμαι εγώ
    και πήδαγα αβέρτα
    είχα κεφάλι σαν αυγό
    κι ήμουν σκληρός σαν πέτρα. [...]

Το πέος με ανατροφή
-άκου το γερομπήχτη-
αν δε φορέσει το σκουφί
δε βγαίνει για ξενύχτι.
(Ο γερο-μπήχτης στιχώνει εδώ για καλό σκοπό).

  1. Δίπλα μας καθόταν ο παππούς ο Παναγιώτης, ο επιλεγόμενος και Γερομπήχτης, που παρακoλοθούσε με μεγάλη προσοχή, αυτά που λέγαμε. - « Παιδιά μπορώ να καθίσω στο τραπέζι σας; Μ'ενδιαφέρουν πολύ αυτά που λέτε.» - « Ευχαρίστως. Σε κερνάμε κι'ένα τσιπουράκι.» [...]
    - « Στην αρχή καταράστηκα την τύχη μου, αλλά μετά το είδα αλλιώς. Πέταξα από την κεφάλα μου, ούλες τις κακές ιδέες, και λευτερώθηκα. Τόριξα στο σορολόπ, άρχισα να πίνω το τσιπουράκι μου, να τραγουδάω, να χορεύω, να τραβάω και καμιά μαλακία το βράδυ, και γίνομαι περδίκι! Είπα μέσα μου: Ρε Γερομπήχτη, πάτησες τα 85. Πόσο μωρέ θα ζήσεις; Κάποτε θα πεθάνεις. Ε! καλλίτερα να ποθάνεις σπίτι σου κι'ευτυχισμένος, παρά στο νοσοκομείο και δυστυχισμένος.» (εδώ)

3. αυτη την στιγμη ο γερομπηχτης ειναι εν διασταση επουδενι χωρισμενος..

Got a better definition? Add it!

Published

Ο μόνος εγκυρος ορισμός είναι ο παρακάτω για τον οποίο παρατίθεται και ντοκουμέντο(1998):

Swag ή s.w.a.g. είναι το αρκτικόλεξο της φράσης SEX WEED ALCHOL GRAFFITI χρησιμοποιούμενο κατά κόρον απο ράπερς και γκραφιτάδες τη δεκαετία του 90, αντιπροσωπεύοντας τη νοοτροπία της κουλτούρας του δρόμου. Γενικότερα λέγοντας ''ο τάδε έχει το SWAG'' σημαίνει ότι ο τάδε έχει αέρα / στυλ / είναι άνετος.

Δημοφιλείς αλλά λανθασμένοι ορισμοί οι εξής: something we all get, sex weed alcohol girls, secretely we are gay.

Ντοκουμέντο 1998.

Εν έτει 2013 το SWAG έχει μάλλον αρνητική έννοια αφού αντιπροσωπεύει την κουλτούρα του κλαρινογαμπρού.

Παράγωγο του SWAG είναι η σουαγκίλα.

Κοίτα πως έσκασε ο τρελός στο παρτυ: γυαλί ηλίου, jordans, lakers μπουφάν και γυαλιστερό snapback. Τίγκα SWAG!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο γνήσια (ή γουαναμπή) έχων και κατέχων που μονίμως φέρει στο στόμα ευμέγεθες πούρο εν είδει φερετζέ πλούτου και εξουσίας.

Σε αντίθεση με τον πουρόκαυλο πουροφίλ, ο πουράτος δεν είναι γευσιγνώστης αλλά ούτε καν πραγματικός λάτρης του πούρου. Η ραιζόν ντ' έτρ του τυπικού πουράτου είναι να πουλήσει μούρη κραδαίνοντας άκομψα το πιο ακριβό φουσέκι που μπορεί, κατά πεοτίμηση τ. Cohibas. Αντιθέτως, ο πουροφίλ θα επιλέξει με υπερβάλλουσα επιμέλεια το κατάλληλο χώρο και το κατάλληλο συνοδευτικό ποτό για να καπνίσει και θα σπασαρχιδίσει για μείζονα (κατ αυτόν) θέματα όπως την χρονολογία, το χωράφι προέλευσης και την υγρασία του πούρου. Πριν το ανάψει, θα συμβουλευτεί την ΕΜΥ και το μανόμετρό του για την κατεύθυνση του ανέμου, καθώς ο νοτιάς δεν επιτρέπει το απαραίτητο στέγνωμα του πούρου όταν αυτό βγει από τον υγραντήρα.

Ωσεκτουτού και εν κατακαυλείδι, ο χαρακτηρισμός πουράτος συνήθως προσάπτεται με ειρωνική και χλευαστική διάθεση σε νεόπλουτα σούργελα, επιχειρηματικούς ή / και ποδοσφαιρικούς παράγοντες και άλλα λαμόγια. Εμβληματικοί νεοέλληνες πουράτοι είναι ο Big Mac και η Γιάννα. Ο πιο τελειωμένος πουράτος που γνώρισα υπήρξε γνωστός χρηματιστής (συνώνυμος με το Επίτιμο) ο οποίος στα ενενήνταζ κυκλοφορούσε στα ελληνάδικα συνοδεία μπράβου που έφερε ένα τεράστιο υγραντήρα με πούρα τα οποία μοίραζε urbi et orbi. Winston Churchill και Fidel Castro; καμία σχέση!!!

Εκ του πούρου και του γαμοσλανγκοτέτοιου -άτος (< Λατινικού -atus) που παραπέμπει σε πλούτο και εξουσία (π.χ. βλ. σκαφάτος, τζιπάτος, γκλαμουράτος).

Από το δουπού: Khan.

1.
Ο άντρας ο σωστός ο πουράτος, είτε καταστρέφει τράπεζες κ χώρες με στήριξη Μπένυ,είτε χρωστάει στο δημόσιο κ παίρνει ΟΠΑΠ με στήριξη Σαμαρά

2.
Ο «πουράτος» πρώην υπουργός Αλέκος Κοντός. Φέσι αξίας περίπου 5.000 ευρώ άφησε στο υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης ο Αλέκος Κοντός, σύμφωνα με την εφημερίδα «Έθνος», καθώς παρήγγειλε εκατοντάδες πακέτα πούρων (!) πριν από περίπου δύο χρόνια, χωρίς, ωστόσο, να πληρώσει την οφειλή του.

3.
Big Μακ aka Μάκαρος aka Πουράτος aka πολύ γέλιο λέμε

4.
Απο χθές το βράδυ στο club των «πουράτων» Προέδρων των ομάδων της Γ” Εθνικής που είναι ο Μελισσανίδης, προστέθηκε και ένα νέο μέλος.

5.
ο Αλαφούζος και οι κακοί πουράτοι καταστροφείς της όμαδας πρότυπου της προ πολυμετοχικότητας εποχής

6.
Ολοι αυτοί οι πουράτοι τι θέλουν να δείξουν δηλαδή, τον πλούτο τους, τη μαγκιά τους ; Να σας πω εγώ τι θέλουν να δείξουν: τον κακό τους το φλάρο θέλον να δείξουν και τίποτα άλλο, οι επιδερμικοί τύποι.-

(από σφυρίζων, 19/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτή που έχει ψυχή πουτάνας, λ.χ. ζητιάνα της πούτσας, προδότρα, άτιμη, μπαμπέσα, αφερέγγυα, θέλει τα λεφτά ακόμη και εις βάρος της ψυχικής επικενωνίας κ.τ.ό., ακόμη κι αν δεν είναι τυπικώς πόρνη ή πορνίδιο. Γιατί υπάρχει ένα μόνο πράγμα χειρότερο από την πουτάνα κι αυτό είναι η πουτανόψυχη. Κατά συνέπεια αποτελεί βαριά προσβόλα κατάλληλη για βρις-οφ, μια βρισιά πολύ χειρότερο από το απλό πουτάνα, καθώς θίγει τον ίδιο τον πυρήνα της προσωπικότητας του υβριζομένου. Από ό,τι φαίνεται μάλλον unisex βρισιά. Caveat: Να μη συγχέεται με το αντίστροφο ψυχοπουτάνα, που έχει θετικό πρόσημο.

  1. ΑΣΕ ΠΟΥ ΦΑΙΝΕΤΑΙ ΠΟΥΤΑΝΟΨΥΧΗ. (Σχόλιο στην είδηση «Θεϊκή Ιταλίδα δημοσιογράφος μαχαίρωσε τον σύντροφό της» εδώ)

2.- ρε μαλακα... δε μπορω να καταλαβω γτ με λεει πουτανοψυχη... μεχρι πριν απο καποιες μερες νομιζα πραγματικα οτι βριζομασταν στο χαβαλε... δεν ειχα ποτε θεμα μαζι του...αλλα διαπιστωσα οτι γ καποιο λογο με βριζει στα αληθεια.. κ θα ηθελα να τον ξερω,... γτ περα απο την πλακα αν ειπα ποτε κατι που τον εθιξε να «απολογηθω..»
- και εγω χαβαλε κανω.ανυπομονω να ερθει η ωρα και η στιγμη να σε γαμησω. φιλακια μωρο μου ξερεις εσυ....
- βρε κοπελα μου γλυκια αφου το πες και μονη σου Ολες μας ειμαστε πουτανες no matter what και απο που κι ως που θηγεσαι απ τα λογια καποιου που δεν σε ξερει; (Από βρις-οφ και σχολιασμό του σε μπουρδελοφόρουμ).

  1. ΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ ΚΑΙ ΠΟΥΤΑΝΕΣ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΤΙΣ ΑΓΑΠΑΜΕ ΑΛΛΑ ΕΣΥ ΠΟΥΤΑΝΟΨΥΧΗ ΞΕΠΕΡΑΣΕΣ ΚΑΘΕ ΟΡΙΟ ΣΥΡΙΖΙΦΑΣΙΣΤΑΚΙ ΑΡΙΣΤΕΡΗΣ ΥΠΟ ΚΟΥΛΤΟΥΡΑΣ ΘΑ ΣΕ ΣΚΙΣΩ ΟΠΟΥ ΣΕ ΠΕΤΥΧΩ!!!! ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΟΦΑΓΟΣ ΜΙΛΑΕΙ ΚΑΙ ΤΟ ΛΟΓΟ ΤΟΥ ΚΡΑΤΑΕΙ!!!!!ΘΑ ΣΕ ΒΡΩ!!! (Εχθροπαθής λόγος από σχόλιο στο Ksipnistere).

  2. ΚΑΙ ΜΗΝ ΞΑΝΑΘΙΞΗΣ ΠΟΤΕ ΤΑ ΙΕΡΑ ΚΑΙ ΟΣΙΑ ΜΟΥ ΠΟΥΤΑΝΟΨΥΧΗ ΜΑΣΩΝΑ ΣΚΑΤΟΓΡΙΑ. (Από μπλογκ ενάντια στη Νέα Τάξη Πραγμάτων).

Got a better definition? Add it!

Published

Ο ανάλγητος που δεν έχει καθόλου τσίπρα πάνω του, ήτοι δεν έχει καμία ευαισθησία σε κοινωνικά θέματα κ.τ.ό., αλλά επιδεικνύει παραδειγματική σκληρότητα. Ειδικά ως ξετσίπρωτη μπορεί να χαρακτηριστεί η δαπογκόμενα ή νεοφιλελούδω, που συνδυάζει αποκαλυπτικές φωτογραφίες της στα κοινωνικά μέσα δικτύωσης/σάιτ/περιοδικά με επιδεικτική αναλγησία σε κοινωνικά θέματα και προβοκατόρικες είτε ακροδεξιές είτε νεοφιλελέ δηλώσεις/ απόψεις, επιδιώκοντας με αμφότερα και τα δύο να ανάψει τους θαυμαστές της. Το λολοπαίγνιο πάντως χρησιμοποιείται και για τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα ή άλλους Συριζαίους, όταν θεωρείται ότι επιδεικνύουν έλλειψη τσίπας.

1. Η ξετσίπρωτη... Μπράβο, μπράβο…Ατζαμήδες όπως πάντα αδέλφια μου, τα κάναμε μούτι και στις εκλογές. Σαν το ανέκδοτο με το Χίτλερ, που μπαίνει στο στρατόπεδο κρατουμένων και λέει «γουρούνια, σήμερα θα αλλάξετε σώβρακο» αλλά πριν προλάβουν να χαρούν, συμπληρώνει «εσύ μ΄αυτόν, εσύ μ’ αυτόν κι εσύ με κείνον…». Έτσι κι εμείς, με βρώμικα σώβρακα μείναμε πάλι, απλώς τα ανταλλάξαμε μεταξύ μας, τη... μοναδική αίσθηση καινούριου. [...]
Περιμένουμε τον Τσίπρα να αποφασίσει με ποιους θα συνεργαστεί για να μας σώσει. Αλήθεια, έχει δουλέψει ποτέ ο Τσίπρας στη ζωή του; Τώρα ξαφνικά μου ήρθε αυτή η σκέψη. Ξέρει κανείς αν έχει κάνα ένσημο; Έβρισε ποτέ από μέσα του αφεντικό, πληρώθηκε το βασικό ποτέ τέλος του μήνα; Οι έρευνες λένε ότι έχει ένα ένσημο κορνίζα στο γραφείο κι αυτό όχι δικό του. [...]
Αλλά η γνώση είναι ξετσίπρωτη, όλο γυρνάει την πλάτη της κι όλο την παίρνουμε από πίσω.

2. Σημερα θα ασχοληθω με αυτή την ξετσιπωτη (η καλυτερα ξεΤσιπρωτη χαχα…) την κ. Ρεπουση η οποια θελει λεει...

  1. -Πω πω πω ρε παιδιά αυτός ο Σαμαράς.... Δεν έχει Τσίπρα πάνω του..
    -Ναι, ντροπή του ο ξετσίπρωτος. (Από το Φέισμπουκ).

4. Ρε συ Λάκη, με τέτοιο προμοτάρισμα γιατί δεν μπαίνεις και στο κόμμα να τους βοηθήσεις καλύτερα; ξεΤΣΙΠΡωτος.

Οι ξετσίπρωτες τοποθετήσεις της μοντέλας Έλλης Παπαγγελή για τα Δεκεμβριανά (από Khan, 18/01/15)Ξετσίπρωτο ποστ για το Πολυτεχνείο που έκανε τον γύρο του Διαδικτύου. (από Khan, 18/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published

Ποιος είναι ετυμολογικώς ο γεροξούρας;

Βρίσκονται δύο εκδοχές στο ιντερνέτι:

α) Εκ του ἔξωρος < ἐκἔξω) + ὥρα, δηλαδή ο παράκαιρος, αυτός που είναι έξω από την ώρα του. Θυμίζουμε ότι στα αρχαία ελληνικά ο ωραίος είναι αυτός που είναι στην ώρα του, δηλαδή ο νέος, αυτός που είναι στην ώρα της ακμής, της θαλερότητας και του φυσικού του κάλλους, ή εν πάση περιπτώσει οποιοσδήποτε κάνει κάτι στην ώρα που πρέπει και όχι σε λάθος ώρα. Οπότε ο ἔξωρος είναι ακριβώς αυτός που κάνει κάτι σε λάθος ώρα. Ο γεροξούρας, λοιπόν, είναι, κατ' αυτήν την εκδοχή, αυτός που κάνει πράγματα που δεν ταιριάζουν στην ηλικία του, λ.χ. νεάζει, θέλει γεροντοκαψούρες, είναι γεροντότεκνο, γεροντομαλλιάς πουρόκερ κ.ο.κ. Η εκδοχή αυτή μοιάζει με πορτοκαλισμό, πάντως την βρίσκω εδώ, όπου ο γεροξούρας συσχετίζεται με το ρήμα εξωραΐζω, καθώς και στη Βικούλα και τη Livepedia.

β) Από την ξούρα, δηλαδή το ξύρισμα. Επειδή και καλά παλιότερα ξυρίζονταν οι νέοι, ενώ οι πρεσβύτεροι άφηναν γένια για να τους προσδίδουν κύρος, οπότε ο γεροξούρας είναι ο γέρος που προσπαθεί να νεάσει με το να ξυρίζεται χάνοντας όμως το κύρος του (δες ρεμπέτικο γλωσσάρι).

Δεν ξέρω τι συνέβη, αν είναι σωστή η πρώτη εκδοχή στην οποία ήρθε να προστεθεί η δεύτερη παρετυμολογικά από την ξούρα, ή αν η πρώτη είναι πορτοκαλισμός. Σε κάθε περίπτωση, η αρχική σημασία φαίνεται να είναι ο νεάζων και κομψευόμενος γέρος, το γεροντότεκνο που μπορεί να είναι και γεροντοκαψούρης. Σήμερα έχει πάντως αποκτήσει, όπως δείχνει και ο άλλος ορισμός, τη σημασία του τσαντίλα γέρου, του γεροπαράξενου, του σκατόγερου, του φλύαρου, κουτσομπόλη γέρου, του γέρου που αναπολεί τα περασμένα μεγαλεία και βρίζει την εποχή του. Δες και παραδείγματα για γλαφυρές περιγραφές.

Πάσα (Δ.Π.): Galadriel.

  1. Ορισμός του Mikeius εδώ: Γεροξούρας
    Ο κλασικός. Η πιο ευδιάκριτη από τις συνομοταξίες γέρων, ο γεροξούρας είναι ο τυπικός ημι-σαλεμένος στριμμένος καργιόλης γέρος! Συνήθως δούλευε ως αγρότης, ψαράς ή οινοπαραγωγός μικρού διαμετρήματος σε χωριά και ως χτίστης, ηλεκτρολόγος ή θυρωρός στην πόλη. Πλέον απαντάται στη βεράντα του, καθισμένος σε άσπρη πλαστική καρέκλα γύφτου ή σε δυο ψάθινες καρέκλες ταβέρνας (κώλος-πόδια). Η βεράντα βρίσκεται σε κομβικό σημείο του χωριού και καλύπτεται από πυκνή βλάστηση, η οποία προέρχεται από τα 2 εκατομμύρια γλάστρες με βασιλικό και κάρδαμο, καθώς κι από την κρεβατίνα από κληματαριά. Η βλάστηση είναι απαραίτητη για την κατασκοπευτική ζωή του γεροξούρα και δρα τόσο σαν καμουφλάζ, όσο και σαν σκοπό ζωής, καθώς αντικαθιστά τα παιδιά που δεν είχε ποτέ. Οπλισμένος μονίμως με μια μυγοσκοτώστρα, ο γεροξούρας γκρινιάζει επί παντός επιστητού. [...] Ο γεροξούρας έχει την τάση να χώνει τη μύτη του παντού. Θα κάνει παρατήρηση στα «κωλόπαιδα» να «φύγουν απ' το χωράφι» ακόμα κι αν το χωράφι δεν είναι δικό του.
    Ρουχισμός: Άσπρο τιραντέ φανελάκι μάρκας Palco ή από κάποια ελληνική βιομηχανία στην Καστοριά που έχει κατεβάσει ρολά, κουραδί υφασμάτινο παντελόνι που φτάνει μέχρι το στήθος με το φανελάκι από μέσα, δερμάτινη μαύρη ζώνη και από κάτω πλαστική καφέ παντόφλα «Πανερόπουλος» του χωραφιού. Κουπ: βασιλόφρονη γλιτσο-χωρίστρα, την οποία φροντίζει με την τσατσάρα που μονίμως βρίσκεται δίπλα στη μυγοσκοτώστρα.
    Αγαπημένες ατάκες: «Ουστ!», «Ασσστεεεάααλο» καθώς και οποιαδήποτε παρατήρηση περιλαμβάνει τη λέξη «εκεί»: «Εσύ εκεί!», «Φύγε από κει!», «Τι κάνεις εκεί;», «Άμα έρθω από κει....».
    Χαρακτηριστικό πρώην επάγγελμα: Σχολικός επιστάτης.
    Πώς θα τον εντοπίσετε: Δε χρειάζεται. Θα σας εντοπίσει αυτός. Απλά κάντε ότι πετάτε μια πέτρα σε ένα τζάμι. Ακόμα κι αν βρίσκεστε στην έρημο Γκόμπι και είστε βέβαιοι ότι δε σας βλέπει κανείς, τσουπ! Σε ντε τε ο γεροξούρας θα πεταχτεί απ' το πουθενά φωνάζοντας: «Ε! Τι κανείς εκεί;;;». Στο χωριό, σε περίπτωση που λείπει απ' τη βεράντα, μην πάτε στο καφενείο. Ελέγξτε για μια σκιώδη φιγούρα πίσω από τις κουρτίνες του παραθύρου που βρίσκεται διπλά στην εξώπορτα: είναι ο γεροξούρας σε stealth mode. Στην πόλη, είναι αυτός που θα ποδοπατήσει την έγκυο γυναίκα, τον ακρωτηριασμένο τυφλό και την 90αχρονη καλόγρια για να προλάβει την άδεια θέση στο λεωφορείο.
    Υποδείγματα γεροξούρα: Ευάγγελος Γιαννόπουλος, Μαθουσαλίξ, Αλέξης Κούγιας (ανερχόμενο μέλος).

2. Ο Ραλφ Γουόλντο Εμερσον είχε κάποτε γράψει ότι «κάθε ήρωας καταντά στο τέλος ένας γεροξούρας». Ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ τον διαψεύδει απολύτως.

3. Ο Ψαθάς, πίστευε ότι και οι Beatles και οι Rolling Stones , ήταν άπλυτοι και ψειριάρηδες. Εκτόξευε μάλιστα τόσο συχνά, εναντίον κάθε τι νεανικού, τη λάσπη του, ώστε να καταγραφεί στην ιστορία, σαν ο κομπλεξικός γεροξούρας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο τύπος του γυναικωτού, μαλθακού, μυγιάγγιχτου, φοβιτσιάρη και γενικώς υποτιμημένο!!!

- Με πήρε τηλέφωνο και τελευταία στιγμή με ακύρωσε...
- Αφού είναι γυναικοθαλής μωρέ...

Τι να τον πάρουμε μαζί μας τον γυναικοθαλή ρε... Ούτε πίνει, ούτε καπνίζει, δεν τα μπορεί αυτά, είναι μη μου άπτου το παιδί!!!

Κοίτα τον γυναικοθαλή, ντρέπεται να πει ότι είναι άντρας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολλοιτισμός, με πι κεφαλαίο, είναι η κουλτούρα των Πολλών, της μάζας, της πλέμπας, της σούπας. Είναι κάτι το ευμετάβλητο, καθώς μετά από λίγα χρόνια το μέινστριμ του σήμερα μπορεί να έχει ξεχαστεί ή να θεωρείται γελοίο - λογικό αφού μιλάμε για ένα διαρκώς ανανεούμενο 90% του λαού.

Αξίζει να αναφερθεί ότι τον Πολλοιτισμό δεν τον ασπάζονται αυτοί που τον ασπάζονται επειδή συμφωνούν μαζί του ούτε επειδή τους αρέσει. Αυτό συμβαίνει μόνο στο 50%. Στο άλλο 50% μιλά ο φόβος της απόρριψης από το Κοπάδι - είναι γνωστό ότι η παρέκκλιση από την πεπατημένη επισύρει βαρύτατες ποινές και μόνιμη κοινωνική απόρριψη. Τέλος, υπάρχει κι άλλο ένα 50% ατόμων χωρίς προσωπικότητα - το γνωστό δίπτυχο δουλειά και γυμναστήριο - που τον ασπάζονται ώστε να κρύψουν τη ρομποτική υπόστασή τους. Κι επειδή μιλάμε για τους Πολλούς, ο κανόνας είναι πως το καταφέρνουν.

Άρα ο Πολλοιτισμός είναι η κυρίαρχη κουλτούρα όπως αυτή προκύπτει από την επιθυμία των ατόμων για συμμόρφωση και ομοιομορφία, δίχως να παρεμβάλλονται η κρίση, η αισθητική και οι επιθυμίες τους. Που άλλωστε ίσως δεν υπήρξαν ποτέ ή ήταν ατροφικές.

Ε, μια στο τόσο πρέπει να πας και στο κλαμπάκι.

(Κουβέντα μεταλά γνωστού μου. Επίδειξη Πολλοιτισμού: δεν έχει σημασία ποια είναι η ταυτότητά σου, αλλά το να αποδεικνύεις τακτικά στους Πολλούς πως τους ανήκεις.)

Πολλοιτισμός: Ε, μια στο τόσο θα πας και στον Τσαλίκη. Θα χαλάσεις την παρέα; Μην είσαι μίζερη, ξεκόλλα και λίγο απ\' τον Αλκίνοο. (από Dr. Steve Brule, 12/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση που χρησιμοποιείτε όταν κάποιος αλλάζει άρδην τις απόψεις του για ορισμένο θέμα, ή μετακινείται σε κάτι (εργασία, πόλη, αθλητικό σύλλογο, πολιτικό κόμμα) που παλιότερα κατέκρινε έντονα.

Τον έβριζε, και μόλις του πρόσφερε δουλειά, έτρεξε πρώτος.Τρώει εκεί που έφτυνε.

Την μια έκανε εμπρηστικές δηλώσεις, αλλά όταν τον ζήτησαν για μεταγραφή, αμέσως δέχθηκε. Εκεί που κάποτε έφτυνε τρώει.

Ο Χάρυ Κλυν το 1983,τώρα υπερασπίζετε αυτούς που κατηγορούσε (από freak_bros666_SA, 09/01/15)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified