Further tags

Τουρκικής προελεύσεως λέξη, συνώνυμη του ηλιθίου ή βραδύνοος ανθρώπου. Συναντάται και στο θηλυκό, ως αχμάκω. Κοινός όρος στη βόρεια Ελλάδα.

Καλό παιδί ο Γιάννης, αλλά λίγο αχμάκης ρε παιδί μου, συμφωνείς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Άτομο γένους θηλυκού, το οποίο εμφανίζει έντονη σεξουαλική δραστηριότητα, στο σημείο που να στραγγίζει τους ανδρικούς όρχεις από σπέρμα.

Η Ματούλα είναι μεγάλη στραγγαρχίδω, πρέπει να έχει πάρει όλο το στρατόπεδο, δεν τη σταματάει τίποτα!

Got a better definition? Add it!

Published

Ο/η κακομοίρης /-α, χρησιμοποιείται για να τονίσει την δραματική κατάσταση ανθρώπου. Προκύπτει από τον ελεύθερο συνδυασμό των κλασμένο μαρούλι, σαν και κλασμένος από τον θεό.

Κοίτα ρε τον κακομοίρη... σαν κλασμένο από τον θεό μαρούλι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πιπίνι των Βορείων Προαστίων .

Άντε πάμε Κηφισιά να χορτάσουμε βιπίνια!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο κιμπάρης, ο άντρας που γουστάρει να απολαμβάνει το καλό φαγητό,τα ωραία ξίδια, τις ωραίες γκόμενες. Αυτός που ξέρει να ζει.

Επίσης είναι και αυτός που καυλαντίζει (βλ. καυλαντίζω).

- Λοιπόν, παίδες πήρα επιτέλους την προαγωγή που περίμενα. Πάμε το βραδάκι για κάνα τσίπουρο και μετά σε κάνα στριπτητζάδικο; Κερνάω!
- Να μου ζήσεις ρε καυλάντη! Πάμε να γουστάρουμε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα φαινόμενα απατούν. Το περιτύλιγμα, το σασί δεν δείχνει το ερωτικό καθαρόαιμο άτι και την τεράστιας ορμής ερωτική τίγρη, που κρύβει μέσα του. Η βιτρίνα δηλαδή λειτουργεί δυσφημιστικά, ωστόσο η έκπληξη έρχεται μετά. Ο τύπος είναι τίγκα στις κλινικές αρετές. Σπάει κάθε λιμπιντόμετρο. Λάβα το σπέρμα του.
Ωστόσο η ατάκα αυτή μπορεί να λεχθεί και με ειρωνικό τρόπο. Υποδηλώνεται τότε πως κάποιος που είναι ατάλαντος και γραφικός σε έναν τομέα θα μπορούσε να είναι δυναμίτης στον ερωτικό τομέα. Αυτή η μορφή της χρήσης της συγκεκριμένης ατάκας έχει ειπωθεί και ως κοροϊδευτικό πολιτικό σύνθημα από παρέα πλακατζήδων για κάποιον γνωστό πολιτικό, πριν αρκετά χρόνια, κάτω από την εξέδρα όπου μιλούσε. Μισή ώρα πριν την επίσημη έναρξη του λόγου του, το κοινό του ήταν ελάχιστο, τα αυτοκίνητα διέρχονταν κανονικά κάτω από το μπαλκόνι του ομιλούντος, ωστόσο για λόγους μπούγιου οι δικοί του άφησαν τους πλακατζήδες να περιφέρονται ανάμεσά τους. Σε λίγο ξέσπασε το γέλιο της αρκούδας.

- Καλά τι κάνει η Μαρία, 2 μέτρα καλλίγραμμη κοπελάρα με αρκετό μαϊντανό στις τράπεζες και με τόσα ακίνητα, με αυτόν τον κακομούτσουνο, κοντό, χλέμπουρα, που δεν έχει στον ήλιο μοίρα;
- Απ' ό,τι ψιθυρίζεται ο τύπος είναι μικρός στο μάτι, μεγάλος στο κρεββάτι.

Στο κρεββάτι μέγκαφλιξ. Στο μάτι μέγκαφαξ. (από Galadriel, 25/02/09)Ο πολιτικός του ορισμού (από GATZMAN, 29/04/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γκόμενα η οποία δεν είναι απαραίτητα μεγάλης ηλικίας, αλλά είναι ύπουλη και δολοπλόκα.

- Είδες τι τον έχει κάνει τον Νικολάκη η Σουλτάνα; Κεφάλι δεν μπορεί να σηκώσει ο καημένος.
- Είναι αυτή μια σκοταδόγρια, απαπαπαπα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πρόσωπο που εμφανίζει τις μικρότερες πιθανότητες επιτυχίας, αντιήρωας, αουτσάιντερ. Μόνιμο θύμα αδικίας ή καταδίωξης, συχνά εκ πεποιθήσεως.

Εκ του Αγγλικού underdog.

- Τι ομάδα είσαι;
- Αεκάκι, φίλε μου!
- Καλώς το υπόσκυλο!

(Υπο)σκυλίσια ζωή! (από Vrastaman, 25/08/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η πολύ ανωμαλιάρα γκόμενα. Από την ομώνυμη σταρ του ιταλικού πορνό που όσοι έχουν δει ξέρουν τι εννοώ.

Εδώ δεν χρειάζεται παράδειγμα. Πρέπει να δεις για να καταλάβεις.

Jeff Koons και Τσιτσιολίνα, έργο τέχνης του πρώτου. (από Khan, 21/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τριπολιτσιώτικη λέξη: κυριολεκτική σημασία: είδος πτηνού
Μεταφορικά: άσχημη γυναίκα ή κάποιος που δεν κάνει σωστά τίποτα.

- Κοίτα πως στρινιάζει την μούρη της.
- Καλα, η γκόμενα είναι πολύ γκιώνης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified