Further tags

Στα γερμανικά η δεσποινίδα, στα νέα όμως ελληνικά η λέξη... απογειώνεται και μεταφέρεται, πούαλλού, στην συμπαθή ομάδα των ομοφυλοφίλων.

Φιλονικία μεταξύ οδηγών στο δρόμο :
Ο ένας, με αδελφοφωνή:
- Ά να χαθείς κρυφόπουστα!
Ο συνοδηγός του άλλου: - Ρε μαλάκα, στην είπε χοντρά η φρόιλάιν! Δεν θα απαντήσεις;
- Μπα, δεν ασχολούμαι με πούστρες. Στο τέλος θα νομίσει ότι γουστάρουμε κιόλας!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο αποβλακωμένος, άνθρωπος σε φυτική κατάσταση, που η ύπαρξή του είναι καθαρά διακοσμητική ή χρηστική μόνο για τους άλλους. Συχνά χρησιμοποιείται για εξαρτημένους που έχουν καταλήξει φυτά από την σκληρή χρήση.

- Φίλε, έχεις ένα κατοστάρικο;
- Έχουμε αλλάξει νόμισμα ρε κομοδίνο, δεν τό 'χεις πάρει χαμπάρι; Άιντε... Κοκό-ζαπρέ και άγιος ο Θεός!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ομοφυλόφιλος ο οποίος είναι και ενεργητικός και παθητικός.

Είναι σύντμηση της αγγλικής λέξης versatile που σημαίνει προσαρμόσιμος, ευέλικτος.

Συνώνυμο είναι η λέξη ενεργοπαθητικός. Αντιδιαστέλλεται με τον τοπ = γκέι ενεργητικός (από το αγγλικό top, αυτός που είναι από πάνω, δες και κωλόμπα, πισωκέντης) αλλά και με τον μπότομ = γκέι παθητικός (από το αγγλικό bottom, αυτός που είναι από κάτω, δες και πισωγλέντης, την τρίζει την όπισθεν).

Σχετικό λήμμα: εμ σαμπού εμ κοντίσιονερ

  1. (Από αγγελία στο http://www.gayworld.gr)
    ΑΠΟ ΛΑΡΙΣΑ 25/170/80 ΨΑΧΝΩ ΕΝΑΝ ΑΠΟ 37-47 ΤΟΠ Η ΒΕΡΣ ΑΠΟ ΛΑΡΙΣΑ ΜΕ ΧΩΡΟ ΓΙΑ ΚΑΤΙ ΣΤΑΘΕΡΟ ΟΧΙ ΕΥΣΟΜΟΙ

  2. (Από http://gayprofusion.wordpress.com)
    Καλό κι άγιο το βερς, δε λέω αλλά έχει γίνει και λίγο καραμέλα. Στην πραγματικότητα θα σας απαντήσει πως είναι βερς μόνο και μόνο για να μη χάσει το κρέας, αφόσον του αρέσει. Γιατί, αν σας πει από την αρχή ότι είναι μπότομ και είστε κι εσείς το ίδιο, μοιραία δεν μπορεί να γίνει κάτι μεταξύ σας. Κορόιδο είναι;

Got a better definition? Add it!

Published

Αυτός που τον παίρνει σε υπερθετικό βαθμό, ο γκέουλας, το καραπουσταριό, η κραγμένη αδερφάρα.

Στο κλαμπ ο γκέι βλέπει ένα τεκνό και νιώθει την ανάγκη να του μιλήσει:
- Καλέ πώς σε λένε χρυσό μου, εσένα κάπου σε ξέρω...
- Άει γαμήσου ρε τομπαίρνουλα, που θα μου την πέσεις μέσα στο μαγαζί εμένα, τον πρώτο γαμιά της Πετρούπολης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αρχίδι και τον βασιλιά της Σπάρτης Αρχίδαμο (5ος π.Χ. αιώνας), είναι ισοδύναμο του αρχίδας, δηλαδή καλύπτει μια ευρεία γκάμα αποχρώσεων ανάμεσα στα βλακάκος, πρηξαρχίδας/σπασοκλαμπάνιας και κάφρος.

  1. - Φτου σου ρε πούστη!! Κοίτα που έχασα το μετρό με αυτόν τον αρχίδαμο μπροστά μου στις κυλιόμενες!

  2. - Εκείνο το γκομενάκι που είχα γνωρίσει μάλλον με έφτυσε, δεν το σηκώνει το τηλέφωνο...
    - Αφού στό 'χω πει ρε αρχίδαμε, με τις μαλακίες που κάθεσαι και λες δεν πρόκειται να σταυρώσεις ποτέ γκόμενα!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αναφέρεται σε μεγάλα βυζιά, ευρωπαϊκών προδιαγραφών. Επικράτησε μετά την συμμετοχή της Μαντούς στο διαγωνισμό με βυζαλέο ντεκολτέ.

- Κοίτα ρε μαλάκα ένα γιουροβίζιον που περνάει.
- Ναι ρε φίλε. Αυτή πάει χαμένη στην Ελλάδα. Αυτή πρέπει να πάει στην Ισπανία να μάθει στους Ισπανούς Ισπανική.

(από Khan, 14/03/12)(από Khan, 08/05/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνώνυμο του σπασοκλαμπάνια. Αν ο σπασοκλαμπάνιας είναι ο σπασαρχίδης, συνεπάγεται ότι τα κλαμπάνια είναι τ' αρχίδια, ρωτήστε και τον jorje26 που το κατέχει το μαθηματικό. Η κατάληξη -όλας / -όλα υποδηλώνει συνήθως μεγάλο μέγεθος όπως στην περίπτωση των μουσικών οργάνων όπου η βιόλα είναι μεγαλύτερη από το βιολί (βλ. σχετική φωτό). Ο κλαμπανιόλας λοιπόν είναι αυτός που μεγαλώνει τ' αρχίδια άλλων διά της μεθόδου του πρηξίματος αυτών.

Εκτιμώ ότι το παράδειγμα του νταή στο λήμμα σπασοκλαμπάνιας εξαντλεί το θέμα.

(από acg, 10/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικώς το γνωστό συμπαθές ελεφαντάκι της Disney (βλ. σχετική φωτό) με σήμα κατατεθέν τα μεγάλα και πεταχτά αυτιά. Εξαιτίας αυτού του χαρακτηριστικού, έχει επικρατήσει να αποκαλούμε ντάμπο όλους αυτούς που έχουν μεγάλα και πεταχτά αυτιά, τις λεγόμενες αυτόγκες ή αυτούμπες. (βλ. σχετικές φωτό)

Προσοχή: ο γνωστός δημοσιογράφος Γιώργος Αυτιάς (βλ. φωτό), παρά το όνομα και όλα τ' άλλα κακά της μοίρας του που αναλύονται στο ομώνυμο λήμμα, ΔΕΝ είναι ντάμπο. Τα υπόλοιπα κουσούρια αρκούν και προσφέρονται εξίσου για χαβαλέ, οπότε παρακαλώ χρησιμοποιείτε αυτά.

Συνώνυμα: αυτιάγγουρας, μπακαυτιάς.

Φυσικοί εχθροί: Ο γνωστός πρώην πρωταθλητής της πυγμαχίας Mike Tyson (βλ. σχετική φωτό), ο οποίος προφανώς έχει ένα πράμα με τ' αυτιά, οπότε αν είσαι και ντάμπο κινδυνεύεις ακόμη περισσότερο.

Τέλος, παρά την κρατούσα άποψη ότι τα μεγάλο αυτιά δεν είναι ιδιαίτερα όμορφα, πολλοί συνάνθρωποί μας (τρόπος του λέγειν) όχι μόνο επιθυμούν να τ' αποκτήσουν (φωτό) αλλά έχουν βασίσει και την επαγγελματική τους καριέρα σ' αυτά (φωτό)

- Πώς σου φάνηκε τελικά η Σούλα, δε μας είπες...
- Έλα ρε τώρα, ο ντάμπο το ελεφαντάκι. Τουλάχιστον ακούει καλά μ' αυτές τις αυτούμπες; Τρία στρέμματα αυτί ρε πούστη μου και πας να μου την πασάρεις για μοντέλο; Έλεος.
- Τσου ρε Αλέν Ντελόν, που σου πέφτει και λίγη...

Got a better definition? Add it!

Published

Η φανατική οπαδός του Σάκη Ρουβά. Είναι αυτή που ουρλιάζει «Σάκηηηη!!!!» σε κατάσταση υστερίας, όταν αυτός βγαίνει στη σκηνή και αρχίζει τα στριφογυριστά του. Αν και η κατάληξη -ίτσα υποδηλώνει μικρή ηλικία, ωστόσο οι ρουβίτσες ανήκουν σε όλα τα ηλικιακά στρώματα, γεγονός που αποτελεί σαφή ένδειξη της γενικότερης παρακμής στον χώρο των τεχνών και του πολιτισμού...

  1. (από το myWorld.gr)
    «Μία από τις πιο όμορφες στιγμές ήταν όταν τον πλησίασε μια μικρή «ρουβίτσα», που τυχαία περνούσε έξω από το κλαμπ με τη μαμά της και φυσικά εκείνος έσκυψε και τη φίλησε.»

  2. (από forum)
    «Ρε παιδιά τώρα που το σκέφτομαι, προτιμάτε το παιδί σας ρουβίτσα ή emo; εγώ χαλαρά emo!!!!»

  3. (από www.exedrasports.gr)
    «Μάλιστα, όταν τον είδε ο Ιγκόρ Σιμπνιέφσκι ξετρελάθηκε περισσότερο και από «Ρουβίτσα» που ουρλιάζει μπρος στο δερμάτινο παντελόνι του Sakis.»

(από Khan, 25/05/14)(από Khan, 09/12/14)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αδελφάτο, δηλαδή την αδελφότητα (= σύλλογος ή μοναστηριακή κοινότητα), αλλά με τη λέξη να παράγεται από το αδελφή (= πισωγλέντης) και όχι το αδελφός.

Λέγεται για να χαρακτηρίσει μια ομάδα ομοφυλοφίλων. Η ομάδα αυτή μπορεί να αποτελεί και κύκλωμα/κλίκα (π.χ. στον καλλιτεχνικό χώρο), οπότε κινεί και τα νήματα υπογείως με μασονικές μεθοδεύσεις. Για τον λόγο αυτόν συχνά λέγεται και αδελφάτο των ιπποτών, κατά τα μασονικά ιπποτικά τάγματα.

  1. - Ρε συ τους έχεις δει τους Queen στο βιντεοκλίπ του «I want to break free»;
    - Άσε φίλε, τρελό αδελφάτο μιλάμε! Αλλά μπορεί να πει τίποτα, αφού παίζανε και γαμώ τις μουσικές οι τύποι!

  2. - Τι γίνεται ρε γαμώτο, τι πουστάκια τραγουδιστές είναι αυτά που βγαίνουνε συνέχεια τώρα τελευταία;!
    - Ε αφού τους προωθεί το αδελφάτο των ιπποτών, Ψινάκης και σία και δεν συμμαζεύεται...

Βλ. και της συνομοταξίας, του σωματείου

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified