Further tags

Κλίνεται κατά το αρκουδιάρης και είναι σαφώς υποτιμητικό. Χρησιμοποιείται για αγόρια / άντρες οι οποίοι κατά τους ανοιξιάτικους και καλοκαιρινούς μήνες φορούν βλάχικη-ζωηρόχρωμη βερμούδα μέχρι το γόνατο με τη γάμπα αξύριστη και πραγματικά ανίκανοι να υποστηρίξουν το σύνολο της αμφίεσής τους. Συναντώνται κυρίως στα γυμνάσια...

- Σκέτο σίχαμα η γάμπα του Γιάννη. Δεν πάει να κάνει καμιά χαλάουα;
- Ναι ο βερμουδιάρης!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χρησιμοποιείται για άτομα τα πποία αποκαλούν τους εαυτούς τους emo και τα οποία έχουν την ατυχία να είναι βλαμμένα, χαζά, κοινώς βλήματα.

- Δηλαδή αυτό τώρα είναι emo;
- Oχι ρε, βλemo είναι ο Γιαννάκης! Δεν το βλέπεις τι βλαμμένο που είναι;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ή αυτή που πίνει πολύ.

- Μωρό μου, σήμερα είπα στην Ελένη και τον Τάσο να έθουν από δω για κανα χαρτάκι. Λέω να πω και στην Στέλλα. Τι λες;
- Κάνε ό,τι θες αρκεί να μην έρθει πάλι από δω εκείνη η μπεκροκανάτα η Αναστασία και μας πιει πάλι όλα τα ξίδια...

Βλ. και ρούκουνας, τσικουδόχοιρος

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πιτσιρίκα που τρελαίνεται για ψωλές. Στοιχίζει μόνο μερικά ποτά στα μπαράκια. Πήδημα στο αυτοκίνητο.

- Ρε συ, που έχει χαθεί αυτός ο Μήτσος;
- Έχει μπλέξει με μια ψωλέτα και γυρνάει από μπαράκι σε μπαράκι.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χαρακτηρισμός προσώπου αλλά και κατάστασης.

Το πρόσωπο, ο επονομαζόμενος και τσαμπουκαλής ή τσαμπουκαλεμένος (ως επιθετικός προσδιορισμός) είναι ευέξαπτος και ψάχνει ευκαιρία για καυγά συνεχώς. Ο τσαμπουκάς ο σωστός και όχι ο τζάμπα μάγκας χώνεται παντού και πάντα, ανεξαρτήτως της πιθανότητας του να τις φάει.

Τσαμπουκάς είναι επίσης και η κατάσταση κατά την οποία διάφοροι τύποι (προσοχή: τσαμπουκάδες και μη) πλακώνονται στις μάπες. Συνήθως η έκφραση χρησιμοποιείται όταν στον καυγά παίζουν κουμπούρια ή σουγιάδες και άλλα παρόμοια εργαλεία.

Το σχετικό ρήμα είναι το τσαμπουκαλεύομαι.

  1. - Ρε δε γαμιέσαι, αρχίδι, μην κατέβω κάτω και σ' αρχίσω στις γρήγορες...
    - Είσαι τσαμπουκάς ρε φιλαράκι; Κοίτα μη γυρίσει ο τσαμπουκάς σε τσιμπουκά ρε γαμιόλη πρωί πρωί και σου γαμήσω κανά σόι, νταξ;

  2. ...βγαίνοντας λοπόν από το γήπεδο, περίμεναν τα μουνάκια απ' έξω να μας την πουν κι έγινε ένας τσαμπουκάς, γάμησέ τα. Μέχρι να πλακώσουν οι ΜΑΤατζήδες, τους γαμήσαμε στις μάπες. Βγήκαν και κάτι σουγιάδες και κάτι μπουκάλια, ξέρεις... τα γνωστά. Την άλλη Κυριακή όμως θα τους περιμένουμε τους πουσταράδες από νωρίς.

  3. - Πολύ τσαμπουκαλεμένη γκόμενα η Φιφή ρε δικέ μου. Τί της είπα; Τη ρώτησα αν της αρέσουν οι πίπες και μού 'ριξε το τασάκι στο κεφάλι ρε η μαλακισμένη. Καμπούρα την είπα;
    - Ναι ρε μεγάλε, όμως κι εσύ χοντρό τό 'κοψες...

  4. - Γιατί τσαμπουκαλεύεσαι αφού δεν σου βγαίνει ρε θείο;
    - Θείο να πεις τον θείο σου, μειράκιο.
    - Ε, τελικά θα την φας τη σφαλιάρα σου για να στρώσεις.

(από patsis, 18/03/12)

Δες και σπάω / κόβω τον τσαμπουκά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Βασικά, καλό παιδί - αλλά και κομμάτι σπασαρχίδης και λίγο μαλακάκος.

Είναι ο τύπος ο καλοπροαίρετος ο οποίος, όμως, γίνεται αφάνταστα κουραστικός. Θέλει να κάνει μία τουλάχιστον καλή πράξη την ημέρα και προσφέρεται φορτικά να βοηθήσει χωρίς να του το ζητήσει κανείς. Έχει ηθικές αρχές παλαιάς κοπής και φροντίζει να το ξέρουν όλοι. Και σε φάσεις που όλοι είναι χύμα στο κύμα, αυτός επιμένει να φτιάχνει χωρίστρα -μεταφορικά και συχνά και κυριολεκτικά. Στο σχολείο ήταν πιθανότατα απουσιολόγος.

Καπάκι σ' όλα αυτά, συνήθως είναι και loser και πιάνεται σχετικά εύκολα κορόιδο. Διότι μπορεί να ξέρει να δένει σαράντα δύο είδη κόμπων αλλά στα καθημερινά μασάει, π.χ. σε ό,τι έχει σχέση με λεφτά. Στα χαρτιά είναι ο κλασικός αιμοδότης, ενώ και στα γκομενικά είναι θύμας: η πρώτη καπάτσα γκόμενα που θα του τύχει τον έχει βάλει στο βρακί της με τη μία.

Σημειωτέον ότι ο προσκοπισμός καλωσορίζει μικρούς και μεγάλους.

- Κωστάκη, τι έγινε; Τα πήρατε πίσω τα ενοίκια που σας είχε κρατήσει η κυρία Χατζηκωλάρα; - Μπα, δεν τα δίνει ... μάλλον δικαστικώς θα το πάμε τώρα το θέμα. Ευτυχώς, προσφέρθηκε ο ξάδερφος της Φιφής να βοηθήσει ... πολύ καλό παιδί ...
- Όοοχιιι, μή αυτόν ... είναι πρώτος χασοδίκης ... τελείως πρόσκοπος ... Έσο έτοιμος για μαλακία ... θα βάλει η Χατζηκωλάρα κάναν ατσίδα δικηγόρο και θα το τυλίξει το προσκοπάκι σε μια κόλα χαρτί και θα βγείτε να χρωστάτε κι από πάνω ...

(από poniroskylo, 01/05/08)(από poniroskylo, 01/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το πολύ μεγάλο και μόνιμο θύμα. Αυτός που μια ζωή πιάνεται κορόιδο και οι άλλοι τον εκμεταλλεύονται. Πολλοί το ξέρουν ότι είναι ριγμένοι και, για κάποιον λόγο, το υπομένουν. Άλλοι την πατάνε κατ' εξακολούθηση προσπαθώντας να κάνουν τον έξυπνο.

Σχετικά λήμματα: «μασάει η κατσίκα ταραμά», loser

Βεβαίως και του τα φάγανε... Τί ήθελε να μπλέξει μ' αυτούς; Και καλά δεν ήξερε... γιατί δεν ρώταγε; Αλλά, ο άνθρωπος είναι μεγάλος θύμας... μια ζωή κάνει τον μάγκα και μια ζωή τρώει παπάρες.

Ναι, αλλά... (από Galadriel, 07/03/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την αγγλική λέξη loser = χαμένος, ηττημένος.

Αυτός που έχει κάνει την ήττα τρόπο ζωής. Ο καθ' έξιν χαμένος. Αυτός που είναι βέβαιο προκαταβολικά ότι θα τα παίξει την κρίσιμη στιγμή. Αυτός που όπως και να πέσει το φύλλο θα βρει τρόπο να χάσει.

Κοινή έκφραση στην Αμερική, στην Ελλάδα ήρθε στην δεκαετία του '90 επάνω στην έξαρση της αλαζονείας των γιάπις οι οποίοι προσέδιδαν τον χαρακτηρισμό συλλήβδην - βασικά, σε όλους όσους δεν ήταν γιάπις. Έκτοτε διεδόθη.

Η αγγλική λέξη γράφεται με ένα -ο-, όχι με δύο.

  1. - Έτσι που λες με τον Ηλία ... του τό 'φαγε το γκομενάκι ένας φλωρούμπας με μια μπέμπα ...
    - Ναι, κι αυτός τι έκανε, δηλαδή; Τίποτα, ως συνήθως ... καθόταν κι έκλαιγε τη μοίρα του ... αφού ρε στάχω πει ... καλό παιδί ο Ηλίας αλλά λούζερ γεννημένος.

  2. Είμαι τόσο loser που δεν κατάφερα ούτε αυτό να δηλώσω επισήμως, πάει να πει. Γάμησέ τα. Αλλά ευτυχώς υπάρχει το ίντερνετ. Κάτι σαν τα σχολεία δεύτερης ευκαιρίας. Οπότε, οφείλω σε όλους εσάς τους επιτυχημένους εκεί έξω, all you winners out there, ένα μεγάλο «ευχαριστώ», διότι μου δίδετε την ευκαιρία να το πράξω σήμερα, από τούτο δω το βήμα. Κυρίες και κύριοι, αυτό το ευλογ έπρεπε να λέγεται λουζερ δοτ ευλογoσποτ. Αλλά, εισέτι μίαν, απέτυχα οικτρά. Κάποιος, λιγότερο λουζερ, με πρόλαβε… (από blog)

  3. Δυστυχώς ο Γιωργάκης Παπανδρέου παρέμεινε «Γιωργάκης» και μετά το τέλος των εκλογών, ενώ θα μπορούσε με την παραίτησή του από την αρχηγία και την ανάληψη της ευθύνης για την αποτυχία του ΠΑΣΟΚ, να φανεί επιτέλους άντρας. Αυτός ο άνθρωπος ποτέ δεν έπεισε ότι ήταν άξιος για πρωθυπουργός και τώρα δείχνει σα να μη συνειδητοποιεί τι συμβαίνει γύρω του. Αδυνατεί να καταλάβει ότι μετά από τρεις συνεχείς εκλογικές αποτυχίες (το 2004, στις Ευρωεκλογές και το 2007), δεν μπορεί πλέον να συνεχίσει να είναι αρχηγός, γιατί έχει καταντήσει αυτό που λένε πολύ πετυχημένα οι Αμερικανοί, "loser". (από blog)

Μότορχεντ - Λούζερ (απο μπούτλεγκ) (από vikar, 18/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αρχικά ο άνθρωπος του Θεού, ένας μουσουλμάνος ασκητής ο οποίος έχει πάρει όρκο φτώχειας. Για να πετύχει την θρησκευτική έκσταση, ο δερβίσης περιστρέφεται χορεύοντας (βλ. φωτο 1).

Για λόγους άγνωστους και ανεξήγητους, ο όρος δερβίσης στη Θεσσαλονίκη χρησιμοποιείται μεταξύ ανδρών (στην κλητική πάντα) εναλλακτικά προς άλλες δημοφιλείς προσφωνήσεις όπως καρντάση, πρόεδρε, αρχηγέ, δικέ μου, ψηλέα, αδελφέ, φιλάρα κλπ.

Απ' όλες τις εναλλακτικές προσφωνήσεις το δερβίση κάνει λίγο πιο μάγκικο (βλ. φωτο 2), ξεφεύγοντας πολύ από την ορίτζιναλ εκδοχή της λέξης (βλ. φωτο 1 και 2 εναλλάξ μέχρι να γίνει ξεκάθαρο).

- Έλα πασά μου, τι χαμπάρια; Δεν σε είδα στην Τούμπα την Κυριακή.
- Έλα ρε δερβίση... ήμουν Χαλκιδική με το μωρό και μου τα ζάλισε να φύγουμε λέει βράδυ για να μην έχει κίνηση, και πάει το ματσάκι. Πάμε για καμιά φραπεδιά να τα πούμε ρε δικέ μου;

(από acg, 01/05/08)(από acg, 01/05/08)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που λέει συνέχεια μπούρδες.

- Ο Μήτσος είναι μπουρδόλας.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified