Further tags

John Fistikis, Τζον Φυστίκης

Πάσης φύσεως αυθεντία, χρησιμοποιείται και ειρωνικά. Ο γαμώ και δέρνω και λογαριασμό δε δίνω, ο όλα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω, με μια επίφαση ελληνοαμερικανικής καταγωγής που επιτείνει τον (αυτο)σαρκασμό.

  1. (Έχοντας δείρει τον Τσακ Νορρις:)
    - Μα, καλά πλέον, ποιος είμαι, ο Τζον Φυστίκης;

  2. (Ή, επί το ειρωνικό:)
    - Ώπα ρε Τζον Φυστίκη, άραξε. Μια μπύρα άνοιξες, σιγά το κατόρθωμα.

Τζον Φυστίκης εν δράσει. Βλ. 4.00 και μετά. (από Khan, 11/11/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν τα παίρνει εύκολα και ωσεκτουτού κάνει τη μία μαλακία πίσω από την άλλη. Χρησιμοποιείται είτε μόνο του στην ονομαστική, είτε με το όνομα Παρασκευάς στην κλητική. Περιέργως δεν απαντάται σε άλλες πτώσεις ή με άλλα ονόματα. Παρά ταύτα (και ευτυχώς) η χρήση του δεν περιορίζεται μόνο στους ατυχείς συνανθρώπους μας που φέρουν το συγκεκριμένο όνομα.

  1. Δεν σού 'πα εγώ ότι ο Ρούλης είναι ντιπ τάγκαλος; Φά'τα τώρα που πίστεψες ότι θα κλείσει αυτός εισιτήρια για τους Stones. Κάτσε τώρα σπίτι μαλάκα.

  2. - Καλά ρε τάγκαλε Παρασκευά, πόσες φορές στά 'πα και μού 'πες ότι κατάλαβες;
    - Εεεε...
    - Εξ' και ξερός κι εκείνος που στο μάθαινε, ρε παπάρα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο ψηλός και άχαρος άνθρωπος.

Κάποτε αγόρασα ένα σετ εργαλείων για το τζάκι και ο καταστηματάρχης είπε στον υπάλληλο: «Φέρε έναν κρεμανταλά από την αποθήκη!» (!)

- Με έσπρωξε ένας κρεμανταλάς στο μπάσκετ και με σακάτεψε!

ο κρεμανταλάς του τζακιού (β παράγραφος) (από GATZMAN, 22/10/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λεσβία. Προφανώς προέρχεται από τον αντίστοιχο χαρακτηρισμό για την φυσική θέση του ανδρικού μορίου στο παντελόνι. Ωσεκτουτού, παραπέμπει κυρίως στις αντρογυναίκες λεσβίες και όχι σε αυτές που παίζουν στις τσόντες. Απαντά επίσης και ως δεξιοκάβαλη, χωρίς να υπάρχει διάκριση/διαστρωμάτωση ανάμεσα στους δύο όρους.

- Πάρε μια αριστεροκάβαλη, ρε!
- Πού πα ρε Σουγκλάκο;!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Οι Αρειανοί. Δίοικηση, παίκτες, οπαδοί και οποιοσδήποτε έχει ή είχε ποτέ σχέση με τον Άρη Θεσσαλονίκης. Τον χαρακτηρισμό έδωσαν αρχικά οι Παοκτσήδες, αλλά έχουν πλέον υιοθετήσει και οπαδοί άλλων ομάδων.

Συνώνυμα (σχεδόν): βρωμοσκούληκα, κάμπιες.

  1. Παοκτσήδικο σύνθημα, γενικής εφαρμογής.

Σκουλήκια βρωμερά
που ζείτε μεσ' στο χώμα
τη πούτσα μας θα πάρετε
μία φορά ακόμα

  1. Επίσης Παοκτσήδικο, αναφέρεται ειδικά σε μια υπόθεση όπου η απώλεια των δελτίων των ποδοσφαιριστών του Άρη οδήγησε σε μηδενισμό και υποβιβασμό.

Δεν ξέρετε πού είναι τα δελτία
πουτάνας γιοι, σκουλήκια αρειανοί
θα πάτε για καλύτερη πορεία
εκεί στη Βήτα Εθνική

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που σαβουριάζει ό,τι φαγητό βρει μπροστά του, ιδίως τα βρώμικα, π.χ. σουβλάκια και πίτσες.

- Ρε μαλάκα, τον είδες τον Βαγγελάκη πόσο πάχυνε;
- Λογικό είναι ρε φίλε, αφού είναι του πούτσου φασφουντάς.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

All Cops Are Bastards. Χρησιμοποιείται και από οργανώσεις κατά των αστυνομικών, αλλά και σε graffiti.

Ρε φίλε το είδες το A.C.A.B. που έγραψαν οι Χρυσαυγιώτες στον τοίχο του σχολείου;

Δες και Μ.Γ.Δ..

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που συνέχεια λέει και περηφανεύεται για κάτι αλλά ποτέ δεν το αποδεικνύει.
Καικαλάς = υποκριτής = ψευτόμαγκας.
Από το και καλά.

Ο καικαλάς ο Κώστας πάλι μίλαγε για το όταν πλάκωνε τον αδερφό του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Εναλλακτική γκόμενα, ντύνεται και συμπεριφέρεται ψιλοχύμα, μέχρι να τα βαρεθεί όλα αυτά και να γίνει κυριλέ. Κατά πάσα βεβαιότητα ψηφίζει Συνασπισμό και διαχωρίζει τη στάση της από το πιο μπιχλοχύμα, τύπου ΕΑΑΚ.

Σωστό αλτέρνι η Φαίδρα, αλλά ώρες-ώρες το παρακάνει με τα χαϊμαλιά.

(από Παπαρίων, 25/05/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός ο οποίος έχει μεγάλη ιδέα για το πουλί του.

- Μανταμίτσα, ένα πράμα θα σου πει ο Πίπης, και βάλ' το καλά στο μυαλό σου: δεν υπήρξε γυναίκα που πήγε με τον Πίπη και δεν γούσταρε τρελά.
- Άσε μας βρε Πίπη, ψωλοπερήφανε.
- Άαα, κοίταξε να δεις, η μετριοφροσύνη είναι για τους μ έ τ ρ ι ο υ ς ... Με εννοείς;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified