Further tags

Ο δόλιος τύπος, αυτός που μόνο και μόνο εξαιτίας της φυσιογνωμίας του δεν εμπνέει καμία εμπιστοσύνη, ίσα-ίσα δημιουργεί υποψίες ότι είναι ικανός για ύπουλα καμώματα. Συνήθως πρόκειται περί ιδιαίτερα ήσυχου ατόμου. Πιθανόν να κοιτάει τον άλλον λοξά και όχι στα μάτια.
Ο όρος ισχύει για γυναίκες και άντρες.

-Πώς σου φάνηκε αυτός;
-Για ποντικομαμή τον κόβω.

Got a better definition? Add it!

Published

  1. Υποτιμητικός όρος για την γυναίκα που επιβλέπει την καθαριότητα στις τουαλέτες δημοσίων χώρων, νυχτερινών κέντρων, κλπ.

  2. Γενικά, η γυναίκα που υποτιμούμε.

  1. Ήθελα να πάω στην τουαλέτα, αλλά με σταμάτησε η σκατού λέγοντάς μου να περιμένω λίγο να τελειώσει το σφουγγάρισμα.

  2. -Είδες τι του έκανε, η σκατού, του ανθρώπου...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Μόριο που χρησιμοποιείται κατα την κλητική προσφώνηση (αντίστοιχο του αρχαίου ελληνικού ώ).

  1. Ρε Σάκη, πάμε καμιά μπαρότσαρκα απόψε;

  2. Ρε καραγκιόζη! Σε σένα μιλάω ρε!

  3. Σου μιλάω ρε κούκλα, γιατί δεν απαντάς;

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Προέρχεται από τήν αγγλική λέξη creature, για να υποδηλώσει ότι κάποιος /-α είναι πολύ άσχημος /-η.

  2. Επίσης αναφέρεται και σε ζωύφια ή έντομα όταν δεν γνωρίζουμε την ακριβή τους ονομασία.

  1. Πω, πω, είδες τη φάτσα της, σκέτος κρίτσουρας...

  2. Πετάχτηκε ένας κρίτσουρας και μπήκε μέσα στον καφέ μου.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποτιμητικά, προσβλητικά: το αιδοίο.

περιττό

Λέξεις για τους όρχεις και τα αντρικά γεννητικά όργανα συνολικά: αρχίδια, ζουβάχια, καλαμπαλίκια, καμπανέλια, καρύδες, κοκόβια, κοχόνια, κρεμαντζόλια, λιμπά, λυμπά, μπομπόλια, οικογένεια, παπάρια, τζοχανταραίοι. Ειδικά για συνώνυμα του πέους δες πέος.

Λέξεις για τα γυναικεία γεννητικά όργανα: γατάκι, κουτί, μουνί, μουτζό, μύδι, νιμού, πιπί, πουτί, πράμα, τρύπα, ψωλότσεπη.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Αυτός που δεν έχει τσίπα, ο αναίσχυντος, ο άτιμος. Η λέξη προέρχεται από το Ατσιπόπουλο, προάστιο του Ρεθύμνου όπου κατοικούν πολλοί από τους σπουδαίους διανοούμενους καθηγητές του πανεπιστημίου του Ρεθύμνου, το οποίο βρίσκεται επίσης εκεί κοντά.

- Ρε τον ατσιπόπουλο...
- Είδες; Μας τό 'παιζε διανόηση ο παλιοπαπάρας, κι από την άλλη έβαζε τους φοιτητές να του γράφουν τα άρθρα...
- Και τώρα;
- Σιγά μην τον κουνήσουν από τη θέση του!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα της μιας νύχτας.

Μια χαρά πουτσομεζές είναι το κορίτσι.

βλ. και ψωλομεζές

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όρος που χρησιμοποείται όταν είμαστε οργισμένοι. Σα να λέμε μαλάκας, κττ.

Όμως λέγεται και όταν είμαστε σε καλή διάθεση, όπως στην περίπτωση που η λέξη αντικαταστάθηκε από το περίφημο «τιμημένο» και έτσι μπόρεσαν όλοι να πουν τη λέξη άφοβα... (βλ. παράδειγμα 3)

  1. - Είδες;
    - Ναι, τον γαμημένο, τά 'χω πάρει άσχημα τώρα.

  2. Το γαμημένο, δεν ανοίγει με τίποτα.

  3. (εν χορώ) Σήκωσέ το, το τιμημένο!

Παθητική μετοχή του γαμιέμαι. Δες και ναι το γαμημένο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αδερφή που δεν το κρύβει.

-Είχα καιρό να δω τον Σάκη.
-Είδες, σκέτη σφυρίχτρα έγινε ο Σάκης μας...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Γυναίκα ή άνδρας που είναι πιο λέρα και από χρησιμοποιημένη σερβιέτα. Ίδια σημασία με την λέξη μουνόπανο, μόνο που είναι ακόμα πιο υποτιμητική.

- Την παλιοσερβιέτα, πού να άκουγες τι μου είπε!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified