Ο δυσκίνητος και κατ' επέκταση άχρηστος παίχτης. Λέγεται και πάλτουρας.
Τι να κάνετε έξω ρε με τα παλτά που 'χετε μαζέψει στην ομάδα!
Ο δυσκίνητος και κατ' επέκταση άχρηστος παίχτης. Λέγεται και πάλτουρας.
Τι να κάνετε έξω ρε με τα παλτά που 'χετε μαζέψει στην ομάδα!
Got a better definition? Add it!
Η τσιγκουνιά, το να είναι κανείς σπάγγος (σπαγγοραμμένος). Βγαίνει από το σπαγγ-o-rama.
- Πήγαμε στο μαγαζί και παρήγγειλε νερό ρε μλκ το άτομο!
- Ε τι θα παράγγελνε ο σπαγγοράμα, κινγκ...;
Got a better definition? Add it!
Το πουλάω μούρη στα γαλλικά... Το ποζερίζειν.
-Κοίτα το μαλάκα. Όλο πουλ μουρ είναι, κι αν τον ρωτήσεις δεν ξέρει τίποτα...
Βλ. και πολ μουρ, πουλ μουρ, Paul Moore.
Got a better definition? Add it!
Ο καθυστερημένος, βλάκας, αρκετά ηλίθιος. Από τον γνωστό πολυτάλαντο καλλιτέχνη.
- Πήρα τηλέφωνο στο ΚΕΠ να κανονίσω τα χαρτιά μου, και μου βγήκε ένας Κατέλης και δεν έβγαλα άκρη...
Βλ. και κατελισμός / Σχετικά: αρπαγμένος, κάθυστερ - καθυστέρα, βραδυφλεγής, richard, Σελήνη, ριτάρντεντ, μογγόλι, το, ληγμένος, -η, -ο
Got a better definition? Add it!
O οδηγός ταξί. Ακούει πάντα σκυλάδικα, επίσης ανταποκρίνεται στο savoir vivre του Έλληνα οδηγού και σε όλους τους χαρακτηρισμούς που επιβάλλει αυτό. (Λέγεται και Κίτρινη Φυλή)
- Κοίτα τι κάνει ο μαλάκας ο ταρίφας, ρε...
Got a better definition? Add it!
Ο έχων ως αντικείμενο το εμπόριο τσόντας, εισαγωγές, εξαγωγές, παραγωγές κτλ. Καταχρηστικά ονομάζουμε και τον κολλητό μας με μεγάλη συλλογή τσοντών, που αντιγράφει σε όλους.
- Μεγάλος τσοντέμπορας ο Τάκης. Μιλάμε κατεβάζει ίσα με 20 γκιγκαμπάιτς τσόντες την ημέρα!
Got a better definition? Add it!
Ο σπασαρχίδας, αυτός που πρήζει τους πάντες με τη συμπεριφορά του, τις ερωτήσεις του, την επιμονή του κτλ.
- Πού πήγες χθες;
- Σε κλαμπάκι..
- Ποιο;
- Club47...
- Καλά ήταν;
- Ναι...
- Με ποιους πήγες;
- Τον Τάκη, το Σάκη και το Μάκη.
- Πουτσαρία δηλαδή ε;
- Όχι...
- Ε πώς όχι...;
- Βρήκαμε και τη Σούλα, τη Ρούλα και την Τούλα...
- Καλά γκομενάκια;
- Ναι...
- Από πού βγαίνει το Σούλα;
- Από το Τασούλα...
- Πώς είσαι σίγουρος; Την έχεις ρωτήσει;
- Είσαι και πολύ σπασοκλαμπάνιας ρε αδερφάκι μου!
Λέξεις με ρήμα για πρώτο συστατικό: αλλαξοκωλιά, γαμο-, γαμογελώ, γαμολεβιές, γαμοπαίδι, γαμοπερίπτωση, γαμοπιλώθω, γαμόπουστας, γαμοσείρι, γαμοσπέρνω, γαμοσταυρίδι, γαμοτζάζ, γαμόφλαρος, γαμοχέρουλα, γλειφομούνι, γλειφοκώλι, γλειφοπούτσι, ζαλαρχίδης, κλασομούνι, κλαψομούνης, κοψοχρονιά, λαχταροψώλα, μαδομούνι, σπαζαρχίδης / σπασαρχίδης, σπασικαύλιος, σπασοκλαμπάνιας, τρεχέδειπνος
Got a better definition? Add it!
Ο κομμάτιας, κυρίως λόγω αϋπνίας. Η κατάσταση συνοδεύεται από ηλίθιο, σπαστικό γέλιο, χωρίς πραγματικό λόγο.
- Είμαι να την πέφτω φίλε. Χαχαχα! Είμαι τελείως μανούρι... χαχαχα
Got a better definition? Add it!
Ο ταξιτζής. Από την «ταρίφα», το κόμιστρο δηλαδή της «κούρσας». Συχνά αναφέρεται και ως Κίτρινη Φυλή (από το κίτρινο χρώμα των ταξί στην Αθήνα), ταριφόπουλος και ταρίφογλου.
Καθώς οδηγούσα στην Αλεξάνδρας πετάγεται ο ταρίφας από το στενό χωρίς καν να κοιτάξει. Του 'χωσα δυο φάσκελα και κάτι μπινελίκια και ηρέμησα.
Αύριο έχουν απεργία οι ταρίφες, άδειοι θα είναι οι δρόμοι.
Δες και τάρι-τάρι/ τάρι, τάριφμαν, Ομάρ Ταρίφ, ο, ταρίφα-ταρίφα, κιτρινιάρης, κίτρινη φυλή
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται από τις αρχές του 1900, αντί του μπεκροκανάτα, δηλ. του μόνιμα μεθυσμένου.
Ο ρεμπέτης Κώστας Ρούκουνας.
Βλ. και τσικουδόχοιρος
Got a better definition? Add it!