Further tags

  1. Χαρακτηρισμός Ρουμελιωτών, όπως οι Αγρινιώτες ή οι κάτοικοι της Σπερχειάδας με έφεση στην παρασκευή και κατανάλωση κοκορετσιού. (Δες).
    1. Οι κοκανοϊμανείς, επειδή η κόκα σλανγκίζεται ως κοκορέτσι.
    2. Αυτοί που έχουν πάθος με το ποδοσφαιράκι που λέγεται και κοκορέτσι και κυρίως οι άσχετοι παίκτες που δεν επικεντρώνουν στην μπάλα, αλλά γυρίζουν μηχανικά τους "σουβλισμένους" παίκτες σαν σούβλα.
  1. Οι κοκορετσάδες! Από την εποχή της Τουρκοκρατίας το προσωνύμιο (παρατσούκλι) των κατοίκων της Σπερχειάδας, είναι «κοκορετσάδες»! Ως γνήσιοι Ρουμελιώτες, οι Σπερχειαδίτες δεν έπαψαν ούτε στιγμή να τιμούν το παρατσούκλι τους! Μάλιστα, την εποχή των «Τρελών Αγελάδων» όταν η Κομισιόν εξέδωσε οδηγία για μη κατανάλωση εντοσθίων, οι Σπερχειαδίτες γελούσαν, συνεχίζοντας βέβαια να απολαμβάνουν τον ξεχωριστό – λαχταριστό μεζέ τους! (Lamia Now).
  2. Οι κοκορετσάδες που το παιζουν εφοπλιστες (δυο βραχάκια για 5 μοετ να πουλησουμε μουρη μπας και μας κατσει κανενα ανερχομενο μοντελακι..),οι τοκολυφοι και βασικοι οι γιοι τους, το μαυρο χρημα και κοιτωντας δεξια αριστερα μην σκάσει καμια σφαίρα ή καμία σύλληψη δημοσια.... Τα παιδάκια που το παιζουν μπράβακια από την ντόπα στα GYM και ψάχνουν φορτωμένη 40αρα για ζιγκολικι και καμια @@μητη πιτσιρίκα που θα πει "ουάου" και που κλεινουν τραπέζια ανά δεκάδα με 20 ευρω το ατομο(ενα μπουκάλι μίνιμουμ φρι) αλλά αισθάνονται κατι μεταξύ Ανιέλι και Νιάρχου και οποια τσιμπησει.... Αμαξι από την εκθεση αυτοκινήτου ή του μπαμπα αν δεν το πήραν σε ντου της δίωξης ή του ΣΔΟΕ και κοριτσάκια που αναζητουν τον χρυσό χορηγό για γάμο και σχέση ή έστω για το μήνα και την βραδινή έξοδο ελπίζοντας να μην είναι πιεστικός και θέλει κρεβάτι...Οποια έχει μάθει στα κοκορέτσια αναγκαστικά κάθεται βέβαια.... (Red Hoops).
  3. Παίξε μπάλα ρε κοκορετσά που μόνο να γυρίζεις τη σούβλα ξέρεις.

Got a better definition? Add it!

Published

Το Κολωνάκι στα ψευδοτουρκικά.

Πήγε από τον Παραλή Μαχαλά στο Σύνταγμα να βάλει κάρτα στο κινητό του.

Got a better definition? Add it!

Published

Δεν αναφερόμαστε στο Βελιγράδι, αλλά στον Βόλο, όπου δήμαρχος είναι ο Αχιλλέας Μπέος.

Το Μπέογκραντ είναι γεμάτο λάσπες, αλλά μας μάραναν τα φωτάκια που θα εγκαινιάσουν την εορταστική περίοδο. (Φέισμπουκ).

Got a better definition? Add it!

Published

Συνώνυμο του πουτσοχώραφο.

Μέρος γεμάτο με άντρες.

- Έχετε γυναίκες στη σχολή σου;
- Μπα φίλε, πουτσολίβαδο είμαστε...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συντομία για το " Λα τζούρα κλάμπ". Το μέρος στο προαύλιο ενός λυκείου στο οποίο μαζεύονται οι καπνιστές για να καπνίσουν στο διάλειμμα. Σε κάποιες περιπτώσεις όταν ο καθηγητής γνωρίζει το σημείο αυτό, έχουν δημιουργηθεί υποδιαιρέσεις σε διαφορετικά σημεία του σχολείου με ονόματα όπως 'λα καβάτζα'

- Μήτσο, πάμε λα τζούρα έχω χαρμανιασει

- Ξέχνα το, έχει εφημερία ο Παπαγεωργίου θα μας πάει γραφείο

- Άραξε πάμε λα καβάτζα τοτε

Got a better definition? Add it!

Published

Ένα κράμα δυσάρεστου, άσχημου, αμήχανου, ανεπιθύμητου και περίεργου συναισθήματος, προσώπου ή κατάστασης. Παρόμοιο με το κρίντζ.(cringe)

Εμπνευσμένο από τη κ. Κατέλη στο 0:25

Έφτιαξα ένα κέικ για πρώτη φορά. Βγήκε πολύ πνίκει.

Ήπιε πολύ χθές βράδυ και ηταν εντελώς πνίκει.

Got a better definition? Add it!

Published

Έτσι λένε στην αργκό των φυλακισμένων τις φυλακές ανηλίκων.

15 χρονώ έσπρωχνε ρούχλα στη Γκράβα, κατέληξε στα ανήλικα.

Φυλακές ΑνηλίκωνΦυλακές Ανηλίκων

Got a better definition? Add it!

Published

Ρε παιδιά, αυτός ο ορισμός της απόμακρης ερημιάς, αγγλισμός δεν είναι? Που γουγλίζεται και λέγεται εβραίως και παλαιστινίως? Που πρέπει να 'σκασε κατά δω μεριά από ογδόνταζ και πέρα? Ας με σταματήσει κάποιος αν λέω μαλακίες.

in the middle of nowhere. In a very remote location, as in We found a great little hotel, out in the middle of nowhere. [Early 1900s ]

δέαρ

Μαγική καλύβα στη μέση του πουθενά

20 πανέμορφα μικρά σπιτάκια στη μέση του πουθενά

10 ελληνικά εστιατόρια στη μέση του πουθενά!

Χλιδάτα ξενοδοχεία στη μέση του πουθενά

Πράγματι, το Tristan de Cunha είναι ένα απόλυτα απομονωμένο νησί που βρίσκεται κυριολεκτικά στη μέση του πουθενά

φρομ δε νετ

Got a better definition? Add it!

Published

Ο λιακός στην Λακωνική διάλεκτο είναι η ταράτσα.

Απλώσαμε τα σύκα να ξεραθούνε στον λιακό.

Στρώσαμε να κοιμηθούμε στον λιακό.

Got a better definition? Add it!

Published

- Μήτσο έχεις μεγάλο σπίτι;
- Ναι, είναι αρκετά ευήλιο, και μάλιστα και πολύ ευγάμηστο;)

Χρησιμοποιείται για να προσδιορίσουμε ένα τόπο-χώρο που προκαλεί των-την ληπτη σε γεματες σεξουαλικες συζητήσεις.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified