Further tags

Ο τοίχος του μπιλιάρδου σε μορφή υποκοριστικού. Προκύπτει από το «μπρικόλα» που σημαίνει το ίδιο.

Μάλλον παράγεται από το αγγλικό μπρικ (τούβλο), εξ ου και ο τοίχος. Η κατάληξη ιταλίζει όμως και ίσως να οφείλεται στο ότι το έχω ακούσει να λέγεται έτσι από επτανήσιους.

Χρησιμοποιείται μεταφορικά στη φράση «μου 'φυγε το μπρικολέτο» και έχει την έννοια ξαφνιάστηκα, εξεπλάγην, μου 'φυγε το τσερβέλο, το καφάσι, κλπ.

Η λέξη και η έκφραση κυκλοφόρησε για λίγο στα τέλη του '80 και μετά εξαφανίστηκε, τουλάχιστον εγώ δεν την ξανάκουσα. Όποιος γνωρίζει κάτι παραπάνω, ελεύθερα να συμπληρώσει και να τροποποιήσει τον ορισμό.

  1. Έλα, δεν είναι δύσκολη στεκιά, παίξε την πράσινη με μπρικόλα στη μέση και θα μπει.

  2. Τι λε ρε φίλε, δεν το πιστεύω, μού 'φυγε το μπρικολέτο!

Βλέπε και γαλλικό.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Ήδη χρησιμοποιείται στο slang.gr με την έννοια του μεγάλος - μέγας.

  2. Ασφαλώς και είναι είδος φυσιγγιοθήκης για περίστροφα μ' αποτέλεσμα οι μη σχετικοί να εννοούμε πλέον το περίστροφο κι όχι την φυσιγγιοθήκη.

  3. Ήταν και πετυχημένη τηλεοπτική σειρά με τον Tom Selleck.

Αλλά χάρη στον Χάρρυ Κλυν απέκτησε και την έννοια:

  1. Ο πούτσος.

Η ατάκα του νονού Χάρρυ Κλυν «Άσ' το μάγκνουμ, βρε παιδάκι μου!!» όσο χαμουρεύονται με τη δικιά του, έχει γράψει ιστορία.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γοητεία.

Από το τούρκικο al beni= πάρε με.

- Πολύ αρχοντομούνα η τύπισσα, έχει το αλμπενί της.

(από iwn, 04/11/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Υποκοριστικό: φοντανάκι, φουντανάκι

Μικρό γλύκισμα (σοκολατάκι, ζελεδάκι κλπ.) που χρησιμοποιείται για κέρασμα. Η λέξη προέρχεται από το Γαλλικό fondant που αναφέρεται σε μία βάση ζαχαροπλαστικής (ζάχαρη, νερό κλπ.) που χρησιμοποιείται συνήθως για την κάλυψη ή διακόσμηση κέικ (σε αυστηρά ζαχαροπλαστικούς όρους τα fondant για κάλυψη και διακόσμηση είναι διαφορετικά).

Τα φοντάν αποτέλεσαν μία από τις πιο γλυκιές αμαρτίες των παιδιών μεσοαστικών οικογενειών των δεκαετιών του 60 και 70. Η νοικοκυρά που σεβόταν τον εαυτό της έπρεπε να είχε υποχρεωτικά στο σπίτι ανά πάσα στιγμή μια φοντανιέρα με φοντάν. Ήταν ζήτημα τιμής να υπάρχει ένα μικρό γλύκισμα για να κεραστεί ο απρόσμενος επισκέπτης. Ήταν θέμα τιμής για την μεσοαστική νοικοκυρά να έχει φοντάν (Ευρωπαϊκού τύπου γλύκισμα), καθώς τα άλλα εναλλακτικά κεράσματα της στιγμής ήταν τα γλυκά του κουταλιού και το υποβρύχιο, τα οποία ήταν δηλωτικά φτώχειας (μιλάμε για το 60 και το 70, μην κοιτάτε που σήμερα το γλυκό του κουταλιού και το υποβρύχιο είναι λάιφ στάιλ). Συνήθως η φοντανιέρα με τα φοντάν ήταν κρυμμένη σε μυστική τοποθεσία για να αποφευχθεί η κατανάλωση των φοντάν (και άρα το ντρόπιασμα της νοικοκυράς) από τα παιδιά του σπιτιού. Έλα όμως που κάθε παιδί που σεβόταν τον εαυτό του έπρεπε να ανακαλύψει την μυστική τοποθεσία και να καταναλώσει ΟΛΑ τα φοντάν!

Ένα άλλο τραγελαφικό που μπορούσε να συμβεί όμως, γινόταν όταν αφενός τα παιδιά του σπιτιού δεν κατάφερναν να ανακαλύψουν την φοντανιέρα και αφετέρου τύχαινε να μην υπάρχει επισκέπτης για μεγάλο χρονικό διάστημα. Αν υπήρχε λοιπόν μια ξαφνική επίσκεψη, γινόταν αντιληπτό ότι τα ξεχασμένα φοντάν έχουν αλλοιωθεί και είτε είναι πέραν κάθε σκέψης το κέρασμά τους στον επισκέπτη, είτε το κέρασμα ακολουθούσε (μετά από λίγη ώρα) μακροχρόνια επίσκεψη στην τουαλέτα προς αποβολή του στομαχικού ή εντερικού περιεχομένου (σοκολατάκια ξεχασμένα για τρεις μήνες σε συνθήκες ελληνικού καλοκαιριού αποτελούν το καλύτερο υπόστρωμα ανάπτυξης σαλμονέλας και άλλων βακτηριδίων).

Το φουντάν είναι ουσιαστικά η «βλάχικη» προφορά του φοντάν και έχει γίνει θρυλικό από την αναφορά του από τον Ζήκο (Χατζηχρήστο) στην ταινία «Της κακομοίρας».

- Τι θα σας κεράσουμε;
- Ένα φοντάν θα το έπαιρνα ευχαρίστως!

Ζήκος: Της Κακομοίρας. "Φουντάν" (από lifeingr, 23/07/10)(από Vrastaman, 26/07/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ο πελάτης ο οποίος επιλέγει να αποχωρήσει δίχως να πληρώσει το οφειλόμενο ποσό που αντιστοιχεί στα προϊόντα που έχει καταναλώσει σε ένα μαγαζί.

Αν και πιθανό έως προφανές αίτιο αυτής της συμπεριφοράς θα μπορούσε να θεωρηθεί η απώλεια του χρηματικού αντιτίμου που θα έπρεπε να καταβληθεί, τις περισσότερες φορές ο λόγος που οδηγεί τον καταναλωτή να «τραβήξει πιστόλα», όπως λέμε, είναι η υποσυνείδητη ανάγκη που νιώθει να πάει κόντρα στο κατεστημένο, αναδεικνύοντας την λανθάνουσα καουμπόικη κουλτούρα του. Βέβαια, σε καταστάσεις εκτεταμένης χρήσης αλκοόλ, ο πιστολέρο ίσως λειτουργήσει ακούσια, μη όντας ικανός να συνειδητοποιήσει ότι πρέπει να πληρώσει.

Η προέλευση της λέξης αυτής βρίσκεται στη μακρινή άγρια δύση, όπου ο περίφημος Κλιντ Ίστγουντ, οπλοφορώντας, κατανάλωνε αμύθητες ποσότητες αλκοόλ στα εκάστοτε σαλούν και κατόπιν αυτού, εξαιτίας του ευερέθιστου χαρακτήρα του, τραβούσε το πιστόλι του, τα έκανε όλα λίμπα και φυσικά έφευγε κούκλος-ηθοποιός χωρίς να πληρώσει τίποτα!

Αξίζει να σημειωθεί πως αδόκιμη θα ήταν η εννοιολογική ταύτιση της λέξης με τον ομώνυμο ανεγκέφαλο ποδοσφαιριστή του ΟΣΦΠ Κώστα Μήτρογλου, ο οποίος απέκτησε το προσωνύμιο αυτό λόγω του χαρακτηριστικού πανηγυρισμού του!

- Πωωω ρε μαλάκα... τσαλακώσαμε τρία χοτ ντογκ και δύο αραβικές πίτες ο καθένας... Να δούμε πώς θα πληρώσουμε τώρα...
- Άι οφ δε τάιγκα, ρε μαλάκα... θα φύγουμε πιστολέρο στο χαλαρό....

Βλ. και πιστόλα, πιστολιάζω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Έκφραση δανεισμένη απ 'τον κόσμο των πισί. Σημαίνει την καβάτζα ή και την προνοια εξασφάλισης σε ό,τι αναφέρεται ο ομιλών - σλανγκιστής (μην ξεχνάμε την αξιωματική ισχύ του Μέρφυ!).
Η οξυδέρκεια του να έχει κάποιος μπακάπ, συνήθως συνοδεύεται με συναισθήματα ανακούφισης. Πιστεύω ότι δεν χρειάζεται να περιγράψω τι συμβαίνει στην αντίθετη περίπτωση.

  1. - Πού 'τσαι ρε, μία ώρα σε περιμένω, κοντεύει να τελειώσει κι ο γκαϊφές.
    - Τράκαρα το Μαράκι και με χασομέρησε, σόρυ.
    - Ποιο Μαράκι, με τη Σούλα δε νταραβερίζεσαι τώρα;
    - Κρύβε λόγια ρε, το Μαράκι είναι μπακάπ.

  2. - Κι αν δε φτάσουν τα λεφτά για ξίδια, παίζει κι η κάρτα του μπαμπά για μπακάπ, αλλιώς τι σκατά πάρτυ θα κάνουμε;
    - Καλύτερα ρεφενέ, μπρο, αλλιώς μας βλέπω για λουρίδα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παλιά αργκό, στα πρόθυρα της εξαφάνισης.

Αντιγράφω τον ορισμό από Το Λεξικό της Πιάτσας του Βρασίδα Καπετανάκη, πρώτη έκδοση 1950.

Βακέττα, ἡ = Τὀ έκ μὀσχου δέρμα. Μ.τ.φ.ρ. Ἡ ὑπερὠριμος γυνἠ. Ἠ δι' αλοιφὢν καί ψιμμυθἰων προσπαθοὓσα νά παρουσιάσῃ φρέσκον, τό γεγηρασμένον καί ρυτιδωμένον πρόσωπόν της.

Κάπως μου κάνει εμένα ότι ο Καπετανάκης έχει στο νου του ειδικά κάποιες αδύνατες που το πετσί τους, στα μπράτσα ας πούμε, έχει κρεμάσει και έχει ζάρες - ειδικά κι αν είναι στον ήλιο, μαυρισμένες και να γυαλίζουν από τις κρέμες, βακέττα είναι η σωστή λέξη και μακάρι να μη χαθεί.

Και το παράδειγμα είναι του Καπετανάκη.

«... Τὴν εἶδες νύχτα καί σοὒ φἀνηκε νἐα· ἄμα θὰ τὴν δῂς μἐρα, τὀτε θὰ καταλἀβῃς τὶ βακἐττα εἶναι...»

Σκίτσο από το Λεξικό της Πιάτσας (από poniroskylo, 12/02/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η αγγλική λέξη control (έλεγχος), η οποία χρησιμοποιείται στα Ελληνικά αυτούσια σε πλήθος περιπτώσεων:

  1. Το τηλεκοντρόλ, ελληνιστί το (τηλε)χειριστήριο ηλεκτρονικής συσκευής (τηλεόρασης, κλιματιστικού, στερεοφωνικού κτλ.)

  2. Κίνηση που κάνει ποδοσφαιριστής για να ελέγξει την μπάλα, όταν κάποιος παίκτης του την πασάρει, ώστε να διευκολυνθεί π.χ. για να κάνει σουτ ή να περάσει αντίπαλο.

  3. Μέρος τηλεοπτικού στούντιο που δεν είναι ορατό στον τηλεθεατή, όπου βρίσκονται αρμόδιοι που επιβλέπουν την ροή ζωντανής εκπομπής και είναι σε επικοινωνία με τον παρουσιαστή για να του παρέχουν σημαντικές πληροφορίες και να βοηθάνε όποτε υπάρχει πρόβλημα.

  4. Τα πλήκτρα με την ένδειξη Ctrl στο πληκτρολόγιο. Είναι δύο, ένα αριστερά κι ένα δεξιά, κάτω από τα πλήκτρα Shift. Χρησιμοποιούνται για συντομεύσεις ή άλλες λειτουργίες σε συνδυασμό με άλλα πλήκτρα.

  5. Γενικότερα με την έννοια έλεγχος, αντί της ελληνικής λέξης.

  1. Πού έχετε βάλει το κοντρόλ της τηλεόρασης, ρε παιδιά; Δυο ώρες το ψάχνω και δεν το βρίσκω!

  2. Εξαιρετική μπαλιά από τον Κατσουράνη, αλλά ο Καραγκούνης δεν κάνει καλό κοντρόλ κι η μπάλα καταλήγει στα χέρια του Νικοπολίδη.

  3. Με ειδοποιούν απ' το κοντρόλ ότι πρέπει να περάσουμε σε έκτακτο δελτίο ειδήσεων και επανερχόμαστε αμέσως.

  4. Τι να σου πω ρε πατέρα... Ήμουν στο RPG κι είχα φουλάρει στο Mana. Και πάτησα pause να τσεκάρω το chat αν είχε έρθει το DivX και κόλλησε! Τα χασα όλα... Δοκίμασα κοντρόλ αλτ ντιλίτ (Ctrl+Alt+Delete) αλλά το Task Manager είχε παγώσει.

  5. α) Έχασε το κοντρόλ του τιμονιού και το αυτοκίνητο ντελαπάρισε μέχρι να στουκάρει στη μάντρα ενός σπιτιού.
    β) Τον κάλεσαν για ντόπινγκ κοντρόλ και βρέθηκε θετικός σε απαγορευμένες ουσίες.

(από elias-jelay, 02/01/10)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μπούρου-μπούρου, το μπίρι-μπίρι, το λεκτικό σεξ, το καμάκι, το μπλα μπλα, όλα όσα λέγονται γύρω από το σεχ, αλλά δεν γίνονται...

Από το γερμανικό sprechen (μιλάω).

Κοίταξε μανάρα μου, ωραία όλ' αυτά, αλλά ας αφήσουμε για λίγο το σπρέχεν... Καλό, δε λέω, αλλά να μη δούμε και στην πράξη τι γίνεται;...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το υπερκατσαρό μαλλί, σαν αυτό που έχουν οι νέγροι, οι αφρικανοί, εξού και το όνομα. Ο όρος προέρχεται από την αγγλική ορολογία της τρίχας (afro ή fro).

- Το άφρο μαλλί δεν είναι πια της μόδας.
- Ευτυχώς!

(από ironick, 10/08/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified