Ποσότητα ναρκωτικής ουσίας, το «πράγμα». Το φτιάξιμο. Χρησιμοποιείται κυρίως για το χασίς, συχνά δε και για σκόνες.
- Άσε, μού 'πεσε το σταφ στον δρόμο δεν έχουμε ούτε ένα τσιγάρο να πιούμε... Πίκρααα...
Ποσότητα ναρκωτικής ουσίας, το «πράγμα». Το φτιάξιμο. Χρησιμοποιείται κυρίως για το χασίς, συχνά δε και για σκόνες.
- Άσε, μού 'πεσε το σταφ στον δρόμο δεν έχουμε ούτε ένα τσιγάρο να πιούμε... Πίκρααα...
Got a better definition? Add it!
Είναι ο σκασμός, η ησυχία, το «βούλωσέ το» κτλ. Προέρχεται από παράφραση και ελληνοποίηση του γνωστού πλήκτρου mute που βρίσκεται σε κάθε συσκευή που παράγει ήχο. Λέξη που χρησιμοποιείται τόσο ειρωνικά γι' αυτόν που δεν μιλάει και πολύ, όσο και κυριολεκτικά για τον σπασαρχίδη που δεν βάζει γλώσσα μέσα και μιλάει συνεχώς. Χρησιμοποιείται και με το ρήμα πατάω.
- Μούτα ρε φίλε! Μας έχεις πάρει τα αυτιά πάλι!
- Άσε μας ρε μαλάκα. Τι να πω, αφού ξέρεις δεν έχω κέφια.
- Ρε Τάκη θα πατήσεις λίγο τη μούτα μπας και σκοράρω με το γκομενάκι; Τόση ώρα μιλιά δεν έβγαλες, τώρα σου ήρθε να ρωτήσεις πόσο δίνει τον άσσο στο 322;
Got a better definition? Add it!
Η απαραίτητη συνθήκη για την ομαλή πορεία της σεξουαλικής πορείας μιας γυναίκας. Κάθε γυναίκα, κυρίως οι μεγαλύτερες αλλά και οι μικρές, πρέπει να έχει εξασφαλισμένο το σέρβις της, ειδικά στις εποχές των ισχνών αγελάδων. Σέρβις είναι είτε ο αρσενικός που προσφέρει τις θεραπευτικές του υπηρεσίες, ή ίδια η υπηρεσία per se. Για να διευκρινίσουμε τα πράγματα, οι άντρες αυτοί δεν πληρώνονται. Δεν έχουμε φτάσει ακόμα εκεί, όταν λέμε σέρβις. Είναι είτε φίλοι ή άγνωστοι τυχαίοι μιας χρήσεως. Ευτυχώς για τις γυναίκες, είναι πολλοί και διατίθενται με μεγάλη δική τους ευχαρίστηση, είναι αλήθεια. Είναι δε πάντα εν γνώσει του ότι έχουν αυτόν τον ρόλο. Βολεύονται κι αυτοί και γλιτώνουν έτσι τα χειρότερα. Κοινώς, μαζί με τον βασιλικό ποτίζεται και η γλάστρα, μιας κι έχουμε πιάσει τις παροιμίες εδώ μέσα. (βλ. παράδειγμα 1)
Σέρβις όμως λέγεται και η ανακαίνιση της εξωτερικής εμφάνισης της γυναίκας, δηλαδή κανα χημικό πήλιγκ, κανα λιφτάκι, κανα μποτοξάκι, καμιά θηκούλα στα δόντια, κλπκλπ, ή ακόμα και η απλή επίσκεψη στο κομμωτήριο για μαλλί, νύχι και τα συναφή (παράδειγμα 2). Η λέξη είναι συνώνυμη της λέξης ρεκτιφιέ.
Τέλος, καμιά φορά λέμε σέρβις και τα διάφορα ετήσια τσεκάπ, δηλ. τις αναλύσεις αίματος-ούρων, τον οδοντίατρο, τα παπ για τις γυναίκες, κλπ. (παράδειγμα 3)
- Πού είχες πάει χθες, σε ψάχναμε...
- Είχα πεταχτεί στον Τάκη για ένα σέρβις...
- Άντε πάλι!
- Τι, μωρή ζηλιάρα; Βρες και συ ένα σέρβις και θα μου πεις μετά, που μου περιμένεις τον γαμπρό μέρα νύχτα κι έχεις σταφιδιάσει...
- Ρε συ, είδα χθες μετά από καιρό την Τούλα και λάμπει, τι παίχτηκε;
- Ε, τι να παίχτηκε... Κανα σέρβις θά 'κανε, μη νομίζεις.
- Τι σέρβις, τον Τάκη εννοείς;
- Ποιον Τάκη μωρέ και συ, έτσι εύκολα λάμπεις στην ηλικία της με Τάκη; Κανα μποτόξ θα χτύπησε, τι άλλο.
- Πάμε για κανα βρώμικο απόψε;
- Μπαα, δεν θα φάω απόψε, έχω σέρβις αύριο.
- Τι, την Τούλα;
- Ποια Τούλα ρε μαλάκα, αίμα θα δώσω, για χοληστερίνη κλπ.
Βλέπε και σελφ-σέρβις.
Έρωτες χωρίς δεσμεύσεις: ανάβω κεράκι, γαμιολάκι, ελευθερογαμία, ελευθεροσχεσίτες, ένα στα γρήγορα, ερωφίλη, καβάτζα, καβατζογκόμενα, καφέ και πίπα, κοινόχρηστη γκόμενα, ξεπέτα, πηδύλλιο, πισωκολλητός και πισωκολλητή, πουτσοδότης, σαλματζής, σεξάκι (ως και σεξάκοι), σέρβις, φιλικό (τα καλύτερα γκολ μπαίνουν στα φιλικά), φίλοι με προνόμια, fuck buddy, one night.
Got a better definition? Add it!
Χρησιμοποιείται στα games, κυρίως στα online. Πρόκειται για τον εξαιρετικό noob, δηλαδή ανίκανο, ανήμπορο συνήθως χαζό και εντελώς αστοιχείωτο στο να παίξει ένα συγκεκριμένο παιχνίδι...
Μπορεί να βρεθεί και ως νουμποφιντέρι, νούμπακλας, τριπλός αυτιστικός νουμπάς ή νουμπομπετόβλακας.
- ΤΙ κάνεις ρε τριπλονούμπακλαααα!!!! Μόλνιρ στο huskar?!!!!??! (DOTA online game)
- Παράτα το CS, είσαι αστοιχείωτος τριπλονούμπακλας!!!!!!!!!
Got a better definition? Add it!
Σπυρί που βγαίνει εξαιτίας της μακροχρόνιας αποχής από το σεξ ή εξαιτίας της ανεκπλήρωτης σεξουαλικής επιθυμίας. Κατά άλλους, αιτία είναι ότι ο φορέας του σέξσπυρ την έχει κάνει λάστιχο. Με λίγα λόγια, σέξσπυρ λέμε το το καυλόσπυρο.
Ετυμολογία: από το σεξ και το σπυρί ==> σέξσπυρ, κατ'αναλογία προς τον μεγάλο θεατρικό συγγραφέα Σέξπιρ.
Ο πληθυντικός ίδιος με τον ενικό: τα σέξσπυρ.
- Δεν την παλεύει η Μαρία... Κοίτα πώς έχει γίνει, τίγκα στα σέξσπυρ!
- Όχι ρε γαμώτο, πάλι σέξσπυρ έβγαλα κι έχω ραντεβού σήμερα!
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Είναι τα ελληνικά με αγγλικούς χαρακτήρες. Χρησιμοποιούνται για SMS ή στο MSN ή στο mail από Έλληνες του εξωτερικού (γιατί αν στείλεις με ελληνικούς χαρακτήρες θα εμφανίζονται μόνο σύμβολα).
einai apisteuto
Αντίστροφο: engreek.
Το αντίστοιχο σε άλλες γλώσσες: عربيزي, عربي (αραβικά), шльокавица, методиевица, методиица, кирливица, мейлица, чатица, латинец, есемесица, Интернет жаргоница (βουλγαρικά), فارگیلیسی (περσικά), волапюк (ρωσικά)
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Aπό το φράγκα + killer. Ο τσιγκούνης. Συνώνυμα: [φραγκοφονιάς], γερο-Λαδάς.
Ο Μήτσος είναι μεγάλος φραγκοκίλερ: πήγε ραντεβού με την Καίτη και ούτε ένα καφέ δεν την κέρασε!
Got a better definition? Add it!
Είναι το PlayStation σε συντομία.
Θα παίξουμε τίποτα στο πλέι;
Βλ. και προ, PRO, PES.
Got a better definition? Add it!
Διάλεκτος που ομιλείται αυστηρά και μόνο από cool άτομα. Περιλαμβάνει εξελληνισμένες ξένες λέξεις, ε(κ)ξενισμένες ελληνικές κι άλλα τέτοια γλωσσικά μπασταρδέματα.
Ωσεκτουτού, ο όρος coolέζικα μπορεί εύλογα να θεωρηθεί recursive.
Σχετικά: αού, κουλ, κουλαριστά, κούλαρε.
Got a better definition? Add it!
Αγγλική χροιά στη λέξη μήνυμα (sms κινητού), όπου ο φαντάρος το έχει αναγάγει σε τέχνη και στέλνει σε κάθε γνωστό / φίλο / συγγενή / κοπέλα, προκειμένου να περάσει η ώρα πιο ευχάριστα.
Δες και -έισον, -έισιον.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified