Further tags

Η ανδρική βερσιόν της αγαθομούνας. Δηλαδή ο εύπιστος, ο καλοπροαίρετος μέχρι αφελείας, ο βλάκας με κεφαλαίο μι.

Βλ. επίσης: αγαθομούνης, χαζομούνης.

- Δεν φταίει αυτός, εγώ φταίω που εκώλωσα. Όσο γερνάω γίνομαι και περισσότερο αγαθοψώλης.. (εδώ)

- ξεκόλλα μας λες οτι σκεφτόσουν σοβαρά να είσαι μαζί της...είσαι αγαθοψώλης..τι καλό σπιτι μας λες οταν την έχουν τόσο καταπιεσμένη..σύνελθε μην το ψάχνεις το θέμα γιατι θα λαλήσεις. ήδη έκανες υπερβολικά πράγματα για πάρτι της...αφού δε σε σέβεται αυτή ας σεβαστείς τον εαυτό σου.
(εκεί)

Δες και -ψώλης.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ανορθόγραφη μορφή του «υπερκαινοφανής» (ενν. αστέρας) = σούπερ νόβα. Επίθετο για την πρωτάκουστη ανοησία, για την κενή περιεχομένου έκφραση που ακούγεται πρώτη φορά.

Τον άκουσα να μιλάει και πάλι στα τηλεοπτικά παράθυρα και γελούσα με τις υπερκενοφανείς ελληνικούρες του.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γυναίκα μισοριξιά.

Κυριολεκτικά, η κοντή και αδυνατούλα που όμως το παίζει Πάμελα...

Μεταφορικά, η χειριστική γυναίκα, η πουτανόψυχη.

Το μισο-, ενώ αναφέρεται στο ήμισυ, τελικά χωράει και την απόχρωση του μίσους, ως προς την χρήση της, καθότι η λέξη χρησιμοποιείται εξαιρετικά υβριστικά.

Επίσης ουδετεροποιείται και γίνεται «μισομούνι».

  1. δεν θα σε κανει οτι θελει το καθε μισομουνι

  2. μαζί με ένα άλλο εξίσου πράσινο
    μεταχειρισμένο μουνόπανο και εκείνο το μισομούνι την Εύη Τζέκου,
    τη στήσανε και πήγανε να φάνε τον άνθρωπο τον Ζαχόπουλο.

  3. μισομούνες ξεπρωκτιασμένες ημίκολπες πουτανάρες της μητριαρχικής σπυριασμένης χοάνης που μουγγνίζοντας σας ξέρασε σ' αυτόν τον κόσμο...

όλα αυτά τα καταπληκτικά, από το νέτι.

Δες και -μούνα, -γκόμενα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μαύρο που καπνίζεται με μια πατέντα που μετατρέπει σε ναργιλέ ένα ποτήρι γεμάτο νερό.

Αντί νορμάλ τζιβάνας βάζουμε μια πολύ μακριά, σχεδόν σε μέγεθος καλαμακιού, την τυλίγουμε με σελοτέι ώστε να αδιαβροχοποιηθεί (το απλό καλαμάκι δεν μας κάνει, έχει πολύ μεγάλη και ελεύθερη διάμετρο σε σχέση με τη τζιβάνα), ανάβουμε το γάρο, βυθίζουμε το ιδιότυπο αυτό τσιγαριλίκι (όχι από τη μεριά της κάφτρας) μέσα σε ένα ποτήρι με νερό, καπακώνουμε το ποτήρι με την παλάμη μας, ο μπάφος είναι ανάμεσα σε 2 δάχτυλα και όλο το άλλο στεγανό, και από το κενό του αντίχειρα με τον δείκτη, το οποίο εφάπτεται του χείλους του ποτηριού, ρουφάμε τον καπνό θαρραλέα.

Πατέντα περασμένων ένδοξων δεκαετιών, δεν ξέρω αν παίζει ακόμα, τώρα που τεσπα η αγορά βρίθει μικροναργιλεδακίων.

Θυμάσαι ρε μαλάκα τότε που κάναμε διάφορα κόλπα για να γίνουμε; Τι γεμιστάκια, τι με το σπιρτόκουτο, τι ποτηράτα...

Δεν βρήκα ποτηράτο, βρήκα όμως κοκακολάτο. (από Vrastaman, 19/06/11)

Δες και -άτος.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από την παλιά καλή και ξένοιαστη εποχή της δραχμής, ο τσιγκούνης, φραγκοκίλερ, φραγκοφονιάς.

Πάλι μια μελιτζανοσαλάτα μόνο παράγγειλε στην ταβέρνα ο δραχμολάτρης και φυσικά μετά πλήρωσε ρεφενέ.

(από joe909, 04/07/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Σάπιο ονομάζουμε ένα αντικείμενο όταν δεν είναι τόσο καλό ποιοτικά.

Το αντίθετο, δηλαδή όταν κάτι είναι πολύ καλό, το ονομάζουμε μουνάρα.

- Καλός ο καφές στο νέο μαγαζί;
- Μπα, σάπιος ήταν.

- Σάπιο το φτηνοκινητό που αγόρασα, ούτε bluetooth δεν έχει.

- Καλή η νέα γκόμενα του Μήτσου;
- Όχι ρε, σάπια ήταν.

- Το ηχοσύστημα στο αμάξι σάπισε, μία διαβάζει τα cd, μία όχι...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Συνήθως αναφέρεται για να χαρακτηρίσει ένα άτομο όσον αφορά τις εντελώς ανύπαρκτες ή κατά πολύ μειωμένες δεξιότητες που κατέχει σε κάποιο συγκεκριμένο τομέα.

  1. - Νομίζω ότι ο Τάσος είναι και γαμώ τους λογιστές.
    - Ποιός, αυτός; Μεγάλη φλούδα ρε αδελφάκι μου! Αυτός νομίζει ότι το Φ.Π.Α. σημαίνει Φάε Πούστη Αχλάδια!!!

  2. - Προχθές στο μπιλιαρδάδικο ο Χρήστος έκανε δηλώσεις ότι θα σκίσει τον Μπάμπη μεθαύριο. Θα γίνει χαμός!!!
    - Τι χαμός ρε γκοτζίλα; Αφού ο Χρηστάρας είναι και μεγάλη φλούδα... Θα τον πιει κανονικά από τον Μπάμπη!!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει τόσο παχιά και προτεταμένα μουνόχειλα που παραπέμπουν σε πέοντα σε κατάσταση λήθαργου.

-Τσέκαρε ένα άρρωστο ντόγκι εκεί στην μπάρα που χοροπηδάει...
-Τον πάπαρδο δεν τον βλέπεις που πετάγεται από το φέιγ-κολάν;
-Παρ' την πεομούνα από μπροστά μου!

Πεομούνα άλλου είδους (Λούβρο) (από Vrastaman, 02/08/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Από το αγγλικό extreme που σημαίνει ακραίος, υπέρτατος, έσχατος, μέγιστος, υπερβολικός και χρησιμοποιείται για να δώσει ακριβώς τις ίδιες έννοιες, του ακραίου υπερβολικού, κλπ.

Συνηθέστερη έκφραση εξτρίμ καταστάσεις (γκουγκλάρεται και extreme καταστάσεις) Περιλαμβάνει μεγάλη γκάμα, καθώς δηλώνει οτιδήποτε δεν περιλαμβάνεται στις κανονικές συνθήκες μέχρι πραγματικές ακρότητες (θα μπορούσαμε βέβαια να ανοίξουμε μεγάλη συζήτηση για το τι είναι κανονικές συνθήκες και τι ακρότητες, αλλά δεν θα έβγαζε πουθενά).

Άλλη συνηθισμένη έκφραση είναι τα extreme sports που είναι ολόκληρη κατηγορία. Ανάμεσά τους συγκαταλέγονται τα Bungee jumping, rafting, kayak, rappel, canyoning, mountain bike, αιωροπτερισμός κ.α.

Σαν εξτρίμ σπορ μπορούν να χαρακτηριστούν και πολλές, κατά τα άλλα καθημερινές δραστηριότητες, σε ιδιαίτερες συνθήκες, πχ να διασχίσεις την Κηφισίας όταν δεν δουλεύουν τα φανάρια, να βρεις ταξί στην Πανεπιστημίου μεσημεριάτικο κ.α.


πάσα: Galadriel στο ΔΠ

Για εφτακάβαλο και οχτακάβαλο δεν γίνεται λόγος, γιατί τότε πάμε σε εξτρίμ καταστάσεις. (allivegp στο εξακάβαλο)

Για πιο εξτρίμ φλεβοκαταστάσεις, το φαρμακάκι επιβάλλεται. (johnblack στο φλεβίδια)

…όταν ξέμενε από καθαρά βρακιά, φορούσε τα φορεμένα της ανάποδα – σε εξτρίμ περιπτώσεις που εξαντλούνταν και διπλοφορεμένα, σταματούσε να φοράει και καθόταν κατάμουνα. (Galadriel στο το βρακί ανάποδα)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προσβλητικός όρος που χρησιμοποιείται για την ξiνή, δύστροπη γυναίκα. Λέγεται και για τις μπουρναζογκόμενες που παριστάνουν τις δύσκολες. Δυνητικά και για όσες έμειναν στο ράφι.

Ρε Σταμάτη, φοβερή γκόμενα η Γιάννα.
– Άσε ρε Νίκο με την ξυλομούνα! Αυτή όπως πάει θα μείνει στο ράφι!

Δες και -μούνα.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified