Ο σκιτζής.
Ο οδοντίατρος ήταν αλμπάνης και το σφράγισμα έφυγε σε 2 μέρες.
Ο σκιτζής.
Ο οδοντίατρος ήταν αλμπάνης και το σφράγισμα έφυγε σε 2 μέρες.
Κακοτεχνίτες: αλμπάνης, καλαμπόρτζης, κομπογιαννίτης, μπασματζής, ξυλοσχίστης, σκιτζής.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο εισαγγελέας (με σλανγκική αποκοπή). Παλαιάς κοπής έκφραση.
Ο λέας προφανώς δέχτηκε τη μηνυτήρια αναφορά από τον ασφαλισμένο και ενήργησε μέσα σε προβλεπόμενα πλαίσια: συμβουλεύτηκε τον προϊστάμενο της υπηρεσίας, Δ/ντη του ΚΥ. Ωστόσο, δεν μπορούσε να βρει και να διαβάσει το Π.Δ. 121;
Και ο Δ/ντης του ΚΥ; Τί πήγε και είπε στον λέα και οδηγήθηκε η υπόθεση στο ακροατήριο; (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Εκ τηλεόρασης νεοντελάλης, ο οποίος διασώζει μία ή και τις δύο από τις παρακάτω ιδιότητες του παλιού καλού ντελάλη:
Αποτελεί έναν μεσάζοντα μεταξύ του καθεστώτος και του υπηκόου. Παλιότερα ανήγγελε τα αποφασισθέντα, σήμερα τα διερμηνεύει κομψότερα στα παραθύρια, διατηρώντας ωστόσο έναν τυπικό χατζηαβατισμό.
Διαλαλεί την πραμάτεια του την οποία και πουλάει προνομιακά. Σημαντικό χαρακτηριστικό του είναι η απαραίτητη φωνάρα.
Οι χτεσινές εκλογές, αυτοδιοικητικές ή ό,τι άλλο σκαρφιστούν (εκ των υστέρων) οι τηλεντελάληδες του καθεστώτος, επιβεβαίωσαν πως οι Ελληνες ψηφίζουν κατά ένα μεγάλο μέρος τους οπαδικά, ένα άλλο από καθαρό προσωπικό συμφέρον και μόνο μια μειοψηφία αφού πρώτα σκεφτεί ποιοι είναι και τι θέλουν οι υποψήφιοι. (Εδώ).
Αυτά λεγόντουσαν σε μια Βουλή όπου ήταν απαγορευτικό να συμμετέχουν, αγράμματοι ,« συμπαθητικοί χαζοί», γραφικοί , κομφερανσιέ, τηλεντελάληδες και παντός είδους φρούτα εποχής. (Εδώ).
Καφρε ξερεις κανενα σοβαρο ιστορικο να ειναι ΤΗΛΕΝΤΕΛΑΛΗΣ;;; Καφρε η ιστορια δεν πουλιεται αλλα διδασκεται (Εδώ).
Got a better definition? Add it!
Ο συγγραφέας που έχει γράψει ένα ή περισσότερα μπεστ σέλερ (αγγλ. bestseller, βιβλίο με υψηλές πωλήσεις).
Η λέξη συχνά φέρει ένα φορτίο για το τι άποψη έχει ο ομιλών για τους μπεστσελεράδες, είτε θετική (ότι ο μπεστσελεράς έχει αυξημένο κύρος) είτε αρνητική (ότι ο μπεστσελεράς βγάζει στα πανέρια μια τέχνη υψηλή).
Από εδώ:
Έτσι καταπολεμάται η μοναξιά, λέει ο Nassim Taleb που είναι και μπεστσελεράς.
Από εδώ:
Ο Θαφόν είναι πιο προσγειωμένος,συνειδητός μπεστσελεράς.
Από εδώ:
Πρόσφατα γνώρισα έναν νεαρό, επίδοξο συγγραφέα, που μου εξομολογήθηκε με αξιοζήλευτη ειλικρίνεια ότι δεν φιλοδοξούσε με το γράψιμο ν΄ ανακαλύψει τον εαυτό του, να εξερευνήσει κρυφές πτυχές της ύπαρξης, να κατακτήσει μια θέση στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων και άλλα τέτοια, αλλά, πολύ απλά, να βγάζει καλά λεφτά από τα βιβλία του. Με άλλα λόγια, να γίνει μπεστσελεράς.
Got a better definition? Add it!
Φεύγω ακριβώς στην ώρα μου στο τέλος της εργασιακής ημέρας. Παρομοιάζει δρομείς στίβου που ξεκινούν με το άκουσμα του πιστολιού.
- Έφυγε ο Γιώργος;
- Ναι ρε 'συ, πήγε 17:02. Αφού ξέρεις ό,τι το πιστολιάζει.
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Ο παπάς, ο ιερέας στα καλιαρντά εκ των βακουλή (= Εκκλησία) και πουρός.
Το βακουλή χρησιμοποιείται σε πολλές λέξεις της καλιαρντής που σχετίζονται με την Εκκλησία. Ο Ηλίας Πετρόπουλος (Τα Καλιαρντά, 1971) αναφέρει ως πιθανή ετυμολογία την προέλευση από τα αβάς (abbé στα γαλλικά) και kule = πύργος στα τουρκικά.
Ο δεύτερος, σπούδασε μαθηματικός ο Μιχάλης, ήσυχο παιδί, μαζεμένο, του Θεού. Της προσευχής και της μετανοίας. Τα κατάφερε αυτός, διορίστηκε, μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει, πέφτει το παραδάκι, ασφαλίστηκε, έκανε και μια λατσή κρεμάλα με μια μούτζα με μπερντέ, τη νύφη μου, τη Γαρυφαλλιά. Η νύφη μου είναι ψυχικιάρα, του «Κυργιελέησον» κι αυτή και με συμπονά. Τα πάμε καλά, μου στέκεται στα δύσκολα. Στο τέλος έγινε παπάς το θεόπαιδο. Τρία αδέρφια, το καθένα κι άλλο μπαϊράκι. Ο πρώτος, καππακάππας, ο δεύτερος, βακουλοπουρός, ο τρίτος, καραλούγκρα. (Από το μυθιστόρημα του Θωμά Κοροβίνη «Ο Γύρος του Θανάτου»).
Got a better definition? Add it!
Σκωπτικό προσωνύμιο το οποίο έχουν δώσει οι πολιτικοί του αντίπαλοι στον νυν (την ώρα που γράφεται το άρθρο) πρωθυπουργό της χώρας Αντώνη Σαμαρά καθότι, κατά δήλωση του ιδίου, σε ερώτηση πολίτη η οποία έγινε κατά τη διάρκεια τηλεοπτικής εκπομπής για το αν έχει εργασθεί ποτέ στη ζωή του προτού ασχοληθεί με την πολιτική, ανέφερε ως εργασία το γεγονός ότι διατηρούσε πιτσαρία μαζί με συμφοιτητές του στην Αμερική.
Έκτοτε, οι πολιτικοί του αντίπαλοι του κόλλησαν το προσωνύμιο «πιτσαδόρος» θεωρώντας μάλλον ευτελές το να διατηρεί κάποιος πιτσαρία καθώς για αυτούς πραγματική δουλειά είναι μόνο το γιαπί, το πηλοφόρι, μυστρί, αφού ως γνωστόν είναι μπρουτάλ άνδρες και όχι αμερικανάκια. Πολλοί μάλιστα, για να δηλώσουν την πλήρη απαξία τους στο πρόσωπό του, τον αναφέρουν σκέτο «ο πιτσαδόρος» χωρίς καν να αναφέρουν το όνομά του.
1. Ο πιτσαδόρος Σαμαράς δίνει μπιρ παρά το δικαιώματα της ΕΡΤ
2. Φάκελος «Classics σα(χλα)μαράδων»: Όταν ο πιτσαδόρος καλούσε σε αποστασία από την τσοντοφυλλάδα των «Νέων»
Got a better definition? Add it!
Published
Last modified
Το επάγγελμα του βαρκάρη και ενίοτε του ψαρά στην αργκώ της πιάτσας του Πειραιά. Προέρχεται από τον όρο ξύλα που σημαίνουν τα κουπιά.
- Εσείς τί κάνατε τότε στον Πειραιά;
- Ξυλομηχανή, κύριε δικαστά!
(γέλια στο ακροατήριο)
-Ησυχία! Τί ένοείτε κύριε μάρτυς;
- Να, μωρέ, βαρκάρης, ψαράς!
(από τη βιογραφία του ρεμπέτη Γ. Παπαιωάννου).
Got a better definition? Add it!
Ο στεγάς, αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει στέγες, στα Ελληνοαμερικάνικα.
Απο το «roof» (στέγη) και το «φκιάνω».
-Μετά τα τελευταία μπηλοζήρια στάζει το ταβάνι.
-Οκέυ. Θα φωνάξω το ρουφιάνο να το φκιάσει.
Got a better definition? Add it!
Ο σκηνοθέτης που κάνει ταινίες μικρού μήκους, κατά κύριο λόγο συστηματικά. Δεν είναι μικρομηκάς δηλαδή κάποιος που απλά έκανε και μία μικρού μήκους.
Got a better definition? Add it!