Selected tags

Further tags

Το ρήμα «βελάζω» στον αόριστο κυρίως (και μερικές φορές στους παρακείμενο / υπερσυντέλικο: «έχω / είχα βελάξει») χρησιμοποιείται:

- με την έννοια του «ξεροσταλιάζω» (μένω δηλαδή πολύ ώρα στον ήλιο ή στη ζέστη χωρίς νερό) και γενικά ταλαιπωρούμαι αφάνταστα, τα φτύνω, βαράω μπιέλα, μου φεύγει ο κώλος, μου φεύγει ο πάτος, γαμιέμαι στην κούραση, κλάνω από την κούραση,

- με την έννοια του φοβάμαι, χέζομαι, κλάνω πατάτες, μου φεύγει η μαγκιά ή ο τσαμπουκάς.

Οι δύο έννοιες, αν επιταθούν, τέμνονται στο σημείο της απελπισίας, εξ ου και η σχετική επικάλυψη.

Δεν έχει να κάνει με τον ήχο του βελάγματος, αλλά μάλλον με το ότι όταν ταλαιπωρείται ή φοβάται ή και τα δυο, το πρόβατο βελάζει παίρνοντας αυτήν την κακόμοιρη και πανικοβλαμμένη γκριμάτσα με τη γλώσσα να πλαταγίζει έξω από το στόμα, παραπονούμενο ουσιαστικά για την τρέχουσα ενσάρκωσή του.

Στην περίπτωση του νοήματος του «φοβάμαι», ωστόσο, ενδεχομένως έχει να κάνει και με την κραυγή του προβάτου καθώς μια ακόμα έννοια του «βέλαξα» στην καθομιλουμένη όσων τουλάχιστον έχουν καταγωγή και γλωσσικές μνήμες από Ήπειρο / Δυτική Στερεά (ίσως και από αλλού;) είναι το «έβγαλα κραυγή» (από τον πόνο) ή ίσως πόνεσα τόσο πολύ ώστε έμεινα με ανοιχτό το στόμα χωρίς καν να μπορώ να βγάλω φωνή (άρα και εδώ σημασία έχει η γκριμάτσα τόσο όσο και ο ήχος).

Γενικά η φθογγική δύναμη της -ηχοποιητής έτσι κι αλλιώς- λέξης και η αρχική έννοια του «πονάω», ευθύνονται μάλλον για τις επεκτάσεις στις δυο πρώτες, περισσότερο σλανγκικές έννοιες.

  1. Ε μα πού στον πούτσο είναι αυτή η καβάτζα ρε δικέ μου, βέλαξα τόση ώρα περπάτημα!

  2. Πήγα ΙΚΑ για ακτινογραφία... βέλαξα!

  3. Ο overboost με έβαλε στο Nissan χθές και με έστριψε στο δεύτερο πέταλο (μετά την καντίνα το μεγάλο) με 145km/h!!!!!!!!
    Βέλαξα!!! Τρελό το Ντάτσουν...
    (πηγή: βλ. εδώ).

  4. Κόβω με το μαχαίρι λίγα «μάτια» της απόχης και πάω να βγάλω την σαλλαγκιά* από το στόμα της παλαμίδας. Με εκδικήθηκε ! Μου έπαιξε μία δαγκωνιά που βέλαξα!
    (πηγή: βλ. εδώ).


  • το ψάρι / δόλωμα (;) που (δεν) απαντά και στο ερώτημα «τι είναι το σαλάνγκρι» που είχε τεθεί εδώ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το μυρμήγκι στα καλιαρντά. Δηλαδή το τσιγκούνικο ζουζούνι, που καβατζώνει φαί για τη φωλιά.

Η λέξη βγαινει απο τον Εβραίο τοκογλύφο Shylock στον Έμπορο της Βενετίας του Σέξπηρ.

Καγκελόκαρο το τσαρδί. Ούτε ζουζουνοσάιλοκ δεν βιζιτάρει αποκατέ!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πέραν της ήδη καταχωρημένης σημασίας, η λέξη χρησιμοποιείται και για έναν συγκεκριμένο τρόπο τυποποίησης και εμπορίας της ζωοτροφής, ιδίως του τριφυλλιού, αλλά και του καλαμποκιού, του κριθαριού κλπ. Η βάση του προϊόντος, αφού επεξεργαστεί και αφυδατωθεί, καλουπώνεται σε κυλινδρικά ή παραλληλεπίπεδα τεμάχια των μερικών εκατοστών που, τηρουμένων των αναλογιών, μοιάζουν με τις καραμέλες για ανθρώπους.

- Κύριε Πρόεδρε, το εργοστάσιό σας παράγει ζωοτροφές με τον ίδιο τρόπο εδώ και είκοσι χρόνια. Η εταιρεία μας μπορεί να σας βοηθήσει να...
- Ναι ρε, είκοσι χρόνια. Εσύ τι ζόρι τραβάς;
- Απλά μπορώ να σας προτείνω μια ολοκληρ...
- Κοίταξε αγόρι μου για να τελειώνουμε. Από εμένα έχει φάει καραμέλα ένα στα δύο πρόβατα που έχει σουβλίσει η Ελλάδα από την Αλλαγή, επί Αντρέα. Τέλος. Άμα πουλάς τίποτα καζάνια ανοξείδωτα που ψάχνω για την μικρή μονάδα το συζητάμε. Αλλιώς άμε στο καλό.

Καραμέλες ζωοτροφών (από poniroskylo, 21/06/09)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η γκόμενα που έχει κορμάρα που φουσκώνει παντελόνια αλλά μούρη που εκτροχιάζει τρένα από την ασχήμια της .... και ωσεκτουτού η χρησιμότητά της είναι αυτή της γαρίδας: τρως το σώμα και φτύνεις το κεφάλι ...

- Κολλητέ τσέκαρε κώλο το μωρό...!!
- Το είδα αλλά η τύπισσα είναι γαριδογκόμενα, άμα γυρίσει πρόσωπο θα πάθεις εγκεφαλικό!....

βλ. επίσης γαρίδα, γκόμενα-γαρίδα, γυναίκα-γαρίδα και πεσκανδρίτσα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Παράγω ήχους όπως νιιιι συνεχόμενο, ναιαιαια γεμάτο νάζι και γενικότερα όλες οι λέξεις που χρησιμοποιώ από- και κλείεται να μην έχουν ένα ερωτηματικό γεμάτο απορία ή έστω μια γλυκιά κατάληξη.

Συνήθως οι γυναίκες που νιαουρίζουν, πειράζουν ταυτόχρονα και τις άκρες των μαλλιών τους. Όταν τσιρίζουν ή διαμαρτύρονται για κάτι, το νιαούρισμα παύει να είναι όσο να πεις σέξι και καταντάει τσιρίδα σκέτη που σου σπάει τα τύμπανα. Οι κοπέλες που νιαουρίζουν δεν πρέπει να συγχέονται με τις χαζογκόμενες (είναι εντελώς διαφορετική κατηγορία). Επίσης το ότι νιαουρίζουν δεν σημαίνει ότι δεν έχουν άποψη πάνω στο θέμα, απλά το λένε πιο ναζιάρικα (βρε παιδί μου). Δεν είναι απαραίτητο πως τους αρέσουν οι γάτες, το διευκρινίζω.

Τους άντρες ή που τους φτιάχνει πολύ το συγκεκριμένο νιαούρισμα ή που τις κοροϊδεύουν ή στην τελική τις θεωρούν φάκαμπλ. Η γυναίκα που νιαουρίζει θέλει ειδικές οδηγίες χρήσης, όπως και τα γατάκια όταν νιαουρίζουν κάτι ζητάνε αλλά το θέμα είναι να βρεις τι :-)

- Έλα ρε μωρό μουυυυ, πάλι δεν θα’ ρθεις; Έλα (συνεχόμενα), με νευριάζεις (το ν παρατεταμένο, περικαλώ).

*Το παράδειγμα χρειάζεται ηχητική βοήθεια, όπως καταλάβατε.

βλ. και πεινιάω

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η βρωμούσα, το μικρό αυτό σκαθαρέ και πλακέ λαχανί έντομο που πετά απότομα και χτυπιέται σαν τρελό στους τοίχους και τα παραθύρια, το οποίο δεν πρέπει να σκοτώνουμε αλλά απλώς να απομακρύνουμε (δεν τσιμπάει), γιατί αλλιώς βρωμάει τρελά, εξού και η λέξη βρωμούσα. Τώρα γιατί λέγεται και κλασοπαπαδιά, δεν το γνωρίζω... Μάλλον μια κλανιάρα παπαδιά είναι ό,τι χειρότερο και πιο σιχαμερό μπορεί να μας έβρει και θυμίζει τη μυρωδιά της σκοτωμένης βρωμούσας...

- ΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙΙ!!!!!
- Αμάν ρε Φωφώ, μην κάνεις πια έτσι με κάθε τι που πετάει! Κλασοπαπαδιά είναι, να, πάει, την έβγαλα έξω, εντάξει είμαστε τώρα;

(από mafie, 04/09/11)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Όργανον της τάξεως ανήκον εις το Λιμενικόν Σώμα.

Καλείται με απαξία έτσι, διότι κουρνιάζει στον προλιμένα σαν τους γλάρους, δηλαδή είναι γιαλατζή ναυτικός αλλά και διότι δεν είναι βεριτάμπλ μπάτσος (βλοσυρός, απειλητικός κτλ), είναι άοπλος και έχει μικρή γκάμα αρμοδιοτήτων, όπως άλλωστε και οι παρκόμπατσοι (δημοτική αστυνομία).

Αυτά όμως, μέχρι πρόσφατα (90'ς), που ήταν ακόμη κλειστά τα σύνορα (δηλ. χωρίς εκτεταμένη λαθρομετανάστευση-διεθνές έγκλημα κτλ) και που περιορίζονταν συνήθως σε καθήκοντα τροχονόμου των πλοίων και επεδίδοντο μετά μανίας στο τάβλι και στο καμάκι.

Μάλιστα, οι αδερφές τους εσνόμπαραν προτιμώντας τους άνδρες του πολεμικού ναυτικού, (που έχουν παρόμοια στολή), θεωρώντας τους τελευταίους πιο αρρενωπούς.

Τα παλιά χρόνια (μέχρι το '70), το ελληνικόν κράτος διέθετε αξιωματικούς του Λιμενικού Σώματος, αλλ' όχι λιμενοφύλακες, δουλειά την οποίαν έκαναν αμισθί τα, υπηρετούντα την θητεία τους, ναυτάκια επί 36-38 μήνες (χώρια οι φυλακές)...

Σε πολλές ταινίες του ελληνικού σινεμά, φαίνονται ναυτάκια εν στολή, με κορδέλα «Λιμενικόν Σώμα» στην ασπιρίνη, που δένουν και λύνουν κάβους ή κατεβάζουν κλίμακες εμπορικών (δηλ. ιδιωτικών) πλοίων, φυλάνε περίπολα στα λιμάνια κτλ.

Εξ άλλου, τα μεγάλα μηχανικά ή κατασκευαστικά έργα μέχρι πρότινος, τα αναλάμβανε ο Στρατός, που είχε (και έχει) τζάμπα εργατικό δυναμικό.

Σήμερα, οι περισσότεροι γλαρόμπατσοι είναι μοριοδοτημένοι πρώην μπακακοί (βατράχια των Ο.Υ.Κ.), ζόρικοι, ένοπλοι, φοράνε κάτι ξεγυρισμένες παραλλαγές, αντιμετωπίζουν τρελό λαθρεμπόριο στην ανοικτή θάλασσα (αλιευτικές παραβιάσεις Τούρκων-Ιταλών, μετανάστες, trafficking ανθρωπίνων ιστών/παιδιών/πορνών/ναρκωτικών κτλ), συχνά συνοδευόμενο από πιστολίδι και κάνουνε και search and rescue επιχειρήσεις άμα λάχει.

Οπότε, δέον όπως επινοηθεί νέος χαρακτηρισμός.

- Τί έγινε, γιατί δε μας αφήνουνε να μπούμε στο καράβι;

- Τσακώνονται οι νταλικέρηδες για τη σειρά με κάτι γλαρόμπατσους...

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Το καλοθρεμμένο ζώο. Αυτό που είναι παχύ.

Είχαμε ένα σκύλο λουντρούκι!

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Λέξη που χρησιμοποιείται στο κυνήγι και σημαίνει επαναφορά του θηράματος από τον σκύλο.

Αζόρ απόρτ!!!

Τα κόκερ και τα λαμπραντόρ είναι τέλεια στο απόρτ.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Ντορός λέγεται, στη γλώσσα των κυνηγών, η οσμή που αφήνει το τριχωτό θήραμα, είτε είναι λαγός είτε κουνέλι, αγριογούρουνο, αλεπού. Βάσει αυτής της οσμής τα κυνηγόσκυλα ιχνηλάτες βρίσκουν το θήραμα και το ξεφωλιάζουν αρχικά και καταδιώκουν εν συνεχεία

Τα γκέκικα σκυλιά έχουν πολύ ευαίσθητη μύτη. Και ο παραμικρός ντορός εντοπίζεται.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified