Further tags

Εκ του άμα τη εμφανίσει (με την εμφάνιση, μόλις εμφανίστηκες)... Σημαίνει λόγω της «γαμάτης» εμφάνισης. Γιατί είσαι ωραίο μωρό Hot λόγω Φατσέα!

Σε ερωτεύτηκα γάμα τη εμφανίσει !

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

  1. Η εκφώνηση της λέξης ποιότητα από τον Κώστα Σημίτη

  2. Η λέξη χρησιμοποιήθηκε από ορκισμένους εχθρούς του τέως πρωθυπουργού για να αναφερθούν απαξιωτικά στο στυλ του και την πολιτική του. Ενίοτε η λέξη προσωποποιήθηκε, “Ο κύριος Πχοιότητα”, για αναφορά στο πρόσωπο του τέως πρωθυπουργού είτε από επικριτές τους είτε από οπαδούς του με αίσθηση χιούμορ.

  3. Στην μετά Σημίτη εποχή η λέξη χρησιμοποιείται ως προσδιορισμός, με ποικίλες και και πολλές φορές αντίθετες έννοιες, σχετιζόμενος με την τέχνη. Σε γενικές γραμμές η λέξη χρησιμοποιείται για να εκφράσει αποδοχή ή αποδοκιμασία ενός έργου τέχνης ή μιας καλλιτεχνικής αντίληψης. Το ενδιαφέρον βρίσκεται στο γεγονός ότι η χρήση της είναι αυθαίρετη και η απόδοση θετικής ή αρνητικής έννοιας στον προσδιορισμό εξαρτάται από την σχολή καλλιτεχνικής αντίληψης του χρήστη της λέξης και από την άποψή του για το έργο τέχνης ή σχολή αναφοράς.

α) Σε πολλές περιπτώσεις η λέξη χρησιμοποιείται για να αποδοκιμάσει τέχνη η οποία είναι κατ' εξοχήν καταναλωτική ή απλά χαμηλής αισθητικής (με βάση την αποδοχή της καλλιτεχνικής ελίτ).

β) Σε κάποιες περιπτώσεις η λέξη χρησιμοποιείται για να επιδοκιμάσει καλλιτεχνικά έργα τα οποία παρότι είναι υψηλής αισθητικής, σε σχέση φυσικά με τις προτιμήσεις του σχολιαστή τους, δεν τυγχάνουν ευρείας αποδοχής καθώς οι δημιουργοί τους δεν ανήκουν στο “γενικά αποδεκτό” στερέωμα της τέχνης και δεν τυγχάνουν ευνοϊκής κριτικής από τα μίντια.

γ) Σε μια “διεστραμμένη” μορφή, η λέξη χρησιμοποιείται για να εκφράσει αποδοκιμασία τέχνης η οποία, παρά το γεγονός ότι αντικειμενικά είναι υψηλής αισθητικής, δεν τυγχάνει αποδοχής από τον σχολιαστή της, που, ουσιαστικά, προτιμά μία μορφή υπο-κουλτούρας η οποία δεν «είναι γενικά αποδεκτή από το ευρύ καλλιτεχνικό κοινό.

δ) Άλλες φορές τέλος χρησιμοποιείται απλά ως υποκατάστατο της λέξης »ποιότητα«.

  1. Ο όρος απαντά και ως πχιόττα, ενσωματώνει δηλαδή και το φαινόμενο του φαγώματος μιας συλλαβής. Πιθανότατα δε, το πχιόττα να ήταν η εκφώνηση του πχοιότητα από τον Κώστα Σημίτη σε περιπτώσεις που ήταν ιδιαίτερα κουρασμένος.
  1. Δεν υπάρχει γραπτό παράδειγμα.

  2. Βγαίνει και ο Σημίτης και έχει το θράσος να μιλάει για αναπτυξιακή πολιτική! Ναι την ξέρουμε την άχρηστη πολιτική του. Σκέτη πχοιότητα!

... Οι λόγοι για τους οποίους έκανε στροφή ο κύριος Πχοιότητα ίσως να μην είναι ολοφάνεροι...
(blogspot.com)

  1. α) - Πού πήγες χθες βράδυ τελικά;
    - Σ' ένα undergound σκυλάδικο στην Εθνική (οδό Αθηνών-Λαμίας)
    - Μουσική πχοιότητα βλέπω!

β)
... Kαι λίγη πχοιότητα, διότι τα 'χω πάρει με τις “ποιοτικές” αηδίες που βλέπω τριγύρω μου...
(blogspot.com)

γ)
... κλασική μουσική! καλή η πχοιότητα, αλλά εδώ (link) δε παίζεται ο Μελάς! γεια σου μανα Σαλονίκη ...
(twitter.com)

δ)
... Καλέ, εγώ δεν σχολίασα την πχοιότητα (αρνητικά ή θετικά). Απλώς έχει τύχει να δουλέψω μια φορά ένα κείμενο που ήταν η βιογραφία του. Κι έλεγε αυτά ακριβώς που έγραψα. Και με εντυπωσίασε. Αυτά ... (blogspot.com)

Σταρόβας "έχω πάθει πχοιότητα" (από Khan, 05/01/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Δύο μεγάλες κατηγορίες:

  1. Ο πολιτικός που είναι χαρισματικός, επικοινωνιακός, έχει λέγειν (ή λένιν) και μπορεί να εμπνεύσει τον κόσμο, εν ολίγοις ένας πολιτικός που μαγεύει από τα μπαλκόνια. Για τους επικριτές του μπαλκονάτου, πρόκειται για πολιτικό δημαγωγό και λαϊκιστή που στην Ελλάδα της κρίσης τσουβαλιάζεται και αυτός ενίοτε στους λόγους για τους οποίους φτάσαμε εδώ που φτάσαμε, καθώς έχει ταυτιστεί με την εϊτίλα, που ενέχεται από ορισμένα αφηγήματα για τα σημερινά δεινά. Νεομπαλκονάτος είναι με αυτήν την έννοια ο πολιτικός που προσφέρει σανχθές στόρι, διεκδικώντας ότι μπορεί και σήμερα να μαγεύει με την αύρα της προσωπικής του γοητείας, ακόμη και μέσα στον ανέραστο οικονομικίστικο κόσμο όπου ζούμε. Σχετική ρίμα: «Νάτος νάτος ο μπαλκονάτος», κατά το «νάτος νάτος ο πρωθυπουργός».

  2. Μπαλκονάτη είναι η γυναίκα με μεγάλα μπαλκόνια, η βυζαρού.

Το επίθετο, όπως διαπιστώνω από το γούγλισμα, μπορεί να έχει και μη μεταφορικές χρήσεις, όπως λ.χ. για να περιγράψει ένα διαμέρισμα, ή μια κουκέτα πλοίου με μπαλκόνι, μια γειτόνισσα που ξημεροβραδιάζεται στο μπαλκόνι για να κουτσομπολεύει κ.ο.κ.

1. α) Η Σύνοδος των G3 και ο «μπαλκονάτος». Οι εκλογές είναι η μπλόφα του συστήματος και ο Αλέξης θα τις ζητήσει μόνο όταν τα γκάλοπ τον δείξουν 10% μπροστά…
Έστειλε και ανοικτή επιστολή δια μικροφώνου στη Μέρκελ, θυμίζοντας τον Βασίλη Λεβέντη στις όχι και τόσο καλές στιγμές του…
Με το αντηλιακό παραπόδα μας ευχήθηκε –με τον τρόπο του- καλό καλοκαίρι. [...]
Το «μπαλκόνι» πάντως το έχει: με εμφάνιση πιτσιρικά, τόνο τσιριχτό, απατημένου αλλά πολιτισμένου συζύγου και διάλεκτο της αριστερής πτέρυγας του ΠΑΣΟΚ το 1980, όλο το μέλλον είναι δικό του. Το απώτατο…

β) Είτε συμφωνεί κάποιος με τις πολιτικές θέσεις και απόψεις του Βουλευτή Ημαθίας Μιχάλη Χαλκιδη... είτε τον συμπαθεί ή όχι αυτό που αναγνωρίζουν όλοι ακόμα και οι αντίπαλοί του είναι ότι ο εν λόγω πολιτικός έχει πλούσιο πολιτικό λόγο. Αρκετές φορές τον έχουμε ακούσει και έχουμε διαπιστώσει ότι γνωρίζει πολύ καλά να μιλάει σε ένα ακροατήριο. Ο πολιτικός του λόγος έχει δύναμη,πάθος και επιχειρήματα. Αν και έχουμε διαφωνήσει πολλές φορές με τις θέσεις και τις απόψεις του έμπειρου πολιτικού για να είμαστε αντικειμενικοί και δίκαιοι οφείλουμε να παραδεχθούμε ότι έχει απίστευτη πειθώ όταν μιλάει. Δεν συμβουλεύεται χαρτιά και σπάνια θα τον ακούσεις να κάνει σαρδάμ. Θεωρείται από τους πιο μπαλκονάτους πολιτικούς της Ημαθίας!!!

2. Η «μπαλκονάτη» Βικτόρια πανηγυρίζει τη Eurovision.

Στον καυλύτερο από όλους τους δυνατούς κόσμους έχουμε πολιτικούς που συνδυάζουν τις δύο σημασίες της μπαλκονάτης. (από Khan, 18/12/13)Μπαλκονάτη υποστήριξη των εθνικών συμφερόντων. (από Khan, 19/12/13)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Η κόκα, το γαμήσι, το χρήμα.

  1. - Τίγκα στο κοκό ήταν η Νίτσα χτες.

  2. - Σήμερα δεν έχει κοκό, έχω πονοκέφαλο.

  3. - Τέρμα το κοκό. Πρέπει να βρω καλύτερη δουλειά.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Είναι μια σουηδική βότκα. Αλλά το λέμε και όταν κάποιος είναι ο number one, ο τελειοτερότερος, πολύ καλός ή πολύ κουκλί, γκόμενος ή γκόμενα (εξαρτάται απ' το φύλο).

Και υπάρχει και το επίρρημα αμπζοφακινλούτλυ, που θα πει σίγουρα, οπωσδήποτε, δε σηκώνω αντιρήσεις φίλε! Το 'πε ο Παπακαλιάτης σε μια σειρά και μετά έμεινε.

  1. - Είδες το νέο γκόμενο της Μαρίας*;
    - Ναι.
    - Μιλάμε είχαμε πάει για μπάνιο, και έχει τον άμπζολουτ κώλο!!!!
    - Έχει όμως και ωραία γκριζογαλάζια μάτια.
    - Αλλά κυρίως άμπζολουτ κώλο!!
    - Λολ φιλενάδα.....
  • φανταστικό όνομα.
  1. - Θα έρθεις το βράδυ στο Άνιμαλ**;
    - Αμπζοφακινλούτλυ!!!!!
    - Έτσι μπράβο!

** Η συζήτηση ήταν τον Σεπτέμβριο.

(από Mr. Cadmus, 22/01/12)Αψολούτ φιάλη (από Vrastaman, 22/01/12)

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Τα μπατζάκια σε μια ακόμα σλανγκ συνεκδοχή, καθώς κ η αντικατάστασή τους από όλο το παντελόνι, χρησιμοποιούνται για να δηλώσουν κ την ικανότητα κάποιου να κρατάει το λόγο του, να είναι συνεπής, να προσέχει πού βάζει την υπογραφή του, να έχει μπέσα, ντομπροσύνη, ευθύτητα, γενναιότητα κ λοιπές αρετές που σε μια πιο παλιά εποχή, ήταν αυτομάτως κατανοητό, ότι διαμοιράζονται... αυθορμήτως κ αυστηρά μεταξύ του άρρενος πληθυσμού, αφού δεν υπήρχε περίπτωση να βρεις πραγματική γυναίκαμε παντελόνια κ πολύ περισσότερο αληθινό άνδρα με φουστάνια, τα οποία έμενε να διεκδικήσουν πιο... αμφισβητούμενες αρετές, όπως η διπλωματικότητα, η πραότητα, οι μαγγανείες, η μυστικοπάθεια, η δειλία, οι πλάγιοι τρόποι κ κυρίως η... διάσπαση κ ο κατακερματισμός των αμιγώς ανδρικών αρετών δια του... πειρασμού που αντιπροσωπεύαν.

Κ με το δίκιο τους, εκείνα τα σκοτεινά χρόνια, την υπογραφή κ το λόγο τους μόνο τα μπατζάκια είχαν τι να τα κάνουν. Όλοι οι υπόλοιποι τα είχαν ολοσχερώς άχρηστα.

Απαρχαιωμένος μπαμπαδισμός, που πλέον έχει κλειστεί στο χρονοντούλαπο της ιστορίας.

Απαράβατη αρχή για τον άνδρα προκειμένου να τιμά τα μπατζάκια που φοράει είναι να τηρεί το λόγο του, πολύ δε περισσότερο να σέβεται την υπογραφή του!
Όταν αυτό δεν το κάνει;..
εδωδά

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Προτροπή που εκφέρεται απαραιτήτως σε εντόνως ειρωνικούς τόνους στις ακόλουθες δύο περιπτώσεις:

  1. Όταν κάποιος χρονοτριβεί να αποφανθεί επί τινός ζητήματος και κωλυσιεργεί, κοινώς μας έχει γκαστρώσει. Επί παραδείγματι, είμεθα σε καφετέρια, η σερβιτόρα έχει ρωτήσει τι θα πάρουμε και περιμένει απάντηση, ενώ ο δικός μας περί άλλα τυρβάζει, κοινώς το χαβά του. Η σερβιτόρα, που εξακολουθεί να στέκεται από πάνω μας σα χριστουγεννιάτικο δέντρο χωρίς τις μπάλες (ή και με μπάλες, ο νοών νοείτω, χε χε) αρχίζει να τα παίρνει. Τότε ακριβώς σκάει η ατάκα: πες τα ρε νταλάρα! Σε πιο λάιτ εκδοχή παίζει και το «πέστα χρυσόστομε». Στόχος να εξέλθει ο αποδέκτης της εν λόγω ατάκας εκ της νιρβάνας του και να τσουλήσει το θέμα.

  2. Μετά απο μεγαλοπρεπές ρέψιμο (μπερπ) το «πες τα ρε νταλάρα!» έρχεται εν είδει επιβράβευσης από την παρέα στο περήφανο μοσχαράκι, που καμαρώνει για την παλιμπαιδιστική συμπεριφορά του. Σε πιο εξτρίμ καταστάσεις, ενδεχομένως να παίζει και μετά από ηχηρό κλανίδι (δε μου έχει τύχει).

Εις αμφότερες τις περιπτώσεις, κοινό υπόβαθρο και προϋπόθεση για την ατάκα είναι η παγκοίνως εμπεδωμένη στη συνείδηση του λαού μας ότι ο νταλάρας πάντα «βγαίνει και τα λέει». Δε θα επεκταθώ σχετικά, και σας παραπέμπω στα επίλοιπα νταλαροειδή λήμματα.

Κι άλλο;

Ο διευθύνων το Ινστιτούτο Διεθνούς Χρηματοοικονομικής (IIF) Charles Dallara. (από Khan, 25/07/11)(από earendil_ath, 12/08/12)

Δες λοιπόν και νταλάρας, δε(ν) μας χέζεις ρε Νταλάρα

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Επίθετο, κυριολεκτικά σημαίνει ορθός.

Στην argot χρησιμοποιείται με οριστικό άρθρο για να δηλώσει αρτιότητα ή ποιότητα.

Χρησιμοποιείται περισσότερο στο θηλυκό και ουδέτερο γένος, συγκεκριμένα για να τονίσει την ομορφιά της γκόμενας.

Μετά από μια ώρα σιωπής και ανίας στην καφετέρια περνάει γκομενάκι, οπότε λέει ο Τάκης: «νά το το σωστό...»
και απαντά ο Μάκης: «έτσι, το σωστό...»

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Χιουμοριστική παραλλαγή του επιρρήματος «αρκούντως» (αρκετά). Βασίζεται σε εσκεμμένα λανθασμένη αντικατάσταση του «ντ» από «δ» όπως αυτό γινόταν παλιά στα ξένα ονόματα (Codrington -> Κόδριγκτον, Don Juan->Δον Ζουάν κ.ο.κ ). Δείχνει επιδοκιμασία, θετική στάση αλλά και ελαφριά ειρωνεία καθώς παραπέμπει στην αρκούδα και στον αρκουδέη.

- Πώς σου φάνηκε το καινούριο Half Life;
- Αρκούδως καλό αν και θα περίμενα τελειότερα γραφικά.

Αναρκούδωτη μοναξιά (από Khan, 19/09/13)

Βλέπε και τουλάστιχον.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified

Πολύ μεγάλη ευκαιρία. Λαυράκι. Ευκαιρία ή προσφορά από αυτές που σπάνια συναντάς μπροστά σου και καλά θα κάνεις να την αρπάξεις από τα μαλλιά πριν τη χάσεις και δεν την ξαναδείς. Τake it or leave it.

- Kαι; Είναι καλό το γκομενάκι που θες να μου γνωρίσεις;
- One-off, σου λέω

Σχετικά: μπρισίμι, μπίνγκο!, κελεπούρι, φιλέτο.

Got a better definition? Add it!

Published
Last modified